Η καθολικής αποδοχής ομιλία του καγκελαρίου Σολτς στη γερμανική Βουλή σηματοδότησε τη μεγάλη αλλαγή που συντελέστηκε σε ένα κομβικό ζήτημα. Από το τέλος του καταστροφικού Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και κατά τη διάρκεια των προηγούμενων δεκαετιών, η Γερμανία ήταν πολύ επιφυλακτική στην παραγωγή όπλων, ενώ είχε θέσει ως κόκκινη γραμμή της την προμήθεια εξοπλισμών αλλά και την ανάπτυξη στρατιωτικών δυνάμεων στο εξωτερικό.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της ουκρανικής κρίσης η Γερμανία αποτέλεσε στόχο κριτικής, καθώς οι θέσεις της στην αντιμετώπιση της ρωσικής επιθετικότητας δεν ήταν τόσο προωθημένες. Ενώ οι Ηνωμένες διατυμπάνιζαν την επιθετικότητα της Μόσχας, με την παρουσία δεκάδων χιλιάδων Ρώσων στρατιωτών στα σύνορα με την Ουκρανία και κατ’ επέκταση πίεζαν για ενίσχυση των συμμάχων της Δύσης, το Βερολίνο προσπαθούσε σε κάθε περίπτωση να το αποφύγει. Στη Γερμανία δήλωναν πως θα στηρίξουν την Ουκρανία οικονομικά, ηθικά και επιμελητειακά αλλά όχι στρατιωτικά.
Χαρακτηριστικό είναι πως όταν η Ουκρανία απεύθυνε έκκληση στην Εσθονία να παραχωρηθούν πυροβόλα όπλα που κατείχε από αποθέματα της πρώην Ανατολικής Γερμανίας, η γερμανική κυβέρνηση απέρριψε το αίτημα. Το τελευταίο διάστημα πριν την έναρξη της ρωσικής εισβολής, το Βερολίνο είχε βρεθεί στο στόχαστρο της κριτικής της Ουκρανίας. Το Κίεβο διαμαρτυρόταν έντονα που πέρα από ότι το Βερολίνο, δεν παρείχε άμεση στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία, παρεμπόδιζε και τις παραδόσεις όπλων από τους συμμάχους του ΝΑΤΟ.
Η εισβολή ωστόσο που αποφάσισε ο Ρώσος πρόεδρος άλλαξε τα δεδομένα. Ήδη λίγο μετά από τις ρωσικές στρατιωτικές επιχειρήσεις, ήρθε η έγκριση του Βερολίνου για την προμήθεια εκατοντάδων αντιαεροπορικών ρουκετοβόλων από την Ολλανδία στην Ουκρανία, γερμανικής κατασκευής, που μέχρι τότε αρνούνταν. Η παράδοση όπλων που είχαν κατασκευαστεί στη Γερμανία, ακόμα κι αν ανήκαν σε άλλη χώρα, αποτελούσε ένα μεγάλο βήμα για το Βερολίνο, καθώς η χώρα ακολουθούσε μία συγκεκριμένη πολιτική, σύμφωνα με την οποία δεν εξήγαγε οπλισμό σε εμπόλεμες ζώνες. Όσα κράτη επιθυμούσαν να προβούν σε εξαγωγές όπλων γερμανικής προέλευσης θα έπρεπε πρώτα να υποβάλουν αίτηση για έγκριση στο Βερολίνο.
Έπειτα από αυτό ήταν σαφές πως το Βερολίνο είχε μεταβάλει μία πολιτική δεκαετιών. Ακολούθησε η έγκριση για παράδοση τεθωρακισμένων οχημάτων στην Ουκρανία, ενώ πλέον οι αιτήσεις για προμήθεια εξοπλισμού από το Κίεβο αντιμετωπίζονται με διαφορετική οπτική από το Βερολίνο. Ο Σολτς άλλωστε επέλεξε να αιτιολογήσει την παράδοση αντιαρματικών και αντιαεροπορικών πυραύλων στην Ουκρανία ως ενδεικτική της στάσης της Γερμανίας, που είναι καθήκον της να κάνει ό,τι μπορεί, για να στηρίξει την Ουκρανία στην άμυνά της εναντίον του στρατού εισβολής του Πούτιν, όπως ανέφερε χαρακτηριστικά.
Βέβαια, η τεράστια αύξηση του αμυντικού προϋπολογισμού, που ανακοίνωσε ο Σολτς στη γερμανική Βουλή καταχειροκροτούμενος και με τη στήριξη της αντιπολίτευσης των Χριστιανοδημοκρατών, αποτελεί μία σημαντική εξέλιξη. Όλα τα προηγούμενα χρόνια το Βερολίνο αντιστεκόταν στις πιέσεις της Ουάσιγκτον να αυξήσει τις δαπάνες της για την άμυνα, στο πλαίσιο της συμμετοχής στη Βορειοατλαντική Συμμαχία.
Εντός της Γερμανίας έχει αναπτυχθεί ένα ισχυρό πασιφιστικό κίνημα, που αντιτίθεται στους εξοπλισμούς και την εμπλοκή της χώρας σε εμπόλεμες καταστάσεις. Έχει βέβαια τη σημασία του πως στον κυβερνητικό συνασπισμό του Σολτς, συμμετέχουν οι Πράσινοι, που έχουν συγκεντρώσει εκλογικά αυτό το κύμα αντιμιλιταρισμού και το έχουν εκφράσει πολιτικά.
Ωστόσο, η κατανομή ενός τόσο μεγάλου ποσού, που φτάνει στα 100 δισεκατομμύρια ευρώ στον τομέα της άμυνας είναι φυσικό να μπορεί να αλλάξει τα δεδομένα παγκοσμίως. Όταν η πλέον εύρωστη οικονομία της Ευρώπης αποφασίζει να δαπανήσει ένα τέτοιο ποσό σε εξοπλισμούς, είναι φυσικό να ξυπνάει μνήμες από το παρελθόν, τόσο στο εσωτερικό όσο και διεθνώς. Γι’ αυτό άλλωστε ο Γερμανός καγκελάριος ήταν ιδιαίτερα προσεκτικός στην ανακοίνωση, τονίζοντας για παράδειγμα την πρόθεση κατασκευή μαχητικών αεροσκαφών με τα ευρωπαϊκά κράτη και ιδιαίτερα με τη Γαλλία, ώστε να δώσει ευρωπαϊκό χρώμα στην ιστορική απόφαση.