Μετά και τις τελευταίες εντάσεις μεταξύ Ρωσίας και ΗΠΑ/Δύσης για την Ουκρανία, τις Αμερικανό-ρωσικές διαπραγματεύσεις που άρχισαν την προηγούμενη εβδομάδα για θέματα ευρωπαϊκής ασφάλειας αλλά και τις σχετικές δηλώσεις που γίνονται στα πλαίσια άσκησης δημόσιας διπλωματίας, δημιουργείται έντονο διεθνές ενδιαφέρον για ενδεχόμενη ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ. Και οι δύο αυτές χώρες της Σκανδιναβικής Χερσονήσου προσδιορίζονται ως ουδέτερες αν και η δεύτερη προτιμάει να χρησιμοποιεί τον χαρακτηρισμό «όχι στρατιωτικά ευθυγραμμισμένη».
Αν και ουδέτερες Σουηδία και Φινλανδία έχουν καταστεί από τους πλέον στενούς εταίρους του ΝΑΤΟ ακολουθώντας εδώ και μία εικοσιπενταετία, από την προσχώρηση τους στη Συνεργασία για την Ειρήνη (PfP) του ΝΑΤΟ, μία προσεκτική πολιτική διαρκούς εμβάθυνσης των σχέσεων τους με την Ατλαντική Συμμαχία ιδιαίτερα μετά την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία και την απόσχιση του Ντόνμπας. Οι χώρες αυτές συνδέονται στενά καθόσον η Φινλανδία αποτελούσε το ανατολικό μισό της Σουηδίας μέχρι το 1809, όταν η Σουηδία παραχώρησε τη Φινλανδία στη Ρωσία με τη Συνθήκη του Φρέντρικσκχάμ.
Η Σουηδία τόσο στον Α? όσο και στον Β? Παγκόσμιο Πόλεμο διακήρυξε ουδετερότητα. Στον Ρωσο-Φινλανδικό Χειμερινό Πόλεμο, δήλωσε μη εμπόλεμη, αλλά επέτρεψε σε σημαντικές εθελοντικές μονάδες από τον στρατό και την αεροπορία της να αναπτυχθούν για την υποστήριξη των φινλανδικών δυνάμεων. Παρά την διακήρυξη της, για να κρατηθεί εκτός πολέμου έκανε επιλεκτικές εξαιρέσεις στην πολιτική της ουδετερότητας, με τη μορφή παραχωρήσεων τόσο προς τους Συμμάχους όσο και προς τη ναζιστική Γερμανία.
Με τη Φινλανδία ήταν πιο περίπλοκα τα πράγματα. Μετά την ανεξαρτησία της τον Μάιο 1918, αναζήτησε μία περιφερειακή συλλογική ασφάλεια. Είχε δηλώσει ουδετερότητα μετά τη γερμανική εισβολή στην Πολωνία. Πολέμησε με επιτυχία σε μεγάλο βαθμό εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης και αναγκάσθηκε να υπογράψει Συνθήκη Ειρήνης μαζί της την άνοιξη του 1940 αλλά μετά από ένα χρόνο υποστήριξε τη ναζιστική Γερμανία για να διεκδικήσει εκ νέου τα εδάφη που είχε παραχωρήσει. Αργότερα με τη νίκη των Σοβιετικών, της επιβλήθηκε από τη Μόσχα μία νέα Συνθήκη, με τη δέσμευση να τηρήσει την ουδετερότητα εκτός εάν η ίδια η χώρα δεχόταν επίθεση. Αυτό την οδήγησε σε μια αυστηρά ουδέτερη εξωτερική πολιτική. Επίσης, και η εσωτερική της πολιτική προσπαθούσε να μην δυσαρεστεί τον πανίσχυρο γείτονα τα με τα 1300 και πλέον χιλιόμετρα κοινών συνόρων. Αυτή η κατάσταση ονομάσθηκε «Φινλανδοποίηση».
