Έπειτα από δύο μήνες αργού «βηματισμού» στο πλαίσιο μίας πολυθρύλητης εαρινής αντεπίθεσης που έγινε τελικά θερινή, η Ουκρανία διαφαίνεται ότι εισέρχεται αν όχι στο κύριο στάδιο της στρατιωτικής επιχείρησης προς ανάκτηση ρωσοκρατούμενων εδαφών, αλλά σίγουρα σε μία πιο δυναμική φάση κατά την οποία ρίχνει στη μάχη περισσότερες δυνάμεις και δυτικά όπλα προσπαθώντας να διασπάσει τις ισχυρές ρωσικές γραμμές άμυνας στα νοτιοανατολικά.
Η Ουκρανία διατηρεί σαφώς εφεδρείες, όμως φαίνεται ότι έχει αρχίσει πλέον να κινητοποιεί τον κύριο όγκο των δυνάμεών της που έχουν εκπαιδευτεί και οπλιστεί από τη Δύση, βάσει δηλώσεων αξιωματούχων του αμερικανικού Πενταγώνου -αν και παραμένει ασαφές εάν την παρούσα στιγμή εκδηλώνεται μία πλήρους κλίμακας επίθεση ή πρόκειται για «προπαρασκευαστικές επιχειρήσεις».
Η πρόκληση για τις ουκρανικές δυνάμεις από τη «διστακτική» έναρξη της αντεπίθεσης στις αρχές Ιουνίου ήταν και παραμένει να ανοίξουν «ρήγμα» στις ρωσικές γραμμές άμυνας και έπειτα να «ρίξουν» μεγαλύτερη δύναμη στο πεδίο. Έχοντας μήνες στη διάθεσή της για να οχυρώσει τις θέσεις της και να ναρκοθετήσει εδάφη για να καθυστερήσει τις κινήσεις των Ουκρανών, η Ρωσία εξαπολύει το τελευταίο 24ωρο μπαράζ βομβαρδισμών από ξηράς και αέρος όχι μόνο στο νότο αλλά σε ολόκληρη τη χώρα.
Αξιωματούχοι του Κιέβου κάνουν λόγο για «μικρά κέρδη» στον άξονα Ορίχιβ-Μελιτόπολης στο νότιο μέτωπο, ενώ η ρωσική πλευρά μιλά για επιτυχή απόκρουση επιθέσεων στην περιφέρεια της Ζαπορίζια, όπου και φέρονται να έχουν αναπτυχθεί χιλιάδες Ουκρανοί στρατιώτες. H στρατιωτική διοίκηση στο Κίεβο αναφέρει πως ο στρατός προωθείται σε δύο κατευθύνσεις προς την Αζοφική Θάλασσα -τη Μελιτόπολη και το Μπερντιάνσκ. Η κατεχόμενη Μελιτόπολη αποτελεί βασικό στόχο της ουκρανικής αντεπίθεσης, καθώς εάν ο στρατός καταφέρει να την προσεγγίσει θα μπορούσε να «γκρεμίσει» τη χερσαία γέφυρα που συνδέει τις ρωσικές δυνάμεις στην ανατολική και νότια Ουκρανία.
Ο Βλαντιμίρ Πούτιν, αναγνώρισε στο περιθώριο της συνόδου Ρωσίας-Αφρικής που φιλοξένησε την Πέμπτη στην Αγία Πετρούπολη (μετρώντας αρκετές ηχηρές απουσίες μετά το μπλόκο στις ζωτικές για την ήπειρο εξαγωγές σιτηρών) ότι «οι εχθροπραξίες έχουν ενταθεί σε μεγάλο βαθμό». Επρόκειτο για τις πρώτες δηλώσεις Πούτιν μετά το «σήμα» που έδωσαν Αμερικανοί αξιωματούχοι πως η ουκρανική αντεπίθεση ουσιαστικά τώρα αρχίζει. Ως προς αυτή καθαυτή τη σύνοδο με τα αφρικανικά κράτη, ο Πούτιν επανέλαβε πως στη συμφωνία της Μαύρης Θάλασσας δεν προτίθεται να επιστρέψει, ενώ έδωσε υποσχέσεις περί δωρεάν διάθεσης σιτηρών σε ορισμένες χώρες επιχειρώντας να εξωραΐσει την εικόνα της Μόσχας.
Στο ουκρανικό μέτωπο, ακόμη και με τη δέσμευση πρόσθετων δυνάμεων, η πρόοδος κατά τους στρατιωτικούς εμπειρογνώμονες δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε άμεση, ούτε εγγυημένη, δεδομένου ότι η Μόσχα έχει χτίσει πολλαπλά στρώματα άμυνας, τα οποία ο ίδιος ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας των ΗΠΑ, στρατηγός Μαρκ Μίλι, έχει συγκρίνει με τα χαρακώματα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Η Ουκρανία δεν διαθέτει αεροπορική υπεροχή, ενώ παρά το γεγονός ότι τα δυτικά τεθωρακισμένα έχουν παράσχει στα ουκρανικά στρατεύματα καλύτερη προστασία, δεν έχουν καταφέρει να διαπεράσουν τις ρωσικές νάρκες, ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια για την προέλαση.
