Oι πολιτικές πιέσεις που άσκησε η Δύση επιτάχυναν την ενσωμάτωση της Λευκορωσίας με τη γείτονά της Ρωσία, η οποία συνεχιζόταν για περισσότερο από δύο δεκαετίες, δήλωσε χαρακτηριστικά ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν.
«Οι άνευ προηγουμένου πολιτικές και κοινωνικές πιέσεις από τη λεγόμενη συλλογική Δύση, μας ωθεί να επιταχύνουμε τη διαδικασία ενοποίησης: μαζί να ελαχιστοποιήσουμε τη ζημιά από τις παράνομες κυρώσεις, να κάνουμε απλούστερη την παραγωγή των απαιτούμενων προϊόντων, να αναπτύξουμε νέες ικανότητες, να επεκτείνουμε τη συνεργασία με φιλικές χώρες», δήλωσε ο Πούτιν μιλώντας σε ένα διμερές φόρουμ.
Οι δύο σλαβικές χώρες που γειτνιάζουν, υπέγραψαν τον Ιούνιο του 1997 τη Συνθήκη της Ένωσης που είχε στόχο να αποκαταστήσει κάποιους δεσμούς που είχαν διακοπεί μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης.
Ωστόσο ο ενθουσιασμός του αυταρχικού προέδρου της Λευκορωσίας Αλεξάντερ Λουκασένκο για μια πιο στενή πολιτική ενσωμάτωση, ενισχύεται και μειώνεται, όπως και η οικονομική εξάρτηση της Λευκορωσίας από την πολύ μεγαλύτερη και πλουσιότερη ξαδέλφη της (τη Ρωσία-σ.σ).
Ο Λουκασένκο έγινε περισσότερο υποχρεωμένος στην Μόσχα στα τέλη του 2020, όταν ο Πούτιν άρχισε να τον στηρίζει πολιτικά και οικονομικά, καθώς συνέτριψε το κύμα των αντικυβερνητικών διαδηλώσεων διαμαρτυρίας που ξέσπασε μετά τη διεξαγωγή των προεδρικών εκλογών, το αποτέλεσμα των οποίων σύμφωνα με την αντιπολίτευση ήταν προϊόν νοθείας.
Τον Φεβρουάριο ο Λουκασένκο επέτρεψε στην Ρωσία να χρησιμοποιήσει την Λευκορωσία ως σημείο εκκίνησης για ορισμένες ρωσικές τεθωρακισμένες φάλαγγες που εισέβαλαν στον νότιο γείτονα της Λευκορωσίας, την Ουκρανία.
Ο Ρώσος υπουργός Άμυνας Σεργκέι Σοϊγκού δήλωσε την περασμένη εβδομάδα ότι οι δύο χώρες θα πρέπει να λάβουν επείγοντα μέτρα για να βελτιώσουν τις αμυντικές τους ικανότητες και την μάχιμη ετοιμότητα τους.
Σύμφωνα με Συνθήκη της Ένωσης, κάθε χώρα παραμένει ανεξάρτητη, αλλά παραχωρεί στους πολίτες του άλλου κράτους δικαιώματα διαμονής και ιθαγένειας.
Ενώ η ένωση προωθεί την οικονομική ολοκλήρωση και ενισχύει την αμοιβαία άμυνα σε περίπτωση επίθεσης, οι προσπάθειες που καταβάλλονται για την καθιέρωση ενός ενιαίου νομίσματος απέτυχαν σχεδόν πριν από δύο δεκαετίες.