Και οι δύο χώρες συνεργάζονται μεταξύ τους στενά και στο στρατιωτικό πεδίο και διαχρονικά επενδύουν πάνω στη στρατιωτική ισχύ. Παράλληλα με την ένταξη τους στην ΕΕ το 1995 άρχισαν να «δυτικοποιούν» την εξωτερική τους πολιτική ενώ και με την ένταξη τους στον Συνεταιρισμό για την Ειρήνη του ΝΑΤΟ (ΝΑΤΟ PfP) ένα χρόνο νωρίτερα είχαν αρχίσει δειλά στην αρχή αλλά σταθερά τη συνεργασία τους με την Ατλαντική Συμμαχία. Και οι δύο τους με αξιόλογη συνεισφορά στις επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ στη Βαλκανική, στο Αφγανιστάν αλλά και στο Ιράκ, με σταθερή συμμετοχή σε συμμαχικές ασκήσεις και με διαλειτουργικότητα που θα τη ζήλευαν οι περισσότεροι νατοϊκοί σύμμαχοι. Η προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία και ο ακήρυκτος πόλεμος στην ανατολική Ουκρανία έφεραν μεν τη Σουηδία και τη Φινλανδία ακόμα πιο κοντά στο ΝΑΤΟ αλλά έβαλαν απέναντι τους μία Ρωσία έντονα αρνητική. Στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στη Βαρσοβία το 2016 προσκλήθηκαν και οι δύο τους και λαμβάνουν το στάτους «της χώρας με επαυξημένες ευκαιρίες»
Η συζήτηση των τελευταίων ημερών σχετικά με μία πιθανή ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ πυροδοτήθηκε από τις πρόσφατες δηλώσεις του ΓΓ/ΝΑΤΟ κ. Γενς Στόλτενμπεργκ που εκθείασε το πόσο στενά συνεργαζόμενοι εταίροι είναι και ότι αν το αποφασίσουν να ενταχθούν, αυτό θα γίνει… γρήγορα. Γιατί λοιπόν η Σουηδία και η Φινλανδία δεν εντάσσονται στο ΝΑΤΟ, όταν μάλιστα τόσο για τη Σουηδία όσο και για τη Φινλανδία, είναι ζωτικής σημασίας να διασφαλίσει το ΝΑΤΟ όλη την περιοχή της Βαλτικής η οποία εκλαμβάνεται ως ενιαίο «Θέατρο Επιχειρήσεων»; Αρκεί να τονίσουμε την τεράστια στρατηγική σημασία που έχει το σουηδικό νησί Γκότλαντ στο οποίο υπάρχουν πλέον σουηδικές στρατιωτικές δυνάμεις, καθόσον ευρίσκεται στη μέση της Βαλτικής Θάλασσας ελέγχοντας την σχεδόν απέναντι από το Καλίνινγκραντ. Απλά και μόνο με μια ματιά στον χάρτη καθίσταται αντιληπτό ότι πόσο πολύτιμη είναι και η Φινλανδία για το ΝΑΤΟ η οποία από πλευράς της ελέγχει τον Κόλπο της Φινλανδίας και συνορεύει άμεσα με τη ρωσική χερσόνησο Κόλα στην οποία υπάρχει βάση υποβρυχίων με πυρηνικούς βαλλιστικούς πυραύλους.
Θα τολμούσαμε να πούμε ότι προς το παρόν αυτόν τον «γάμο» τον θέλει περισσότερο το ΝΑΤΟ παρά η Στοκχόλμη και το Ελσίνκι που ακόμα έχουν σοβαρές επιφυλάξεις! Οι πολιτικές συζητήσεις για το ζήτημα αυτό και στις δύο αυτές πρωτεύουσες της Σκανδιναβικής Χερσονήσου έχουν ενταθεί το τελευταίο διάστημα. Παράλληλα όμως ως απάντηση στους βρυχηθμούς της «ρωσικής αρκούδας», δηλώνεται συχνά πυκνά από επίσημα χείλη και στις δύο χώρες ότι η ένταξη ή όχι είναι θέμα κυριαρχίας και θα αποφασιστεί αν και όταν αυτό κριθεί σκόπιμο από αυτές τις ίδιες τις χώρες.
Αναμφίλεκτα και στις δύο χώρες υπάρχει την τελευταία δεκαετία ένα αυξανόμενο φιλονατοϊκό ρεύμα, ιδιαίτερα στη Σουηδία αλλά αυτό δεν φαίνεται αρκετό για να κυριαρχήσει και σε δεύτερο χρόνο να επιτευχθεί συναίνεση. Στη Σουηδία δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι σήμερα υποστήριξη της κοινής γνώμης για ένταξη στο ΝΑΤΟ φθάνει το 40% από το 17% πριν από μία δεκαετία. Σε κοινοβουλευτικό επίπεδο υπάρχει επίσης αποδοχή. Όμως η Πρωθυπουργός Μαγκνταλένα Άντερσον η οποία ηγείται κυβέρνησης μειοψηφίας Σοσιαλδημοκρατών, Πρασίνων με σύμμαχο το Κόμμα της Αριστεράς παραμένει σθεναρά κατά της ένταξης και επικαλείται την αξία της ουδετερότητας σε αυτό που θεωρούν πολωμένο κόσμο. Η Άντερσον έχει μιλήσει μετά από πρόσφατη συνάντηση με τον ΓΓ/ΝΑΤΟ για εμβάθυνση των σχέσεων της χώρας της με το ΝΑΤΟ και όχι για ένταξη σε αυτό προσθέτοντας απευθυνόμενη προς τη Ρωσία ότι «στη Σουηδία, είμαστε εμείς οι ίδιοι που αποφασίζουμε για την εξωτερική μας πολιτική και την ασφάλεια μας αλλά και με ποιους επιλέγουμε να συνεργαστούμε». Η Σουηδία δεν είναι εύκολο να «σπάσει» μία πολιτική 200 χρόνων στρατιωτικής ουδετερότητας όταν μάλιστα τα τελευταία χρόνια διεκδικεί ρόλο έντιμου και αμερόληπτου διεθνούς διαμεσολαβητή (honest broker).
