Του Γιάννη Μαντζίκου
Την ώρα που περίπου 4,5 εκατομμύρια Ισραηλινοί αναμένεται να προσέλθουν στις κάλπες για την εκλογή της νέας Κνεσέτ (βουλής), οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι οδεύουμε για μια από τις «σκληρότερες» μάχες των τελευταίων ετών. Ανεξαρτήτως του αποτελέσματος όμως, οι (εξωτερικές) προκλήσεις για το Ισραήλ παραμένουν οι ίδιες: Ανατολική Μεσόγειος, Συρία, Γάζα και φυσικά το Ιράν.
Αξίζει να σημειωθεί ότι παρά την συνήθη διαιρετική τομή που υπάρχει στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες όπως το Ισραήλ ανάμεσα σε «αριστερά-δεξιά», οι σημαντικότερες διαφορές εντοπίζονται από το 1948, όποτε και ιδρύθηκε ως κράτος, γύρω από τον τρόπο της αντιμετώπιση του θέματος που λέγεται «Μεσανατολικό» και στο οποίο περιλαμβάνεται το Παλαιστινιακό οι σχέσεις με τα Αραβικά Κράτη και το Ιράν.
Σε αυτές τις εκλογές, 40 πολιτικά κόμματα ανταγωνίζονται για μια θέση στο Κοινοβούλιο, αλλά περίπου 10 με 14 αναμένεται εξασφαλίσουν τις απαραίτητες ψήφους για επιτύχουν τον σκοπό τους. Σημειώνεται ότι το όριο εισόδου στη βουλή είναι το 3,25%. Δυο εξ'' αυτών των κομμάτων, το Λικούντ του σημερινού πρωθυπουργού Μπενγιαμίν Νετανιάχου και ο συνασπισμός Μπλε-Άσπρο του Μπένι Γκάντζ είναι βέβαιο ότι θα δώσουν σκληρή μάχη συγκεντρώνοντας σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, 25-30 βουλευτές, έκαστος, σε σύνολο 120.
Από τη μια ο πρωθυπουργός Νετανιάχου είναι βετεράνος της πολιτικής σκηνής, αφού για πρώτη φορά τέθηκε υπό την κρίση των συμπολιτών του, το μακρινό πια 1988. Έκτοτε, διετέλεσε πρωθυπουργός την περίοδο 1996-1999 και από το 2009 ως σήμερα. Αν μάλιστα κερδίσει τις εκλογές, θα γίνει ο μακροβιότερος πρωθυπουργός στην ιστορία της χώρας «σπάζοντας» το ρεκόρ «του πατέρα του Ισραήλ» Μπεν Γκουριόν. Στα θετικά του Νετανιάχου, πιστώνεται η οικονομική επίδοση της χώρας το γεγονός ότι αποτελεί την «γη της επαγγελίας των start-up» και οι επιδόσεις του στην εξωτερική πολιτική. Από το 2017 όποτε και εξελέγη ο στενός του σύμμαχος του Ντόναλντ Τραμπ στην ηγεσία των ΗΠΑ, έχει αναγνωριστεί η Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα της χώρας, πρόσφατα τα υψίπεδα του Γκολάν ως Ισραηλινή επικράτεια, κυρίως όμως ακυρώθηκε η Συμφωνία του 2015 για τα πυρηνικά του Ιράν. Στον αντίποδα οι αντίπαλοι του, του χρεώνουν την «κόπωση» της εξουσίας μετά από 10 σχεδόν συνεχή έτη στο τιμόνι της χώρας.
Από την άλλη, ο διεκδικητής και άγνωστος «Χ» των εκλογών, ειδικότερα για τους ξένους παρατηρητές, είναι ο Μπένι Γκάντζ, πρώην διοικητής των Ενόπλων Δυνάμεων του Ισραήλ, με δεδομένο ότι κατεβαίνει για πρώτη φορά στον στίβο της πολιτικής. Ο συνασπισμός του Γκάντζ περιλαμβάνει το κεντρώο κόμμα του Γιαΐρ Λαπίντ, Γες Ατίντ («Υπάρχει Μέλλον»), που κατείχε 11 από τις 120 έδρες στην απερχόμενη Κνέσετ, το κόμμα του άλλοτε επικεφαλής του επιτελείου και υπουργού Άμυνας, του Μοσέ Γιαλόν και αυτό ενός ακόμα στρατιωτικού του Γκάμπι Ασκενάζι.
Με φόντο τα παραπάνω, η νέα κλιμάκωση της έντασης στην Λωρίδα της Γάζας η οποία επανέφερε τους φόβους περί νέας γενικευμένης σύρραξης μεταξύ του Ισραήλ και της Χαμάς είναι εκ των πραγμάτων ένα από τα σημαντικότερα θέματα των εκλογών
Ως εκ τούτου, ο νέος πρωθυπουργός αναμένεται να έρθει αντιμέτωπος με τους οπαδούς της νέας συμμαχίας Bidna na/isch (Θέλουμε να ζήσουμε) που κατεβαίνουν όλο και πιο συχνά στους δρόμους για να διαδηλώσουν κατά της ισλαμιστικής οργάνωσης και των κακών συνθηκών διαβίωσης στη Γάζα.
Η περιφερειακή στρατηγική του Ιράν, ιδιαίτερα στο Ιράκ και τον Λίβανο όπου έχει συμμαχίες, αποτελεί επίσης πρόκληση για την επόμενη ισραηλινή κυβέρνηση. Ως γνωστόν η αυξανόμενη δύναμη της Χεζμπολάχ, συμμάχου του Ιράν στον Λίβανο αποτελεί ακανθώδες θέμα. Η συζήτηση επικεντρώνεται και στην απειλή που θέτει η παρουσία του Ιράν στη Συρία, ωστόσο ακόμα οι επικριτές του Νετανιάχου παραδέχονται ότι έχει χειριστεί καλά το θέμα, αφενός λόγω της καλής του σχέσης με τον πρόεδρο της Ρωσίας Βλαντιμίρ Πούτιν και αφετέρου λόγω των επιτυχημένων στρατιωτικών επιχειρήσεων κατά Ιρανικών θέσεων εντός της Συρίας.
Σε κάθε περίπτωση η νέα Ισραηλινή κυβέρνηση οποία και αν είναι θα βρεθεί αντιμέτωπη με περισσότερες εξωτερικές παρά εσωτερικές προκλήσεις.