Έχει επισημανθεί συχνά στην σχετική μας αρθρογραφία ότι στον πόλεμο της Ουκρανίας, ο οποίος για να μην ξεχνιόμαστε προκλήθηκε από την στρατιωτική εισβολή της Ρωσίας, επικρατεί πλέον ένα «τέλμα» (διεθνώς αναφέρεται συνήθως ως stalemate) και σε αυτήν την εκτίμηση συγκλίνει ένας μεγάλος αριθμός αναλυτών και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.
Τα δύο βασικά χαρακτηριστικά αυτής της υφισταμένης καταστάσεως αφ’ ενός μεν είναι από πλευρά Ρώσων η συνέχιση του πολέμου κατατριβής (attrition war) με περιοδικές πυραυλικές και άλλες προσβολές εναντίον κρισίμων υποδομών της Ουκρανίας οι οποίες όμως προκαλούν και ανθρώπινες απώλειες. Ο κύριος στόχος του πολέμου κατατριβής είναι να προκληθεί όσο μεγαλύτερη καταστροφή στην Ουκρανία και να καμφθεί η θέληση τόσο της πολιτικής ηγεσίας στο Κίεβο όσο και του ουκρανικού λαού για περαιτέρω αντίσταση ενώ δευτερευόντως να δυσχεράνει την ενίσχυση των μαχόμενων ουκρανικών μονάδων. Το δεύτερο χαρακτηριστικό είναι η απουσία μειζόνων στρατιωτικών επιχειρήσεων και από τις δύο εμπόλεμες πλευρές και στο λεγόμενο μέτωπο του Ντονμπάς και στο νότιο, Χερσώνας – Ζαπορίζια με προσπάθειες σταθεροποίησης και με μικρής κλίμακας ενέργειες δημιουργίας όσο το δυνατόν ευνοϊκότερων συνθηκών για τις μελλοντικές επιχειρήσεις όταν το επιτρέψει ο καιρός και το έδαφος.
Η εξίσωση «να μην χάσει η Ουκρανία και να μην κερδίσει η Ρωσία είναι προς το παρόν δυσεπίλυτη» ενώ δεν διαφαίνεται δυνατότητα επίτευξης αποφασιστικής νίκης από καμία πλευρά και επιβολή της θέλησης της στην άλλη. Αποφασιστική νίκη για την Μόσχα θα ήταν η καταστροφή των ουκρανικών δυνάμεων και ο εξαναγκασμός του Κιέβου σε συνθηκολόγηση ενώ πολύ απλά για το Κίεβο πολύ απλά η ανακατάληψη τουλάχιστον των εδαφών που κατέλαβαν οι Ρώσοι μετά την 24η Φεβρουαρίου αν όχι και η απώθηση τους στα νόμιμα και αναγνωρισμένα σύνορα.
Το τελευταίο διήμερο υπάρχει στα δυτικά ΜΜΕ ένα διάχυτο κλίμα ευφορίας που προκαλείται και από δηλώσεις κάποιων ηγετών λόγω του ότι τελικά ΗΠΑ, ΗΒ, Γερμανία και κάποιες άλλες χώρες θα παραχωρήσουν έναν αριθμό Αρμάτων Μάχης ABRAMS M1A1, CHALLENGER 2 και LEOPARD 2 Α6 και Α4 (με διαφορετικά επίπεδα εκσυγχρονισμού) αντίστοιχα. Αυτή η ευφορία φθάνει μάλιστα στο σημείο να ισχυρίζονται κάποιοι ότι μέσα στον χρόνο οι Ουκρανοί με αυτά τα 90 αυτά δυτικά άρματα τριών διαφορετικών τύπων θα μπορούσαν να ανακαταλάβουν όχι μόνον τα καταληφθέντα εδάφη μετά την ρωσική εισβολή αλλά να απελευθερώσουν ακόμα και την …Κριμαία!
