Οι διαπραγματεύσεις για την ένταξη των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων στην ΕΕ έχουν εν πολλοίς παγώσει, ενώ τα ευρωπαϊκά κράτη-μέλη αδυνατούν να συμφωνήσουν σε μια κοινή στρατηγική για την ένταξη των έξι χωρών.
Πολλές κυβερνήσεις των κρατών της ΕΕ τηρούν επιφυλακτική στάση απέναντι σε μια ενδεχόμενη διεύρυνση στα Δυτικά Βαλκάνια, υπό το φόβο αφενός μιας επανάληψης της βεβιασμένης ένταξης της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας το 2007, και αφετέρου της ενδεχόμενης εσωτερικής μετανάστευσης από τα Βαλκάνια προς το εσωτερικό της ΕΕ. Αυτό φαίνεται και από την απροθυμία οποιασδήποτε νήξης για διεύρυνση στα επίσημα έγγραφα του Συμβουλίου της ΕΕ, ενώ το μπαράζ των πρόσφατων veto ευρωπαϊκών κρατών (Γαλλία, Δανία, Ολλανδία,Βουλγαρία) για την έναρξη συνομιλιών ένταξης με τη Βόρεια Μακεδονία και την Αλβανία επιβεβαιώνουν την ανικανότητα της ΕΕ να ενσωματώσει τα Δυτικά Βαλκάνια.
Η μετατόπιση του κέντρου βάρους της ΕΕ προς αντιμετώπιση μιας σειράς εσωτερικών προκλήσεων -όπως κρίση Ευρωζώνης, Brexit, μεταναστευτικό, άνοδος λαϊκισμού και ευρωσκεπτικισμού, κρίση του κορονοϊού, το λεγόμενο «poly-crisis»- εντείνει την καθυστέρηση της διεύρυνσης στα Δυτικά Βαλκάνια, ανοίγοντας ένα παράθυρο ευκαιρίας σε άλλες δυνάμεις, προκειμένου να αυξήσουν την επιρροή τους στην περιοχή.
Η στάση αυτή δεν περνά απαρατήρητη στο εσωτερικό των κρατών των ΔΒ, με το ένα τρίτο των Σέρβων να θεωρεί απίθανη την ένταξη της Σερβίας στην ΕΕ, σύμφωνα με το Βαρόμετρο για τα Βαλκάνια του 2021. Εσωτερικές αντιδράσεις στη διαδικασία διεύρυνσης στα Δυτικά Βαλκάνια -όπως αυτές μεταφράστηκαν από τα veto κρατών-μελών για την έναρξη διαπραγματεύσεων με την Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία- οδηγούν σε ρήγμα μεταξύ Κομισιόν- Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, με το δεύτερο να μπλοκάρει τη διαδικασία. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θέτει σε κίνδυνο την ισορροπία ισχύος στην περιοχή, ενθαρρύνοντας τρίτους δρώντες όπως η Ρωσία και η Κίνα να αναλάβουν ενεργό ρόλο, ενώ οι ΗΠΑ φαίνονται γενικώς απρόθυμες.
Η Ευρωπαϊκή προοπτική της Σερβίας
Η Σερβία ενώ προσπαθεί από το 2009 -και επισήμως το 2014- να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση, φαίνεται πως διαρκώς διολισθαίνει σε μια κατάσταση δημοκρατικής οπισθοδρόμησης. Η έκθεση “Nations in Transit 2021” του Freedom House υποβαθμίζει τη χώρα από δημοκρατία σε υβριδικό καθεστώς (Transitional Government or Hybrid Regime), ενώ καταλαμβάνει την 96η θέση από 180 χώρες στο Δείκτη Αντίληψης της Διαφθοράς και την 64η από τις 100 στο Δείκτη Ελευθερίας του Freedom House για το 2021.
Τα προβλήματα αυτά στη λειτουργία της δημοκρατίας και του πολιτικού συστήματος εν γένει καταδεικνύονται και στο Working Document της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη Σερβία του 2021.
Συγκεκριμένα, βάσει συστάσεων της ΕΕ, η χώρα οφείλει να ευθυγραμμιστεί με τις θέσεις της Ένωσης ως προς την εξωτερική πολιτική, να ενισχύσει τη λειτουργία της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου μέσα από μια σειρά μεταρρυθμίσεων, καθώς και να εξομαλύνει τις σχέσεις της με το Κόσοβο. Στον οικονομικό τομέα, η Σερβία παραμένει «μέτρια προετοιμασμένη» ως προς την ανάπτυξη μιας λειτουργούσας οικονομίας της αγοράς και στην ικανότητα αντιμετώπισης των ανταγωνιστικών πιέσεων της αγοράς εντός ΕΕ.
