Ένα από τα πολιτικά παράδοξα του χρόνου που έφυγε είναι ο ακροδεξιός πρόεδρος της Βραζιλίας Ζαΐχ Μπολσονάρου που συνεχίζει να χαίρει της υψηλότερης δημοτικότητας που έχει καταγράψει αφότου ανέλαβε την εξουσία το 2019, μολονότι η μεγαλύτερη χώρα της Λατινικής Αμερικής καταγράφει τον δεύτερο υψηλότερο αριθμό θανάτων εξαιτίας της πανδημίας του νέου κορονοϊού στον πλανήτη.
Πάνω από 180.000 άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους εξαιτίας της COVID-19 στη Βραζιλία, με τον συγκεκριμένο απολογισμό να είναι ο δεύτερος βαρύτερος στον κόσμο σε απόλυτους αριθμούς, πίσω μόνο από αυτόν τον ΗΠΑ. Από τον ιό έχουν μολυνθεί 6,9 εκατομμύρια άνθρωποι, ο τρίτος υψηλότερος αριθμός παγκοσμίως μετά από αυτούς στις ΗΠΑ και στην Ινδία.
Ωστόσο κατά την έρευνα του ινστιτούτου Datafolha, το 37% του δείγματος θεωρεί την κυβέρνηση υπό τον Μπολσονάρο από καλή ως πολύ καλή, ποσοστό αμείωτο από τον Αύγουστο, ενώ το 32% χαρακτηρίζει αντίθετα την κυβέρνηση κακή ως φρικτή (–2%). Το 29% θεωρεί μέτρια την κυβέρνηση (+2%). Εξίσου σημαντικό είναι ότι το 52% των συμπατριωτών του δεν τον θεωρεί υπεύθυνο για την τραγωδία του κορονοϊού.
Παρότι η δημοτικότητα της οποίας χαίρει ο Μπολσονάρου παραμένει υψηλή για τα δικά του δεδομένα, είναι η χαμηλότερη επίδοση που σημειώνει πρόεδρος της χώρας στην πρώτη του/της θητεία από το 1985. Το υψηλότερο ποσοστό δημοτικότητας του αρχηγού του κράτους καταγράφηκε μεταξύ των επιχειρηματιών (56%).
Εν μέσω πανδημίας, ο Μπολσονάρου είχε δει τον πρώην, πια, υπουργό Δικαιοσύνης της Βραζιλίας και πρώην δικαστή Σέρζιου Μόρου, ένα από τα δημοφιλέστερα μέλη στην κυβέρνηση του να παραιτείται, όπως και δύο κατά σειρά Υπουργούς Υγείας για την διαχείριση του κορονοϊού. Παράλληλα ο Μπολσονάρου είχε ανοίξει μέτωπο με τους περισσότερους κυβερνήτες της χώρας και δημάρχους, μεταξύ των οποίων και αρκετοί δικοί του σύμμαχοι.
Αυτοί είναι άλλωστε, σύμφωνα με τον ίδιο «οι βασικοί υπεύθυνοι» για την πρόσφατη δήλωση του «η Βραζιλία χρεοκόπησε». Ο Bραζιλιάνος πρόεδρος αναφερόταν στη μεταρρύθμιση των φορολογικών συντελεστών που σχεδίαζε προκειμένου να αυξηθεί το επίπεδο των εισοδημάτων τα οποία απαλλάσσονται από φόρους, προεκλογική υπόσχεση του ακροδεξιού πολιτικού ο οποίος εξελέγη δεσμευόμενος να εφαρμόσει οικονομικά φιλελεύθερο πρόγραμμα.
Σύμφωνα με τον Ζαΐχ Μπολσονάρου, η οικονομική κατάρρευση της χώρας οφείλεται στα περιοριστικά μέτρα που επέβαλαν οι κυβερνήτες των πολιτειών στην προσπάθειά τους να σταματήσουν την εξάπλωση της πανδημίας του κορονοϊού.
Ένας από τους λόγους της δημοτικότητας του οφείλεται στις έκτακτες χρηματικές ενισχύσεις που προσφέρονταν επί εννέα μήνες σε 68 εκατομμύρια Βραζιλιάνους, σχεδόν το ένα τρίτο του πληθυσμού.
Τον Σεπτέμβριο, ο Μπολσονάρου παρέτεινε ως τα τέλη της χρονιάς την καταβολή επιδομάτων στους φτωχότερους πολίτες για να μετριαστεί το πλήγμα που δέχονται εξαιτίας του αντίκτυπου της πανδημίας στην οικονομική δραστηριότητα. Το πρόγραμμα έχει τονώσει τη δημοτικότητα του προέδρου, αλλά έχει προκαλέσει εντάσεις με το οικονομικό του επιτελείο. Το επίδομα αυτό άρχισε να καταβάλλεται τον Απρίλιο και μειώθηκε στο μισό τον Σεπτέμβριο, στα 300 reais (σχεδόν 49 ευρώ) και καταβάλλεται στους φτωχότερους εργαζόμενους και σε απασχολούμενους στον ανεπίσημο τομέα, τα εισοδήματα των οποίων καταβαραθρώθηκαν από την οικονομική κρίση που ακολούθησε την υγειονομική.
Όμως αυτόν τον μήνα οι ενισχύσεις έπαψαν να χορηγούνται, καθώς η κυβέρνηση βρίσκεται υπό πίεση από τις αγορές, που ανησυχούν για το υψηλό επίπεδο του ελλείμματος και του χρέους. Για τον Μαρσέλου Νέρι, διευθυντή του Κέντρου Κοινωνικής Πολιτικής του Ιδρύματος Ζετούλιου Βάργκας (FGV), η εξέλιξη αυτή οδηγεί τη χώρα «στο χείλος της κοινωνικής αβύσσου».
Τα λαϊκιστικά μέτρα όμως τον έχουν όμως αποξενώσει από τον υπουργό Οικονομικών του, Πάολο Γκεντες, οπαδό του Μίλτον Φρίντμαν. «Είναι ένα από τα πιο γενναιόδωρα κοινωνικά προγράμματα στον πλανήτη και, μερικοί λένε, είναι πολύ ακριβό για μια φτωχή χώρα όπως η Βραζιλία», έγραψε ο Τόμας Τράουμαν Αμερικανός οικονομολόγος. «Δεδομένης αυτής και άλλων πρωτοβουλιών τόνωσης, το φετινό δημοσιονομικό έλλειμμα αναμένεται να υπερβεί τα 169 δισεκατομμύρια δολάρια - ή περίπου το 12% του ΑΕΠ. Στις πιο αισιόδοξες προβλέψεις, η Βραζιλία δεν θα έχει πλεόνασμα προϋπολογισμού ξανά μέχρι το 2026», πρόσθεσε.