Παρά το γεγονός ότι αναντίρρητα οι Ουκρανικές Δυνάμεις θα ενισχυθούν σημαντικά με τα δυτικά άρματα όταν αυτά ενταχθούν πλήρως επιχειρησιακά σε αυτές (θα εξηγήσουμε παρακάτω πότε επιτυγχάνεται αυτό τι γενικά σημαίνει) δεν έχω κανένα ενδοιασμό να επισημάνω ότι διθυραμβικά που λέγονται σχετικά με το ότι η Ουκρανία με αυτά τα άρματα θα κερδίσει τον πόλεμο είναι συνιστούν ευσεβείς πόθους. Το ίδιο λέω ακόμα και για τον ΓΓ/ΝΑΤΟ κ. Γενς Στόλτενμπεργκ ο οποίος δήλωσε ότι «τα άρματα θα βοηθήσουν την Ουκρανία να κερδίσει και να επικρατήσει της Ρωσίας». Βέβαια τα μεγάλα λόγια δεν λείπουν τόσο στο ΝΑΤΟ όσο και στην ΕΕ.
Το τι χρειάζεται η Ουκρανία από απόψεως στρατιωτικών δυνατοτήτων το αναλύσαμε τελευταία φόρα σε άρθρο - ανάλυση μας εδώ στο Liberal την 9 Ιανουαρίου. Το βασικό σημείο αυτής της ανάλυσης ήταν η δήλωση του Αρχηγού των Ουκρανικών Ενόπλων Δυνάμεων Στρατηγού Βαλέρι Ζαλούζνι. Ο Ουκρανός Αρχιστράτηγος διευκρίνισε ότι για να ανακαταλάβει τα ουκρανικά εδάφη στην Ανατολική Ουκρανία, (σημ. όπου το έδαφος είναι αναπεπταμένο, αμυντικά οργανωμένο και με ισχυρές πλέον ρωσικές δυνάμεις) χρειάζεται 15 περίπου Τεθωρακισμένες - Μηχανοκίνητες Ταξιαρχίες καθόσον το μέτωπο έχει τεράστιο εύρος. Ως εκ τούτου ζήτησε περί τα 500 Άρματα Μάχης. Και φυσικά αυτές οι Ταξιαρχίες θα πρέπει να είναι πλήρως στελεχωμένες.
Έμμεση απάντηση στους διθυράμβους αρκετών στην Δύση έδωσε ο Πρόεδρος της Ουκρανίας. Ο Ζελένσκι παρά τις θερμές ευχαριστίες του προς τις ΗΠΑ, την Γερμανία, το ΗΒ και τις άλλες χώρες παρέμεινε συγκρατημένος και αναφέρθηκε σαφώς στον πολύ μικρό αριθμό σε σχέση με τις πραγματικές επιχειρησιακές ανάγκες ενώ τόνισε εμφατικά ότι υπάρχει ζήτημα και με τον χρόνο παράδοσης που εκτιμάται ότι θα πάρει πολλούς μήνες, ιδιαίτερα για τα αμερικανικά M1A1 ABRAMS. Θα σημειώναμε «πολύ λίγα, πολύ αργά» (too little, too late)!
Σε κάθε περίπτωση όμως αν και δεν είναι δυνατόν να συγκροτηθεί η στρατηγική εφεδρεία η οποία είναι προϋπόθεση για μία ουκρανική επιθετική επιστροφή (στρατηγική αντεπίθεση για απώθηση των Ρώσων τουλάχιστον στις θέσεις που κατείχαν το βράδυ της 23 Φεβρουαρίου), με μόλις 90-100 άρματα μπορεί να δημιουργηθούν μέχρι τρείς επιλαρχίες αρμάτων που θα μπορούσαν να εκτελέσουν αντεπιθέσεις κατά των Ρώσων σε περίπτωση που αρχίσουν επιθετικές επιχειρήσεις την Άνοιξη και καταλάβουν νέα ουκρανικά εδάφη. Και σε αυτήν την περίπτωση ίσως να βλέπαμε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον κάποιες αρματομαχίες μεταξύ των δυτικών M1A1 ABRAMS και LEOPRAD 2A4-A6 με τα ρωσικά Τ-90 και ίσως με τα T-14 Armata τα πιο σύγχρονα ρωσικά άρματα που έχουν αρχίσει εδώ και δύο χρόνια αργά αλλά σταθερά να εντάσσονται σε κάποιες μονάδες τεθωρακισμένων του Ρωσικού Στρατού. Κρίνεται σκόπιμο να πούμε ότι αυτά τα άρματα οι Ρώσοι μέχρι τώρα δεν τα έχουν «ρίξει στην μάχη» και σε αυτό τουλάχιστον το θέμα δικαιώνονται ανάμεσα σε πολυάριθμα άλλα τραγικά λάθη που διέπραξαν.
