Αν ήθελε κάποιος να προβλέψει ποιος θα είναι ο επόμενος καγκελάριος της Γερμανίας, αρκούσε να παρακολουθούσε τις ομιλίες των δύο πρωταγωνιστών των εκλογών μετά τα πρώτα αποτελέσματα. Οι εικόνες των προσώπων, του Άρμίν Λασέτ και του Όλαφ Σολτς, ήταν χαρακτηριστικές.
Ο Αρμίν Λασέτ προσπαθούσε να διαχειριστεί το χειρότερο αποτέλεσμα των Χριστιανοδημοκρατών τις τελευταίες δεκαετίες. Ο Όλαφ Σόλτς είχε οδηγήσει τους Σοσιαλδημοκράτες στη μεγάλη επιστροφή μετά το ιστορικό χαμηλό της προηγούμενης περιόδου, τονίζοντας πως ο σταυρός που οι ψηφοφόροι έβαλαν στο κόμμα του, σήμαινε πως επέλεγαν το νέο καγκελάριο.
Όσον αφορά την κληρονομιά της Άνγκελα Μέρκελ, είναι μάλλον απογοητευτική η τόσο χαμηλή επίδοση του κόμματος της, μετά από τα 16 χρόνια στην καγκελαρία, που ενδεχομένως να δείχνει την απογοήτευση και την κούραση της γερμανικής κοινωνίας προς τη συμμαχία των Χριστιανοδημοκρατών και των Χριστιανοκοινωνιστών. Βέβαια, από την άλλη πλευρά, η αντιμετώπιση της προεκλογικής καμπάνιας από τον Χριστιανοδημοκράτη υποψήφιο Άρμιν Λασέτ ως μία αναγκαία διαδικασία που θα πρέπει να διεκπεραιωθεί έπαιξε τον ρόλο της.
Η περίοδος των διαπραγματεύσεων για τον σχηματισμό της κυβέρνησης, για την οποία μάλλον αδημονούσε, είναι πλέον το βασικό διακύβευμα για τον κεντροδεξιό Λασέτ, όπου θα πρέπει να επιδείξει τις ικανότητες του ως αρχηγός. Ο Λασέτ αρκέστηκε προς το παρόν να παραδεχθεί πως το αποτέλεσμα δεν είναι ικανοποιητικό για το κόμμα του και θα χρειαστεί πλέον μία τρικομματική κυβέρνηση. Ωστόσο, η προοπτική για μία κυβέρνηση δίχως τους Σοσιαλδημοκράτες, την οποία πρότεινε, με τους Πράσινους και τους Ελεύθερους Δημοκράτες, μοιάζει πλέον τόσο μακρινή όσο η Τζαμάικα.
Ο θριαμβευτής Όλαφ Σολτς μοιάζει να είναι εκείνος που θα επιβάλει τον ρυθμό των διαπραγματεύσεων μετά από τις χθεσινές εκλογές, ακόμα και με τη μικρή νίκη του περίπου 1%+. Η επιτυχία των σοσιαλδημοκρατών μεγεθύνεται αν αναλογιστεί κάποιος από πόσο χαμηλή βάση ξεκινούσε. Όμως ο νυν Υπουργός Οικονομικών και Αντιπρόεδρος κατάφερε να συμμετέχει στην κυβέρνηση ως ο «μικρός» εταίρος και όχι μόνο να μην φθαρεί από την εξουσία, αλλά να υπερκεράσει τους Χριστιανοδημοκράτες στην κάλπη μετά τη συγκυβέρνηση. Όσο βέβαια κι αν οι δύο γίγαντες διατράνωναν την επιθυμία τους για μία διαφορετική κυβέρνηση, δεν είναι τόσο απλό να χωρίσουν τους δρόμους τους.
Οι σοσιαλδημοκράτες μοιάζουν να έχουν βρει τον φυσικό κυβερνητικό τους εταίρο στο πρόσωπο των Πρασίνων, έχοντας επιτύχει κάποιες προγραμματικές συγκλίσεις. Οι Πράσινοι βέβαια ανέμεναν ένα καλύτερο αποτέλεσμα, ωστόσο το ποσοστό γύρω από το 15% και ιδιαίτερα τα πολύ μεγαλύτερα ποσοστά που συγκέντρωσαν στους νέους κάτω των 30 δίνουν αέρα στα πανιά τους. Ταυτόχρονα, η ηγεσία τους φαίνεται έτοιμη να αναλάβει κυβερνητικές ευθύνες, δίχως να έχει ως θέσφατο την καγκελαρία. Το δύσκολο κομμάτι του παζλ είναι που θα βρεθούν οι υπόλοιπες έδρες για την απαραίτητη πλειοψηφία.
Η Αριστερά, ακόμα και αν καταφέρει περάσει το όριο εκπροσώπησης του 5% που απαιτείται, φαίνεται να έχει ως βασικό στόχο τη διατύπωση ριζοσπαστικών θέσεων, παρά τη στήριξη μίας κυβέρνησης. Από την άλλη, οι Ελεύθεροι Δημοκράτες μπορούν να αποτελέσουν έναν πιθανό κυβερνητικό εταίρο, όμως οι διαμετρικά αντίθετες θέσεις τους σε ορισμένα ζητήματα, από τα οικονομικά μέχρι τα κοινωνικά, ενδέχεται να φέρουν δυσκολίες στην πορεία του κυβερνητικού συνασπισμού.
Η μεγάλη ανατροπή της αποπομπής των χριστιανικών κομμάτων από την εξουσία είναι ένα μεγάλο κίνητρο στη γερμανική πολιτική σκηνή. Μία τέτοια προοπτική θα ήταν ένα ξεκάθαρο μήνυμα για ένα νέο ξεκίνημα μίας κυβέρνησης, που δεν θα θύμιζε το παρελθόν, ειδικά μετά από μία δύσκολη περίοδο οικονομικής κρίσης και πανδημίας.
Αν και οι διαπραγματεύσεις ενδέχεται να διαρκέσουν αρκετές εβδομάδες, τα περιθώρια είναι μικρά. Παρά την πτώση της Εναλλακτικής για τη Γερμάνια με τις ακροδεξιές πεποιθήσεις, το ποσοστό της παραμένει δυστυχώς μεγάλο.
Το ενδεχόμενο ενός νέου μεγάλου συνασπισμού, με τους Σοσιαλδημοκράτες πλέον να οδηγούν, τους Χριστιανοδημοκράτες στην πάντα επικίνδυνη θέση του συνοδηγού, και τους ανερχόμενους Πράσινους στο πίσω κάθισμα, ενδεχομένως να προβάλει ως μία αναγκαία λύση, όσο και αν δεν το επιθυμεί το μεγάλο ζευγάρι της γερμανικής πολιτικής σκηνής.