Είναι πολύ δύσκολο να υποστηρίξει κάποιος ότι η τοξικότητα και οι απειλές που εκτοξεύονται από την Άγκυρα έχουν να κάνουν με εσωτερικές πολιτικές σκοπιμότητες του καθεστώτος. Το εθνικιστικό παραλήρημα της Τουρκίας προσπαθεί να κρατήσει συσπειρωμένο ένα ακροατήριο, που σήμερα φαίνεται να μην στοιχίζεται πίσω από τον πρόεδρο Ερντογάν. Πέρα από αυτό όμως, έχει διαμορφωθεί ένα αφήγημα που περιγράφει την τουρκική πολιτική στην Ελλάδα και την Κυπριακή Δημοκρατία. Κεντρικό πρόσωπο σε αυτό, ο Κυριάκος Μητσοτάκης και οι συχνές επιθέσεις που δέχεται από το τουρκικό καθεστώς, την αντιπολίτευση και τουρκικά μέσα ενημέρωσης, όπως το προ ημερών δημοσίευμα της Sabah.
Όσο απίθανοι κι αν ακούγονται οι ισχυρισμοί της Άγκυρας, αυτό που έχει σημασία δεν είναι το μέγεθος του ψεύδους η της προπαγάνδας, αλλά η εμφανής επιδίωξη να στηθεί ένα σκηνικό έντασης που θα δικαιολογήσει μία κρίση. Η ενοχοποίηση της Ελλάδας είναι καθαρά προσχηματική και δεν αντέχει σε κανένα τεστ αλήθειας. Το επόμενο διάστημα, μικρό ή μεγάλο, θα περάσει στους ίδιους ρυθμούς επιθέσεις απειλών και χοντροκομμένης προπαγάνδας, που θα συνεχίζει να ερεθίζει τα εθνικιστικά αντανακλαστικά μίας μερίδας της τουρκικής γνώμης.
Υπάρχει βέβαια και το μήνυμα που στέλνεται στη διεθνή κοινότητα ότι η Τουρκία δεν πρόκειται να ανεχθεί την Ελλάδα ως εμπόδιο στην πραγματοποίηση των φιλοδοξιών να καταστεί κεντρικό κράτος στην ευρύτερη περιοχή. Ένα κράτος δηλαδή του οποίου οι προτιμήσεις θα διαμορφώνουν κατά μείζονα λόγο τις εξελίξεις. Και το μήνυμα αυτό στέλνεται στην Ουάσιγκτον και στις Βρυξέλλες.
Είναι προφανές ότι η στρατηγική αναβάθμιση της Ελλάδας ενοχλεί πολύ. Και μπορεί ο Αχμέτ Οζάλ, ο οποίος ζήτησε να εισβάλλει η Τουρκία στην Ελλάδα, αλλά μετά την απομάκρυνση Μητσοτάκη, να είναι επικεφαλής ενός μικρού εξωκοινοβουλευτικού κόμματος (Ενιαίο Κόμμα), ωστόσο η Sabah, που χαρακτηρίζει τον Έλληνα πρωθυπουργό «επίδοξο Ζελένσκι» και τον κατηγορεί για φαρισαϊσμό, είναι μια ευρείας κυκλοφορίας εφημερίδα.
H ενόχληση της Τουρκίας για τη στρατηγική αναβάθμιση της Ελλάδας, τον εξοπλισμό της, τις στενές σχέσεις που αναπτύσσει με τις ΗΠΑ, τη συμμαχία με τη Γαλλία και την Αίγυπτο, είναι πέρα από προφανής. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η συνεχής προσπάθεια υπονόμευσης του Έλληνα πρωθυπουργού.
Το πιο σημαντικό είναι ότι υπό την οπτική της Άγκυρας, η Τουρκία πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ο βασικός παίκτης στην περιοχή από όλους. Σε αυτή την τουρκική λογική, η Ελλάδα δεν είναι ισότιμος συνομιλητής της, ενώ η Τουρκία είναι ο πιο επιδραστικός παράγοντας στην αρχιτεκτονική ασφάλειας της περιοχής. Δεν δεσμεύεται ούτε από τις υποχρεώσεις της στο ΝΑΤΟ, ούτε από το πλέγμα σχέσεων που έχει διαμορφώσει με την Ευρωπαϊκή Ένωση, ούτε από τη σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η αντίληψη της ηγεσίας Ερντογάν για τη θέση της Τουρκίας στο περιφερειακό και παγκόσμιο καταμερισμό ισχύος στηρίζεται και στη λογική των συμμαχιών με αυταρχικούς ανελεύθερους ηγέτες. Με βάση το σκεπτικό ότι ο κόσμος πια οριοθετείται από την αντιπαράθεση μεταξύ φιλελεύθερης δημοκρατίας και της «ανελεύθερης δημοκρατίας» (illiberal democracy), εντοπίζεται και η βασική ερμηνεία για τη στρατηγική σχέση που έχει η Άγκυρα με τη Μόσχα και ο Ερντογάν με τον Πούτιν.
Δεν πρέπει να υπάρχει αμφιβολία ότι το καθεστώς Ερντογάν έχει αποφασίσει ότι το μέλλον της Τουρκίας αλλά και το δικό του προσωπικό βρίσκεται στη συμπόρευση με τη Μόσχα. Είναι μία διάσταση η οποία, πέρα από τη γεωπολιτική σύγκλιση, έχει και καθαρά πολιτισμικά χαρακτηριστικά.
Το μεγάλο ερώτημα είναι κατά πόσο όλα αυτά αποτελούν ένα δρόμο χωρίς επιστροφή για την Τουρκία ή αν οι επόμενες εκλογές θα είναι ίσως η τελευταία ευκαιρία για να παραμείνει κοντά στη Δύση και να συνεχίσει να προσπαθεί να γίνει μια γνήσια δημοκρατία. Όσον αφορά στη Δύση, τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη, η κρυφή ελπίδα όλων είναι ότι οι εκλογές που έρχονται θα τις απαλλάξουν από το δίλημμα, το οποίο αντιμετωπίζουν τα τελευταία χρόνια. Αυτό συνίσταται στο κατά πόσο είναι καλύτερα να έχουν μια αναξιόπιστη Τουρκία αλλά εντός του ΝΑΤΟ ή μία Τουρκία εκτός δυτικού στρατοπέδου και εξαρτημένη από τη Ρωσία και ενδεχομένως την Κίνα.
* Ο Κώστας Υφαντής είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, διευθυντής του ΙΔΙΣ