Στις θετικές εξελίξεις εντάσσονται το πρόσφατο δημοψήφισμα για τη συνταγματική τροποποίηση περί του τρόπου εκλογής δικαστών και εισαγγελέων που ανοίγει δρόμο για πιο διαφανείς διαδικασίες, αλλά και το άνοιγμα του λεγόμενου «green cluster» από τη Σερβία, με περιβαλλοντικά ζητήματα να εισάγονται στην εθνική ατζέντα, κατόπιν εσωτερικών πιέσεων.
Σερβία - ΕΕ
Η αδυναμία ουσιαστικής προόδου ως προς την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων από τη Σερβία, συνιστά κλασικό παράδειγμα μείωσης της έλξης της πολιτικής αιρεσιμότητας της ΕΕ, με σκοπό την ένταξη στο μεγαλύτερο οικονομικό μπλοκ παγκοσμίως.
Η εν μέρει ευθυγράμμιση της σερβικής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας κρίνεται εφικτή, αλλά με άλλη κυβέρνηση. Αναγκαία, ακόμη, κρίνεται η ανοικοδόμηση των σχέσεων μεταξύ Σερβίας και δυτικών θεσμών (ΝΑΤΟ και ΕΕ), κυρίως μέσω της άρσης της διπλής στρατηγικής της χώρας μεταξύ Ρωσίας και Δύσης. Οι αναμενόμενες εκλογές στη Σερβία τον ερχόμενο Απρίλιο συνιστούν κρίσιμο σημείο για την μελλοντική κατεύθυνση της χώρας, καθώς η έκβασή τους θα οδηγήσει είτε σε εξομάλυνση του πολιτικού σκηνικού, είτε σε παγίωση και εμβάθυνση της πολιτικής κρίσης.
Το σίγουρο είναι πως η ΕΕ έχει χάσει τη δυναμική της στα ΔΒ, με αποτέλεσμα άλλες δυνάμεις να καλύπτουν το κενό. Ο μόνος τρόπος να αναδειχθεί η ΕΕ σε διεθνή δρώντα στην περιοχή είναι η εφαρμογή ξεκάθαρων και απτών στρατηγικών, αντί για ένα ακόμη non-paper, όπως αυτό της Σλοβενίας. Διαφορετικά, ελλοχεύει ο κίνδυνος επιστροφής σε ένα μοντέλο “γεωπολιτικού δαρβινισμού”.
Όπως αποδεικνύεται και από την αδυναμία τήρησης μιας κοινής στάσης της ΕΕ στην πρόσφατη Ουκρανική κρίση, τα γεω-στρατηγικά συμφέροντα της Ένωσης προφανώς δεν επαρκούν ώστε να ξεπεράσουν μεμονωμένες αντιδράσεις κρατών-μελών κατά της διεύρυνσης στα Δυτικά Βαλκάνια.
Ο ρόλος της γεωπολιτικής
Η σταθερότητα των Δυτικών Βαλκανίων εξαρτάται εν πολλοίς από τη Σερβία. Ο δυνητικός κύκλος διεύρυνσης στην περιοχή διακρίνεται από μια σαφή γεωπολιτική διάσταση: την ενίσχυση της σταθερότητας και την εγγύηση της ασφάλειας τόσο των κρατών αυτών, όσο και των κρατών-μελών της ΕΕ. Μπορεί ο πρόεδρος Βούτσιτς να μη συνιστά αξιόπιστο και ικανό υπερασπιστή του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, διαδραματίζει όμως κρίσιμο ρόλο για την εκπλήρωση των γεωστρατηγικών στόχων των Βρυξελλών.
