Τα πρώτα αποτελέσματα δείχνουν την εξασθένηση των γιγάντων της γερμανικής πολιτικής σκηνής, όπου θα υπάρξει πλέον ένα πολυκερματισμός της θεσμικής εκπροσώπησης.
Ωστόσο, τα πράγματα δεν είναι τόσο ρόδινα και για τα μικρότερα κόμματα. Τα πρώτα αποτελέσματα δείχνουν ότι διαψεύστηκαν οι προσδοκίες των Πρασίνων για πολύ υψηλότερα ποσοστά. Από εκεί που βρίσκονταν στην κεφαλή των δημοσκοπήσεων λίγο πριν την Ανοιξη, η κάλπη της 26ης Σεπτεμβρίου δείχνει ότι έχασαν αρκετή από τη δυναμική τους. Είναι βέβαια παράδοξο πως η κάθοδος των Πρασίνων συνέβη ενώ πραγματοποιήθηκαν τεράστιες φυσικές καταστροφές και η κλιματική αλλαγή προέκυψε ως ένα βασικό ζήτημα στην προεκλογική εκστρατεία.
Ωστόσο, φαίνεται πως τα μεγάλα κόμματα και κυρίως οι σοσιαλδημοκράτες κατάφεραν να ενσωματώσουν στις προτάσεις τους το περιβαλλοντικό ζήτημα, μην αφήνοντας χώρο στους Πρασίνους να μονοπωλήσουν την ψήφο των πολιτικών με περιβαλλοντική συνείδηση. Θα πρέπει βέβαια να σημειωθεί πως οι Πράσινοι πήραν ένα μεγάλο ρίσκο με την υποψηφιότητα για καγκελαρία της Αναλένα Μπέρμποκ, αντί του έτερου ηγέτη Ρόμπερτ Χάμπεκ. Παρ’ όλα αυτά, αυτό το ποσοστό θα δώσει ένα ρυθμιστικό ρόλο στους Πρασίνους. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τους Φιλελεύθερους του FDP.
Ανεξαρτήτως του ποιός θα επικρατήσει, τα δύο αυτά κόμματα κρατούν το κλειδί για το σχηματισμό της επόμενης γερανικής κυβέρνησης. Σημειωτέον ότι οι Πράσινοι δεν έχουν απορρίψει την κυβερνητική συμμαχία με τους Χριστιανοδημοκράτες. Επίσης, η παρουσία των φιλελευθέρων δημοκρατών με ένα ποσοστό άνω του 10% δείχνει πως υπάρχουν εταίροι που μπορούν να συνεργαστούν με τους Χριστιανοδημοκράτες σε ένα διαφορετικό πλαίσιο από τον μεγάλο συνασπισμό που είχαν σχηματίσει με τους σοσιαλδημοκράτες. Ο φόβος για την παγίωση της Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD) με τις ακροδεξιές θέσεις εξακολουθεί βέβαια να υφίσταται, όσο το AfD συγκεντρώνει τόσο μεγάλα ποσοστά, ακόμα και αν έχει απομονωθεί από τα υπόλοιπα κόμματα.
Καθώς τα πρώτα αποτελέσματα δεν περιλαμβάνουν τις επιστολικές ψήφους, που μπορεί να ξεπεράσουν το 40% του συνόλου των ψήφων, κάθε πρόβλεψη είναι σίγουρα ριψοκίνδυνη. Ο σχηματισμός της Αριστεράς για παράδειγμα διατηρείται γύρω στο 5%, αλλά φαίνεται πως διεκδικεί έναν περιθωριακό ρόλο στην πολιτική σκηνή, παρά τις ευθύνες κυβερνητικών θέσεων αν και μένει να φανεί μετά τα τελικά αποτελέσματα.
Το σημαντικότερο ζήτημα που προκύπτει ουσιαστικά είναι εάν οι αντίπαλοι των Χριστιανοδημοκρατών θα καταφέρουν να τους εκτοπίσουν από την κυβέρνηση, εκμεταλλευόμενοι την αποχώρηση της Άνγκελα Μέρκελ από την καγκελαρία. Η δυναμική των άλλων κομμάτων έδειχνε πλέον πως υπάρχει αυτό το ενδεχόμενο. Όμως εφ’ όσον επιβεβαιωθεί η τόσο κοντινή διαφορά στην κορφή μοιάζει δύσκολο να μείνουν οι Χριστιανοδημοκράτες εκτός κυβέρνησης.
Ο μεγάλος συνασπισμός μεταξύ των δύο αντιπάλων είναι κάτι που δεν επιθυμούσαν, αλλά και δεν ήταν κι εφικτό λόγω των ποσοστών. Μέχρι τώρα οι δημοσκοπήσεις έδιναν μεγαλύτερη δύναμη στα μικρότερα κόμματα. Ωστόσο, εάν τα ποσοστά το επιτρέψουν, κανένα ενδεχόμενο δεν μπορεί να αποκλειστεί.