Ο Πρόεδρος της Φινλανδίας Σαούλι Νινίστο ο οποίος παρεμπιπτόντως είναι τακτικός συνομιλητής του Πούτιν και η πρωθυπουργός Σάρα Μιρέλα Μαρίν παρά το γεγονός ότι έχουν επίσης αφήσει ανοιχτή την επιλογή της ένταξης της χώρα τους στο ΝΑΤΟ δεν σχεδιάζουν μία τέτοια ενέργεια στο εγγύς μέλλον. Η έντονη φιλολογία της τελευταίας εβδομάδας και η δήλωση του επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας Άντονυ Μπλίνκεν στο MSNBC, ότι το Ελσίνκι θέλει να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ οδήγησε τον Φινλανδό ΥΠΕΞ Πέκα Χααβίστο, αμέσως μετά από τη συνάντηση των ΥΠΕΞ της ΕΕ στη Γαλλία, να δηλώσει εμφατικά ότι η «η χώρα του δεν συζητά με το ΝΑΤΟ την ένταξη σε αυτό ούτε επίκειται και η πολιτική ασφαλείας παραμένει αμετάβλητη». Δεν μπορούμε όμως να μην επισημάνουμε ότι είχε προηγηθεί η δήλωση του εκπροσώπου του Ρώσου Προέδρου Ντμίτρι Πεσκόφ στους δημοσιογράφους ότι η Ρωσία θα θεωρούσε την ένταξη της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ ως «πεδίο αντιπαράθεσης».
Η δε δήλωση του ΓΓ/ΝΑΤΟ κ. Στόλτενμπεργκ για ταχεία διαδικασία ένταξης στερείται σοβαρότητας καθόσον από την πρόσκληση μετά το αίτημα ένταξης μέχρι και την ολοκλήρωση αυτής υπάρχουν αναπόφευκτα χρονοβόρες προβλεπόμενες διαδικασίες που περιλαμβάνουν και εγκρίσεις από τα εθνικά κοινοβούλια των πρωτοκόλλων ένταξης που δεν μπορούν να μειωθούν κάτω από ένα χρόνο.
Συμπερασματικά, τολμάμε να πούμε ότι δεν θεωρούμε επικείμενη την ένταξη των δύο αυτών Βορείων Χωρών στην Ατλαντική Συμμαχία. Εκτιμάται ότι θα συνεχίσουν τη στενή συνεργασία με το με το ΝΑΤΟ χωρίς όμως να υποβάλουν αίτηση για ένταξη. Τόσο η Σουηδία όσο και η Φινλανδία θα συνεχίσουν να δομούν ισχυρές διμερείς εταιρικές σχέσεις, όχι μόνο μεταξύ τους, αλλά και με άλλα κράτη – μέλη του ΝΑΤΟ, όπως με το Ηνωμένο Βασίλειο, τις Ηνωμένες Πολιτείες και τις γειτονικές χώρες, Νορβηγία και Βαλτικές Χώρες. Με αυτόν τον τρόπο μπορούν να ενισχύσουν την ασφάλειά τους και να πετύχουν μία αποτελεσματική στρατηγική εξισορρόπηση χωρίς να προκαλέσουν τη Ρωσία.
Και επειδή σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες Στοκχόλμη και Ελσίνκι έχουν αρχίσει να φέρνουν στο προσκήνιο το γνωστό Άρθρο 42.7 της Συνθήκης της ΕΕ (Λισαβόνας) που είναι αντίστοιχο με το Άρθρο 5 του ΝΑΤΟ, περί βοήθειας και συνδρομής στην περίπτωση που κάποιο μέλος δεχθεί επίθεση στο έδαφος του θεωρούμε ότι θα πρέπει να τύχει προσοχής και να στηριχτεί και από την Ελλάδα δεδομένης της αναλογικότητας ως προς την τουρκική επιθετικότητα.
* Ο Αντιστράτηγος ε.α. Κωνσταντίνος Λουκόπουλος είναι Γεωστρατηγικός Αναλυτής και Εκτελεστικός Διευθυντής στο «Παρατηρητήριο Ευρωμεσογειακής Ασφάλειας και Συνεργασίας».