Εδώ και μέρες γίνονται συγκρίσεις από περιοδικά και εφημερίδες των τεχνικών χαρακτηριστικών και των επιχειρησιακών δυνατοτήτων των δυτικών αρμάτων με τα ρωσικά που προαναφέραμε για να αποφανθούν ποιο «τανκς» είναι το καλύτερο. Δεν θα μπω στον πειρασμό να κάνω άλλη μία τέτοια σύγκριση αυτή διότι δεν το θεωρώ σκόπιμο και ίσως γίνει αργότερα σε κάποιο άλλο άρθρο. Όμως ως πρώην Αξιωματικός των Τεθωρακισμένων θα τονίσω εμφατικά ότι «το καλύτερο άρμα είναι αυτό που έχει το καλύτερο πλήρωμα». Και αυτό συντελείται όπως έγραψε ένας πολύ καλός αρματιστής συνάδελφος μου «μέσα από εκπαίδευση, πλήρη γνώση του άρματος, αντίληψη, ευστροφία, αποφασιστικότητα, ταχύτητα ενεργειών και εμπιστοσύνη στην διοίκηση, αν όμως ακόμα και στο πιο σύγχρονο άρμα βάλουμε ανεκπαίδευτους και άσχετους δεν έχουν όχι μόνον ελπίδα νίκης αλλά ούτε πιθανότητες επιβίωσης».
Τα προαναφερθέντα στην προηγούμενη παράγραφο αναφέρθηκαν για να κατανοηθούν τα παρακάτω. Στα άρματα αυτά θα πρέπει να εκπαιδευτούν τουλάχιστον 480- 500 άτομα έτσι ώστε να υπάρχει και δυνατότητα αναπληρώσεως σε περίπτωση απωλειών. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι θα πρέπει να γίνει εξ αρχής μία ολιστική εκπαίδευση στρατιωτών, αξιωματικών και διοικητών. Τα άρματα μάχης δεν είναι Α/Τ όπλα όπου με μία ολιγοήμερη εκπαίδευση άντε και μία βολή μπορεί να σταλθεί ο χειριστής στην μάχη. Μετά την ατομική εκπαίδευση, απαιτείται συλλογική εκπαίδευση πληρώματος, τακτική εκπαίδευση σε επίπεδο Ουλαμού, Ίλης, Επιλαρχίας και τέλος σε επίπεδο Ταξιαρχίας. Απαιτείται με τις πιο καλές συνθήκες τουλάχιστον 9 μήνες. Πώς όμως θα συγκεντρωθούν νέες δυνάμεις για μία εξ αρχής εκπαίδευση όταν ολόκληρος ο ουκρανικός στρατός βρίσκεται τώρα εμπεπλεγμένος σε μάχες και δεν υπάρχουν εφεδρείες;
Η μία προϋπόθεση για να ενταχθεί επιχειρησιακά, όπως αναφέρθηκε στην αρχή αυτού του άρθρου-ανάλυσης ένα οπλικό σύστημα σε έναν Στρατό απαιτείται πλην αυτών που περιγράψαμε στην προηγούμενη παράγραφο σχετικά με την εκπαίδευση και η ανάπτυξη τεχνικής υποστήριξης (ανταλλακτικά, ειδικά εργαλεία και εξοπλισμό διάγνωσης βλαβών και επισκευών), τόσο σε επίπεδο μονάδων και σχηματισμών όσο και σε επίπεδο βάσεως καθώς επίσης και η απόκτηση αναλόγων μέσων περισυλλογής. Με δεδομένη την ανομοιογένεια αλλά και την μέχρι τώρα πανσπερμία υλικών είναι ένα δύσκολο στοίχημα που αν δεν …κερδηθεί θα έχουμε άρματα που δεν θα μπορούν να επιχειρήσουν μετά από μία βλάβη και ίσως εγκαταλειφθούν.
