Tου Γιώργου Παυλόπουλου
Ποιος είναι ο Κόντε και ποιος ο ντι Μάγιο; Ποιος θυμάται τον Μπερλουσκόνι ή τον Ρέντσι; Και ποιος υπολογίζει τον Ματαρέλα; Προφανώς ελάχιστοι, εάν πιστέψουμε τη δημοσκόπηση που δημοσιεύτηκε την Παρασκευή και έδειξε ότι η συντριπτική πλειοψηφία των Ιταλών αναγνωρίζει ως πραγματικό ηγέτη της χώρας τον Ματέο Σαλβίνι.
Πράγματι, σύμφωνα με την la Repubblica, την ώρα που ο Σαλβίνι συγκεντρώνει τις προτιμήσεις του 58% των ερωτηθέντων, ο πρωθυπουργός και ο ηγέτης του συγκυβερνώντος Κινήματος Πέντε Αστέρων, Τζουζέπε Κόντε και Λουίτσι ντι Μάγιο, ακολουθούν πολύ μακριά και... καταϊδρωμένοι, με ποσοστά της τάξης του 16% και 14% αντιστοίχως. Είναι δε εντυπωσιακό ότι ο υπουργός Εσωτερικών προηγείται και στις τάξεις των ψηφοφόρων των περισσότερων άλλων κομμάτων: 70% ανάμεσα στους ψηφοφόρους των Δημοκρατικών, 51% σε εκείνους της μπερλουσκονικής Φόρτσα Ιτάλια, αλλά και 35% στους Πεντάστερους, μόλις δύο μονάδες λιγότερες δηλαδή έναντι του ντι Μάγιο!
Όσοι δε βιαστούν να ισχυριστούν ότι το ζήτημα είναι κυρίως προσωπικό, δηλαδή έχει να κάνει με τον «τσαμπουκά» που επιδεικνύει ο Σαλβίνι έναντι της Ε.Ε. και των προσφύγων, καλά θα κάνουν να το ξανασκεφτούν. Πολύ απλά, διότι και σε επίπεδο κομμάτων, η Λίγκα του Βορρά μοιάζει να έχει σταθεροποιηθεί πάνω από το 30% πανεθνικά, παίρνοντας καθαρά κεφάλι από όλους τους υπόλοιπους και διευρύνοντας μάλιστα τη διαφορά της όσο περνά ο καιρός και πλησιάζουν οι ευρωεκλογές του ερχόμενου Μαΐου.
Αδιαμφισβήτητος ηγέτης
Ποσοτικά και ποιοτικά, λοιπόν, ο Σαλβίνι αναδεικνύεται στη θέση του ηγέτη της αντιευρωπαϊκής και ξενοφοβικής Ακροδεξιάς, παίρνοντας αντικειμενικά τα σκήπτρα από την Μαρίν Λεπέν. Άλλωστε, σε αντίθεση με αυτόν, η επικεφαλής του Εθνικού Συναγερμού -όπως μετονομάστηκε το Εθνικό Μέτωπο πριν μερικούς μήνες, στο πλαίσιο του λίφτινγκ που επιχειρεί- δεν κατάφερε ποτέ να κάνει κουμάντο στη Γαλλία, σκοντάφτοντας πάνω στους εκάστοτε εκλεκτούς του «δημορκατικού τόξου» της χώρας.
Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι η Λεπέν δεν θα σημειώσει εξαιρετική επίδοση στις επικείμενες ευρωεκλογές και δεν θα επιχειρήσει με αξιώσεις να επαναλάβει την επιτυχία του 2014, όταν το Εθνικό Μέτωπο είχε αναδειχθεί στην πρώτη θέση με 25%. Το ίδιο θα κάνουν και οι όμορες δυνάμεις και οι ηγέτες τους ανά την Ευρώπη: Στην Αυστρία ο αντικαγκελάριος Χάιντς-Κρίστιαν Στράχε, στη Γερμανία η AfD, στην Ολλανδία ο Βίλντερς και στις τρεις σκανδιναβικές χώρες τα κόμματα της «κυβερνώσας» Ακροδεξιάς.