Είναι πρόδηλο πως η ισορροπία δυνάμεων στην περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων έχει μεταβληθεί, δημιουργώντας ένα παράθυρο ευκαιρίας για άλλους περιφερειακούς δρώντες. Τα Δυτικά Βαλκάνια -και κυρίως η Σερβία- συνιστούν μια γεωγραφική περιοχή μείζονος στρατηγικής σημασίας, όπου Ρωσία και Δύση (δηλαδή ΕΕ και ΗΠΑ) ανταγωνίζονται και παρέχουν οδούς για τον ενεργειακό εφοδιασμό με φυσικούς πόρους στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Η επιρροή της Μόσχας στη Σερβία είναι έντονη και βασίζεται κυρίως στην υποστήριξη του Βελιγραδίου στο ζήτημα της ανεξαρτησίας του Κοσόβου, μέσω της άρνησης της Ρωσίας να αναγνωρίσει το Κοσσυφοπέδιο ως ανεξάρτητο κράτος. Ως αντάλλαγμα, η Σερβία δεν υιοθέτησε τις κυρώσεις της Δύσης έναντι της Ρωσίας στο ζήτημα της προσάρτησης της Κριμαίας. Άλλοι τομείς ρωσικής επιρροής περιλαμβάνουν την αγορά ενέργειας, τη στρατιωτική συνεργασία, την πολιτική επιρροή και την άσκηση ήπιας ισχύος.
Συνολικά, η Ρωσική πολιτική στην Σερβία (και των ΔΒ γενικότερα) στοχεύει στην παρεμπόδιση οποιασδήποτε δυτικής παρέμβασης στην εσωτερική πολιτική σκηνή των ΔΒ, αλλά και στην προώθηση του ρόλου του ΟΗΕ αντί του ΝΑΤΟ ως προς τη λήψη αποφάσεων για το μέλλον της περιοχής.
Η Ρωσία διαρκώς καλλιεργεί την εικόνα του βασικού εμπορικού εταίρου της Σερβίας, ενώ στην πραγματικότητα η ΕΕ καταλαμβάνει αυτή τη θέση, με τη σημασία της Ρωσίας να περιορίζεται στον ενεργειακό τομέα, όπου το αποτύπωμά της είναι σημαντικό. Ενδεικτικά, ρωσικές επιχειρήσεις Lukoil και GazpromNeft εξαγόρασαν μεγάλα μερίδια των σερβικών εταιρειών Beopetrol και Naftna Industrija Srbije (NIS) αντίστοιχα, επιτρέποντας στη Ρωσία να ελέγχει το 82% της σερβικής αγοράς καυσίμων και αφετέρου, την εξάρτηση της κατανάλωσης φυσικού αερίου της Σερβίας από τη Ρωσία κατά 99%. Οι δύο χώρες συνεργάζονται και στα πλαίσια αγωγών φυσικού αερίου (South Stream, Balkans Stream, Turkstream).
Επιπλέον, η ιδιότητά της Ρωσίας ως Μόνιμο Μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ χρησιμοποιείται εργαλειακά, μέσω άσκησης δικαιώματος αρνησικυρίας (veto) υπέρ των σερβικών συμφερόντων, ενώ η σερβο-ρωσική εταιρική σχέση επεκτείνεται και στον τομέα της στρατιωτικής συνεργασίας, με μια σειρά συμφωνιών όπως η Συμφωνία Στρατηγικής Εταιρικής Σχέσης, η Διμερής Αμυντική Συνθήκη και η Συμφωνία Στρατιωτικής Συνεργασίας του 2016. Τέλος, η άσκηση ήπιας ισχύος από τη Ρωσία είναι εμφανής στη λειτουργία θεσμών και οργανισμών εντός της Σερβίας -όπως το «Gorczakov Public Diplomacy Foundation» και το «Strategic Culture Foundation» αλλά και στην κυκλοφορία του σερβόφωνου μέσου Sputnik Srbija από το ρωσικό Sputnik- τα οποία προωθούν μια αντι-δυτική ατζέντα. Στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό της Σερβίας, ακροδεξιά και ευρωσκεπτικιστικά πολιτικά κόμματα και οργανώσεις όπως το Nasi, το Dveri, το Orbaz και η Treca Srbija, χρηματοδοτούνται από τη Ρωσία, με αντάλλαγμα την προώθηση μιας φιλορωσικής ρητορικής στη χώρα.
Το κλειδί για την πλήρη ένταξη της Σερβίας στην ΕΕ είναι ο διάλογος με το Κοσσυφοπέδιο, προκειμένου οι δύο πλευρές να διασφαλίσουν την εξομάλυνση και αποκατάσταση των σχέσεων τους. Προς αυτήν την κατεύθυνση, η νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή διόρισε ειδικό απεσταλμένο για το διάλογο Κοσσυφοπεδίου-Σερβίας, με τελικό στόχο μια νομικά δεσμευτική και για τις δύο πλευρές συμφωνία. Ωστόσο, η ρωσική στήριξη της Σερβίας στη διαμάχη με το Κόσοβο, εμποδίζει οποιαδήποτε λύση.
