Ο Χάρι Ριντ, ο τραχύς, μαχητικός γιος εργάτη ορυχείου από τη Νεβάδα που όχι απλώς βγήκε από τη φτώχεια αλλά έφθασε να γίνει επικεφαλής της πλειοψηφίας των Δημοκρατικών στη Γερουσία των ΗΠΑ, αποκτώντας στην πορεία τη φήμη του ανυποχώρητου πολεμιστή του κόμματος σε περίοδο απόλυτου πολιτικού αδιεξόδου στην Ουάσινγκτον, πέθανε σε ηλικία 82 ετών, ανακοίνωσε χθες Τρίτη ο διάδοχός του, ο γερουσιαστής Τσακ Σούμερ.
Άλλοτε ερασιτέχνης πυγμάχος, ο Χάρι Ριντ εκπροσώπησε τη Νεβάδα στο αμερικανικό Κογκρέσο για πάνω από τρεις δεκαετίες, αρχικά στη Βουλή των Αντιπροσώπων, κατόπιν στη Γερουσία.
Η αιτία του θανάτου του δεν ανακοινώθηκε. Τον Μάιο του 2018, είχε υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση καθώς έπασχε από καρκίνο στο πάγκρεας.
Την περίοδο που ήταν επικεφαλής της πλειοψηφίας των Δημοκρατικών στη Γερουσία, ο Χάρι Ριντ ήταν κάτι σαν ανιχνευτής του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα στον λόφο του Καπιτωλίου. Παρά την έξαλλη εναντίωση των Ρεπουμπλικάνων, συνέβαλε σημαντικά το 2010 να εξασφαλιστεί η ψήφιση από το Κογκρέσο του νόμου για την ασφάλιση υγείας και την περίθαλψη που είναι γνωστός με την ονομασία Obamacare στις ΗΠΑ.
Επέλεξε να μη θέσει υποψηφιότητα για την επανεκλογή του το 2016, αφού έναν χρόνο νωρίτερα είχε υποστεί κατάγματα στα πλευρά, στο πρόσωπο και είχε τραυματίσει το ένα του μάτι ενώ γυμναζόταν στο σπίτι του.
Ο Χάρι Ριντ ανέλαβε τον ρόλο του ηγέτη της πλειοψηφίας των Δημοκρατικών το 2007, όταν η παράταξή του εξασφάλισε τον έλεγχο της Γερουσίας. Αν και χαρακτηριζόταν μάλλον κεντρώος και οι απόψεις του διέφεραν αισθητά από εκείνες άλλων στελεχών του κόμματός του σε ζητήματα από την άμβλωση ως το περιβάλλον ή τον έλεγχο της οπλοκατοχής, συγκρουόταν συχνά με σφοδρότητα με τους Ρεπουμπλικάνους και οι σχέσεις του με τους ομολόγους του στην άλλη πλευρά ήταν πάντα κακές.
«Θα προτιμούσα πάντα έναν χορό αντί μιας μάχης, όμως ξέρω πώς να δίνω μάχη», θα δήλωνε ο Χάρι Ριντ το 2004.
Με τη σύζυγό του Λάντρα απέκτησαν πέντε παιδιά.