Τι σημαίνει αυτό στην πράξη. Θεωρητικά θα μπορούσαμε να πούμε πολλά, αλλά για μια φορά ας περιοριστούμε στους αριθμούς -που συχνά, αν και όχι πάντα, λένε περισσότερα και πολύ πιο καθαρά. Κάνοντας ένα απλό συνδυασμό ανάμεσα στις έδρες που θα διαθέτει κάθε χώρα στη νέα Ευρωβουλή και τα ποσοστά που τους δίνουν οι δημοσκοπήσεις ή έχουν λάβει στις πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις, τότε το συμπέρασμα που προκύπτει είναι αποκαλυπτικό -και ιδιαιτέρως ανησυχητικό.
Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς το γιατί: Η αναγωγή δείχνει ότι η συγκεκριμένη πολιτική οικογένεια (αν και δεν είναι σίγουρο πως όλοι οι παραπάνω θα ανήκουν στην ίδια πολιτική ομάδα) θα συγκεντρώσει στη χειρότερη περίπτωση 75 βουλευτές και στην καλύτερη 85, σε σύνολο 705 μελών της νέας Ευρωβουλής (μειωμένα κατά 46, λόγω της αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου).
Σιγά τ'' αυγά, θα πουν κάποιοι, προσθέτοντας ότι δεν αποτελεί αιτία συναγερμού το ενδεχόμενο η Ακροδεξιά να ελέγχει το 10-12% των ευρωβουλευτών. Είναι, όμως, έτσι;
Ο παράγοντας «Βίσεγκραντ»
Θα μας επιτρέψουν να προσθέσουμε δύο-τρία ακόμη στοιχεία για τον συλλογισμό τους: Το πρώτο είναι ότι ακόμη και με αυτούς τους αριθμούς, η Ακροδεξιά μπορεί υπό προϋποθέσεις να διεκδικήσει τη δεύτερη θέση από άποψη δύναμης, καθώς οι Σοσιαλιστές οι οποίοι την κατέχουν σήμερα πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο στις περισσότερες χώρες και ειδικά τις πιο μεγάλες -το SPD στη Γερμανία, οι σύντροφοί τους στη Γαλλία κ.λπ.- ενώ δεν θα μπορούν πλέον να υπολογίζουν στους Βρετανούς Εργατικούς.
Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι ο λεγόμενος «ευρωσκεπτικισμός» δεν εξαντλείται στην πούρα και δηλωμένη Ακροδεξιά. Ας αναλογιστούν όλοι, απλώς, ότι οι πρώτοι που σήκωσαν παντιέρα κατά των Βρυξελλών και του «διευθυντηρίου» δεν ήταν οι Ιταλοί και ο Σαλβίνι, αλλά οι χώρες της αποκαλούμενης «Ομάδας του Βίσεγκραντ». Κάνοντας, λοιπόν, και γι'' αυτές τους αντίστοιχους υπολογισμούς, τα κυβερνώντα κόμματα της Πολωνίας του Κατσίνσκι και της Ουγγαρίας του Όρμπαν, καθώς και της Τσεχίας και της Σλοβακίας (για να μην υπολογίσουμε και τη Ρουμανία...) μπορούν δυνητικά να συγκεντρώσουν συνολικά 35-45 ευρωβουλευτές. Οι οποίοι, έστω κι αν δεν μπορούμε να τους προσθέσουμε αυθαίρετα στους ακροδεξιούς, είναι σίγουρο ότι σε πολλά «καυτά» ζητήματα θα συμπλέουν.
Τέλος, υπάρχει και το στοιχείο της διαφαινόμενης αποδυνάμωσης και της ηγεμονικής πολιτικής ομάδας, του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, η οποία σε συνδυασμό με την... αποψίλωση των Σοσιαλιστών, την ενίσχυση των Πρασίνων και την αναμενόμενη δυναμική εμφάνιση του «κόμματος Μακρόν», θα δημιουργήσει ένα κατακερματισμένο πολιτικά σκηνικό, που θα είναι πολύ πιο δύσκολο να συντεθεί.
Οι επόμενοι επτά μήνες θα είναι εξαιρετικά ενδιαφέροντες -και κρίσιμοι.
AP Photo/Luca Bruno