Συνεπώς, είναι εμφανές πως η Ρωσία επιδιώκει να αποτρέψει την ένταξη της Σερβίας στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ. Η διττή στρατηγική της Σερβίας να διατηρεί στενές σχέσεις με τη Ρωσία αφενός - συχνά μοχλεύοντάς τες (political leverage) έναντι των Βρυξελλών- και να ολοκληρώσει την ένταξή της στους δυτικούς θεσμούς αφετέρου ( χρησιμοποιώντας αυτήν την προοπτική για εσωτερικά πολιτικά οφέλη), μπορεί να αποδειχθεί αντιπαραγωγική (counter-effective), οδηγώντας στην αποσταθεροποίηση ολόκληρης της περιοχής.
Στάση Ευρώπης
Η έλλειψη εναρμόνισης της εξωτερικής πολιτικής της Σερβίας με την ΕΕ συνιστά μια ακόμη κρίσιμη παράμετρο και προϋπόθεση για την ένταξη της χώρας στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, με την ΕΕ να εκφράζει επιφυλάξεις σχετικά με το γεωπολιτικό προσανατολισμό της χώρας αλλά και των ΔΒ γενικότερα.
Οι υποσχέσεις της Ursula von der Leyen για μια “Γεωπολιτική Επιτροπή” δεν είναι σίγουρο αν τυγχάνουν έμπρακτης εφαρμογής ή συνιστούν άλλο ένα πολιτικό σύνθημα σε μια προσπάθεια rebranding. Αν η προεδρία Trump μας έμαθε κάτι, είναι ότι η πεποίθηση των Ευρωπαίων για μια άνευ όρων εξάρτηση από τις ΗΠΑ -κυρίως στο αμυντικό κομμάτι- συνιστά παρελθόν. Όπως προέβλεψε εξήντα περίπου χρόνια πριν ο Mancur Olson στη “Λογική της Συλλογικής Δράσης”, ο επωμισμός του μεγαλύτερου κόστους παροχής ενός συλλογικού αγαθού (collective good) -όπως η άμυνα- από τις ΗΠΑ στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ δημιουργεί κίνητρα λαθρεπιβασίας (free-riding) για τους υπόλοιπους. Κι αυτό η Αμερική το έχει συνειδητοποιήσει, και με το παραπάνω.
Ας μην ξεχνάμε, όμως, ότι η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση δημιουργήθηκε με συγκατάθεση των ΗΠΑ και υπό την αμυντική τους ομπρέλα. Η αλλαγή στάσης του Ηγεμόνα, με τη μετατόπιση του κέντρου βάρους του προς ανατολάς, δημιουργεί αμφιβολίες σχετικά με την υποστήριξη της ΕΕ από τις ΗΠΑ μακροπρόθεσμα. Αυτό γίνεται εμφανές και από την τωρινή κρίση στην Ουκρανία. Σε αυτό το πρόβλημα φαίνεται πως μόνο ο Γάλλος πρόεδρος Μακρόν προτάσσει ως λύση τη “στρατηγική αυτονομία” της ΕΕ, με σκοπό την απεξάρτηση από την αμερικανική ισχύ. Το ποια θα είναι η έμπρακτη απάντηση της Ευρώπης στους γεωπολιτικούς της κινδύνους, μένει να το δούμε.
Το σίγουρο είναι πως τα Δυτικά Βαλκάνια -και η δυνητική ένταξή τους στην ΕΕ- δε χαρακτηρίζονται άδικα από πολλούς αναλυτές και ακαδημαϊκούς ως “η δοκιμασία που θα τεστάρει το αν η ΕΕ μπορεί να εξελιχθεί σε μια παγκόσμια γεωπολιτική δύναμη”.
*Η Ευαγγελία Καπέλη είναι απόφοιτος του τμήματος Διεθνών & Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς και Αναπληρωματικό Μέλος του Εφορευτικού Συμβουλίου της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Χαλκίδας. Είναι κάτοχος της Διεθνούς Κοινοβουλευτικής Υποτροφίας (IPS) της Ομοσπονδιακής Κάτω Βουλής της Γερμανίας. Έχει διατελέσει Ερευνήτρια στο Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής & Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ) και Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων (ΙΔΟΣ)..