Επιπροσθέτως θα πρέπει να αποκτηθούν , οι αναγκαίες ποσότητες πυρομαχικών 120 χιλιοστών (τα πυρομαχικά του βρετανικού CHALLENGER 2 είναι τελείως διαφορετικά) και οπωσδήποτε απαραίτητα μέσα για ανεφοδιασμό σε καύσιμα, ιδιαίτερα για τα αμερικάνικα ΑBRAMS των οποίων οι καταναλώσεις είναι τεράστιες. Όταν όλα αυτά γίνουν τότε αυτά τα έστω πολύ λίγα δυτικά άρματα για τις επιχειρησιακές ανάγκες του Ουκρανικού Στρατού θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν στις επιχειρήσεις επωφελώς. Απαιτείται συντονισμένη προσπάθεια αλλαγή φιλοσοφίας επιμελητείας και πολύς χρόνος.
Γίνεται κατανοητό ότι την κρίσιμη περίοδο μετά τον Μάρτιο ο Ουκρανικός Στρατός δεν θα έχει ενισχυθεί με αυτά τα 100 άρματα μάχης που κάποιοι τα θεώρησαν… πανάκεια για το μέλλον του πολέμου. Και αναφερόμαστε σε αυτήν περίοδο γιατί υπάρχουν εκτιμήσεις και στην Ουάσιγκτον και στο Λονδίνο αλλά και στο Κίεβο ότι η Ρωσία θα προβεί σε μείζονες επιθετικές επιχειρήσεις με σκοπό την απόκτηση πρόσθετων εδαφικών κερδών (κατέχει σήμερα το 20% περίπου της επικράτειας της Ουκρανίας) και την καταστροφή του ουκρανικών δυνάμεων. Οι Αμερικανοί μιλούν για το Φθινόπωρο μιας και σκέφτονται να αγοράσουν έτοιμα από Σαουδική Αραβία ή Αίγυπτο διότι ουδόλως θέλουν να δώσουν τα δικά τους με θωράκιση απεμπλουτισμένου ουρανίου (DU).
Πολύ σωστά λοιπόν ο Ζελένσκι έθεσε το ζήτημα του χρόνου παράδοσης κάτι που είναι εξαιρετικά κρίσιμο για την επανέναρξη των επιχειρήσεων με τον φόβο ότι οι Ρώσοι μετά την επιστράτευση, την αναδιοργάνωση και φυσικά αν έχουν «μάθει από τα σοβαρά λάθη τους» θα είναι πλέον σε πλεονεκτική θέση. Για να ήταν επιχειρησιακά εντεταγμένα άρα και χρησιμοποιήσιμα αυτά τα άρματα την Άνοιξη θα έπρεπε οι αποφάσεις να είχαν παρθεί το αργότερο μέχρι το τέλος Αυγούστου.
Συμπερασματικά και για να απαντήσουμε με τίμια γλώσσα και χωρίς εξωραϊσμούς της σκληρής πραγματικότητας στο ερώτημα του τίτλου, τα 100 περίπου δυτικά άρματα όπως τα αμερικάνικα M1A1 ABRAMS, τα γερμανικά LEOPARD 2 A6-A4 και τα βρετανικά CHALLENGER 2 που θα δοθούν και πολύ λίγα σε σχέση με τις επιχειρησιακές ανάγκες των Ουκρανών είναι και θα απαιτηθεί μεγάλος χρόνος για να ενταχθούν επιχειρησιακά.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα ενισχυθεί σε κάποιο βαθμό ο Ουκρανικός Στρατός όταν αυτά θα είναι επιχειρησιακά χρησιμοποιήσιμα με τους όρους που αναλύσαμε κάτι όμως που θα χρειαστεί πολλούς μήνες. Αλλά εφόσον επαληθευτούν οι εκτιμήσεις των Αμερικανών και Βρετανών για ευρείες επιθετικές επιχειρήσεις των Ρώσων την Άνοιξη ίσως το «τέλμα» να σπάσει από αυτούς και η ροή του πολέμου να αλλάξει υπέρ της Μόσχας.
Ο Αντιστράτηγος ε.α. Κωνσταντίνος Λουκόπουλος είναι Γεωστρατηγικός Αναλυτής και Εκτελεστικός Διευθυντής στο «Παρατηρητήριο Ευρωμεσογειακής Ασφάλειας και Συνεργασίας»