Η μεγάλη κινητοποίηση ρωσικών στρατευμάτων στα ουκρανικά σύνορα έχει πυροδοτήσει αντιδράσεις από τη μεριά των Ηνωμένων Πολιτειών, εμπλέκοντας το ΝΑΤΟ και κατ’ επέκταση και τις ευρωπαϊκές χώρες. Ταυτόχρονα, η Ρωσία θέτει τις κόκκινες γραμμές της, ενώ ο εξοπλισμός της Ουκρανίας από την Τουρκία συνεχίζεται. Το ερώτημα που πλανάται βέβαια είναι κατά πόσο μπορεί να υπάρξει μία επανάληψη του 2014 και των γεγονότων της Κριμαίας.
Η έκκληση της Ουκρανίας για βοήθεια από το ΝΑΤΟ, λόγω της συσσώρευσης ρωσικών στρατευμάτων στα σύνορα τους έλαβε επίσημο χαρακτήρα με τις ευλογίες του Αμερικάνου Υπουργού Εξωτερικών Τόνι Μπλίνκεν και του Γενικού Γραμματέα του Οργανισμού Γενς Στόλτενμπεργκ. Μπορεί το ΝΑΤΟ να μην έστειλε πολεμικά πλοία στη Μαύρη Θάλασσα, για να ενισχύσει τις αναγνωριστικές πτήσεις στα σύνορα με τη Ρωσία, όπως ζήτησε ο Ουκρανός πρωθυπουργός, αλλά η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε στη διήμερη συνόδο στη Λετονία ήταν σκληρή.
Αν αντιπαραβάλει κάποιος τις προσεκτικές δηλώσεις του Στόλτενμπεργκ πριν από λίγο διάστημα για το θέμα, με τις σημερινές παρεμβάσεις θα διαπιστώσει πως η μεγάλη συγκέντρωση ρωσικών στρατιωτικών δυνάμεων έχει θορυβήσει τη Δύση. Σε ερωτήσεις για το τι μέλλει γενέσθαι εάν ρωσικές δυνάμεις εισβάλουν σε ουκρανικό έδαφος, η απάντηση ήταν πως οι συνέπειες θα είναι βαρύτατες.
Το σενάριο της εισβολής βέβαια είναι ακραίο. Το πιθανότερο είναι το Κρεμλίνο να θέλει να έχει διαθέσιμες όλες τις επιλογές του, αλλά και να δείξει πως η ενίσχυση των νατοϊκών σχέσεων με την Ουκρανία αποτελεί «κόκκινη γραμμή». Ο Βλάντιμιρ Πούτιν άλλωστε το δήλωσε αυτό ανοικτά σήμερα για την επέκταση των εγκαταστάσεων του ΝΑΤΟ. Ωστόσο, οι πράξεις μιλούν δυνατότερα από τις λέξεις.
Μπορεί κάποιος να αποκλείσει ένα τέτοιο σενάριο; Ας μην ξεχνάμε πως το παράδειγμα της εισβολής της Ρωσία και η κατάκτηση της Κριμαίας είναι σχετικά πρόσφατο. Παρά την έλλειψη διεθνούς αναγνώρισης της ρωσικής κατοχής της χερσονήσου, η de facto κατάσταση είναι δύσκολο να ανατραπεί. Μόλις την προηγούμενη εβδομάδα, ο πρόεδρος της Βουλγαρίας Ρουμέν Ράντεφ χαρακτήρισε την Κριμαία «ρωσική» εγείροντας πλήθος αντιδράσεων.
Ακόμα και το παράδειγμα της Γεωργίας, όπου υπάρχουν περισσότερες αναλογίες με την Ουκρανία, στο μακρινό 2008 χρήζει μνημόνευσης. Εκεί όπου οι ρωσικές δυνάμεις ενεπλάκησαν, όταν είδαν συμμάχους τους να χάνουν έδαφος και εν τέλει αναγνώρισαν περιοχές της Γεωργίας ως ανεξάρτητες οντότητες. Στη σημερινή συγκυρία της ανατολικής Ουκρανίας, η Μόσχα ενισχύει τους φιλορώσους σε διαφιλονικούμενες, κατ’ αυτήν, περιοχές και βλέπει με ανησυχία τη χρήση νατοϊκών όπλων από τους αντιπάλους της. Το τελευταίο παράδειγμα είναι βέβαια η πώληση μη επανδρωμένων αεροσκαφών από την Τουρκία στην Ουκρανία.
Η Ουκρανία άλλωστε σχεδιάζει να αγοράσει ακόμη μια παρτίδα μη επανδρωμένων αεροσκαφών τουρκικής κατασκευής για τις ένοπλες δυνάμεις της μέσα στο επόμενο έτος. Παρά την οργή της Ρωσίας για τη χρήση τους στην ανατολική ουκρανική περιφέρεια του Ντονμπάς, ο Ταγίπ Ερντογάν επιθυμεί να διατηρήσει θερμές τις σχέσεις του με τον Βλαντιμίρ Πούτιν. Παρ’ όλα αυτά, η χρηματοδότηση της πολεμικής του βιομηχανίας με την εξαγωγή όπλων σε κάθε ενδιαφερόμενο είναι προτεραιότητα για το τουρκικό καθεστώς. Με σκοπό να διατηρήσει όλα τα κανάλια ανοικτά, ο Ερντογάν αυτοπροτάθηκε ως διαμεσολαβητής, με τις ευλογίες της Ουκρανίας. Η Ρωσία αρνήθηκε να το σχολιάσει βέβαια, δείχνοντας τη δυσαρέσκεια της.
Πριν από λίγες εβδομάδες μόνο και η μόνο η αναφορά σε περίπτωση εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία σε αμερικανικό μέσο προκάλεσε τη μήνη του Κρεμλίνου. Σήμερα η κατάσταση έχει εκτραχυνθεί. Πλέον ο Γ.Γ. του ΝΑΤΟ δηλώνει πως προετοιμάζεται για το χειρότερο σενάριο, αναφερόμενος μάλιστα ανοιχτά στο ιστορικό εισβολών της Ρωσία. Το επόμενο διάστημα, θα είναι κρίσιμο, αν κι η Μόσχα έχει δείξει πως διαθέτει ιώβεια υπομονή για την επίτευξη των στόχων της.