Νωρίς για εκτιμήσεις
Από τις αρχές Ιουνίου οι ουκρανικές δυνάμεις έχουν ανακτήσει περίπου 200-230 τετραγωνικά χιλιόμετρα κατεχόμενων εδαφών, έκταση που αντιστοιχεί σε λιγότερο από το ένα τέταρτο της πόλης του Κιέβου. Ο Ουκρανός υπουργός Άμυνας, Ολέκσι Ρέζνικοφ, έχει αναγνωρίσει ότι η αντεπίθεση καθυστέρησε, επιμένει ωστόσο ότι «δεν ανησυχεί». Κατά γενική ομολογία των αμυντικών αναλυτών η αντεπίθεση έχει αποδειχθεί μέχρι στιγμής τουλάχιστον κατώτερη των προσδοκιών, αλλά θεωρούν ότι είναι πολύ πρώιμη η εξαγωγή γενικευμένων συμπερασμάτων ως προς τις πιθανότητες επιτυχίες της.
Το Κίεβο επιδίδεται σε ασκήσεις ισορροπίας μεταξύ των πολιτικών πιέσεων να καταδείξει ότι μπορεί να ανακαταλάβει μεγάλες εκτάσεις κατεχόμενων εδαφών και των στρατιωτικών εκτιμήσεων περί ανάγκης διατήρησης δυνάμεων. Εάν δεν υπάρξουν εκπλήξεις, γρήγορα εδαφικά κέρδη θεωρούνται απίθανα, ενώ και η Ρωσία από πλευράς της αναμένεται να εντείνει περαιτέρω τη δική της επίθεσης στα νοτιοανατολικά της χώρας.
Η ουκρανική αντεπίθεση θα συνεχιστεί πιθανότητα έως και φθινόπωρο και αυτή τη στιγμή οι εκτιμήσεις είναι πρόωρες, επισημαίνει ο Άντριους Τούρσα, συμβούλος της εταιρείας εκτίμησης πολιτικού κινδύνου Teneo με ειδίκευση στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Μιλώντας για τους «δείκτες» που θα έλθουν να καθορίσουν τη μελλοντική επιτυχία ή αποτυχία της αντεπίθεσης, ο κ. Τούρσα αναφέρει ότι από πολιτική σκοπιά, η Ουκρανία θα πρέπει να δείξει ξεκάθαρα την αποτελεσματικότητα και ανωτερότητα των επιθετικών δυτικών όπλων στο πεδίο της μάχης, γεγονός που θα της έδινε ένα ισχυρό πρόσθετο επιχείρημα για να ζητήσει τη συνέχιση της υποστήριξης.
Δυτικοί ηγέτες έχουν δηλώσει ρητά ότι ο στόχος της αντεπίθεσης είναι να τεθεί η Ουκρανία σε ισχυρότερη διαπραγματευτική θέση για μία ενδεχόμενη κατάπαυση του πυρός ή ακόμη και ειρηνευτικές συνομιλίες. Αν και καμία πλευρά δεν δείχνει προθυμία να ξαναρχίσουν οι συνομιλίες σε αυτό το σημείο, οι προσπάθειες να καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων θα μπορούσαν να ενταθούν μετά την αντεπίθεση, και μία ξεκάθαρη επίδειξη στρατιωτικών κερδών θα καθιστούσε ευνοϊκότερη τη θέση του Κιέβου
Όμως, η λήξη της αντεπίθεσης δεν σηματοδοτεί και τη λήξη του πολέμου. Συνεπώς από στρατιωτικής άποψης, η Ουκρανία πρέπει να σκεφτεί την αποτελεσματική χρήση και διατήρηση ανθρώπινων πόρων μακροπρόθεσμα, ειδικά καθώς ο Βλαντιμίρ Πούτιν κινείται προ ενίσχυση του αριθμού των στρατεύσιμων, μέσω αύξησης του ορίου ηλικίας και όχι επιστράτευσης.
Ο συνεχιζόμενος πόλεμος φθοράς προκαλεί σοβαρές απώλειες και στις δύο πλευρές, αλλά η έλλειψη αξιόπιστων πληροφοριών από τις πρώτες γραμμές περιπλέκει την εκτίμηση για το ποια πλευρά «κερδίζει» με σχετικούς όρους, σύμφωνα με τον Άντριους Τούρσα. Μέχρι στιγμής, το Κίεβο προσπαθεί να εξισορροπήσει τόσο πολιτικούς όσο και στρατιωτικούς στόχους, αλλά η πίεση θα αυξηθεί τους επόμενους μήνες για να επιδείξει αποτελέσματα.
Η ιεράρχηση των πολιτικών στόχων, εάν το Κίεβο επιλέξει αυτό το δρόμο, πιθανότατα θα σήμαινε μεγαλύτερες στρατιωτικές απώλειες, αποδυναμώνοντας έτσι τις δυνατότητες της Ουκρανίας μακροπρόθεσμα. Μπορεί επίσης να εντείνει τις διαφωνίες μεταξύ του προέδρου, Βολοντίμιρ Ζελένσκι, και του αρχηγού των Ενόπλων Δυνάμεων, Βαλέρι Ζαλούζνι, ο οποίος έχει φθάσει να «αγγίζει» τη δημοτικότητα του Ζελένσκι. Η αδυναμία απελευθέρωσης μεγάλης έκτασης εδαφών και επίδειξης σαφούς πλεονεκτήματος έναντι των ρωσικών δυνάμεων -έπειτα από μήνες προσεκτικού σχεδιασμού και δεκάδων δισεκατομμυρίων σε δυτική υποστήριξη- θα μπορούσε να οδηγήσει σε «φωνές» για (δυσμενείς) για το Κίεβο συνομιλίες και συμβιβασμό με τη Μόσχα.