Ο πρώην πρόεδρος του ρωσικού Κοινοβουλίου Ρουσλάν Χασμπουλάτοφ, ένας από τους πρωταγωνιστές της συνταγματικής κρίσης του 1993 η οποία έληξε όταν τα τανκς βομβάρδισαν το κτίριο της Βουλής, πέθανε σε ηλικία 80 ετών, μετέδωσαν τα ρωσικά πρακτορεία ειδήσεων.
Ο Χασμπουλάτοφ, καθηγητής πανεπιστημίου από την Τσετσενία, εξελέγη πρόεδρος του Ανωτάτου Σοβιέτ (Κοινοβουλίου) τον Οκτώβριο του 1991 και παρέμεινε στη θέση αυτή μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, στα τέλη της ίδιας χρονιάς.
Αρχικά ήταν σύμμαχος του τότε προέδρου Μπόρις Γέλτσιν, όμως στη συνέχεια ήρθε σε ρήξη μαζί του, όταν οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης οδήγησαν στην κατάρρευση του επιπέδου διαβίωσης. Στα τέλη Σεπτεμβρίου 1993 ο Γέλτσιν κήρυξε τη διάλυση του κοινοβουλίου, το οποίο απάντησε ότι το μέτρο αυτό ήταν άκυρο και διόρισε τον δικό του μεταβατικό πρόεδρο.
Στις 4 Οκτωβρίου, μετά τις αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ υποστηρικτών και αντιπάλων του Γέλτσιν στη Μόσχα, ο ρωσικός στρατός βομβάρδισε το κτίριο του Κοινοβουλίου και στη συνέχεια το κατέλαβε.
Ο Γέλτσιν εδραίωσε στη συνέχεια την εξουσία του με μια σειρά διαταγμάτων. Μολονότι ο Χασμπουλάτοφ και οι στενοί συνεργάτες του συνελήφθησαν, φυλακίστηκαν και κατηγορήθηκαν για την οργάνωση των μαζικών ταραχών, το νέο Κοινοβούλιο τους έδωσε αμνηστία, τον Φεβρουάριο του 1994.
Τα επόμενα χρόνια ο Χασμπουλάτοφ επέστρεψε στην ακαδημαϊκή ζωή και δίδασκε οικονομικά στη Μόσχα. «Ο Γέλτσιν κατέστρεψε ουσιαστικά τη ζωή μου», είχε δηλώσει ο ίδιος το 2014 στην εφημερίδα “Argumenty I Fakty”. Ο ακτιβιστής για τα ανθρώπινα δικαιώματα Αλεξάντερ Τσερκάσοφ επιβεβαίωσε ότι ο Χασμπουλάτοφ πέθανε στο σπίτι του, στα προάστια της Μόσχας, χωρίς να διευκρινίσει τα αίτια. Η σορός του θα μεταφερθεί και θα ενταφιαστεί στη γενέτειρά του, το χωριό Τολστόι-Γιουρτ της Τσετσενίας.