«Ορθώνοντας» το πολιτικό Ισλάμ έναντι του κεμαλισμού, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έχει επικρατήσει έως σήμερα σε κάθε εκλογική αναμέτρηση της πολιτικής του σταδιοδρομίας του, αναμορφώνοντας ριζικά την Τουρκία και φθάνοντας σε 20 χρόνια κυριαρχίας να επιβάλλει «ενός ανδρός αρχή». Έχοντας ήδη αφήσει το στίγμα του όσο ουδείς άλλος μετά τον θεμελιωτή της σύγχρονης Τουρκίας Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, ο Ερντογάν δίνει στην κάλπη της 14ης Μαΐου τη μεγαλύτερη μάχη έως σήμερα για τη διατήρηση της πολιτικής ηγεμονίας του.
Ξεκίνησε ως μεταρρυθμιστής, με μεγαλύτερο μάλλον επίτευγμά του να «ξηλώσει», ή τουλάχιστον να θέσει υπό αμφισβητήση, το μιλιταριαστικό κοσμικό κατεστημένο της κεμαλικής κληρονομιάς. Επιβλήθηκε μεθοδικά, αλώνοντας του πυλώνες του κεμαλικού κράτους: αρχικά την ανώτατη Παιδεία με την κατάργηση της απαγόρευσης της ισλαμικής μαντήλας, στη συνέχεια το δικαστικό σύστημα για να φτάσει στον τελικό στόχο να αποδυναμώσει την επιρροή του στρατού.
Στα πρώτα χρόνια «άνοιξε» την οικονομία σε ξένα κεφάλαια, προωθώντας δικαιώματα και ελευθερίες, και στηρίζοντας την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Όμως, το «κλείσιμο» μίας 20ετίας στην εξουσία βρίσκει τον 69χρονο Ερντογάν να συμβολίζει τη δημοκρατική οπισθοδρόμηση.
Σημείο καμπής για τη στροφή προς τον αυταρχισμό αποτέλεσαν η «εξέγερση του Πάρκου Γκεζί» το 2013 και η απόπειρα πραξικοπήματος του 2016 -καταστολή, εκκαθαρίσεις σε δημόσια διοίκηση, δικαστικό σώμα και στράτευμα, περιστολή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και σταθερή απομάκρυνση της Τουρκίας από τη Δύση και τις αρχές του Κράτους Δικαίου.
Μακρινή ανάμνηση αποτελούν επίσης τα πρώτα «χρυσά χρόνια» επί Ερντογάν στο πεδίο της οικονομίας, με τα έργα εκσυγχρονισμού και ανάπτυξης και τη διεύρυνση της συντηρητικής θρησκευόμενης μεσαίας τάξης. Πληθωρισμός στο «κόκκινο» και κρίση ακρίβειας απειλούν σήμερα την οικονομική ανάκαμψη και τον απερχόμενο Τούρκο πρόεδρο με ήττα στην κάλπη, η οποία και θα στηθεί υπό άκρως αρνητική για τον ίδιο συγκυρία, μόλις τρεις μήνες μετά την τραγωδία των σεισμών της 6ης Φεβρουαρίου. Στην ήδη δεινή κατάσταση της οικονομίας προστίθεται και το κόστος της ανοικοδόμησης από τον πλέον καταστροφικό σεισμό από το 1939 στην Τουρκία, που υπολογίζεται ότι μπορεί να αγγίξει έως και τα 85 δις. δολάρια.
Η κακή κατάσταση της οικονομίας ήταν από τους βασικούς παράγοντες που οδήγησε το Νοέμβριο του 2002 το ίδιο το ισλαμικών καταβολών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να κατακτήσει για πρώτη φορά την πλειοψηφία στην τουρκική Εθνοσυνέλευση, επισφραγίζοντας τη διαρκή άνοδο του πολιτικού Ισλάμ την ταραχώδη δεκαετία του 1990. Το AKP έχει καταφέρει έκτοτε να επικρατήσει ως πρώτο κόμμα σε έξι βουλευτικές εκλογές από το 2002 έως το 2018, ενώ ο Ερντογάν έχει διατελέσει τρεις φορές πρωθυπουργός από το 2003 και σήμερα διεκδικεί τρίτη συναπτή προεδρική θητεία.
Αφετηρία στην πορεία πολιτικής ανόδου του Ερντογάν ήταν η εκλογή του στη δημαρχία της Κωνσταντινούπολης το 1994, ως υποψήφιος του ισλαμιστικού Κόμματος Ευημερίας του Νετζμετίν Ερμπακάν. Επί θητείας του το κόμμα κρίθηκε παράνομο από το Συνταγματικό Δικαστήριο της Τουρκίας, ενώ ο ίδιος ωθήθηκε σε παραίτηση (το 1997) και καταδικάστηκε σε τετράμηνη φυλάκιση και στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων λόγω δημόσιας ανάγνωσης ποιήματος του Τούρκου εθνικιστή ποιητή Ζιγιά Γκιοκάλπ, το οποίο θεωρήθηκε ότι υπέκρυπτε απειλητικά μηνύματα κατά του κοσμικού κράτους και υποκινούσε σε θρησκευτικό μίσος.
Στα χρόνια που ακολούθησαν ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αποχώρησε από το Κόμμα Ευημερίας, μαζί με έτερα μέλη της μεταρρυθμιστικής του πτέρυγας, και την 14η Αυγούστου 2001 παρουσίασε τη νέα του «πρόταση». Μόλις ένα χρόνο μετά την ίδρυσή του, το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης αναδείχθηκε σε πρώτη κοινοβουλευτική δύναμη, αλλά ο ίδιος ο Ερντογάν χρειάστηκε να περιμένει έως τις 14 Μαρτίου 2003 για να αναλάβει την πρωθυπουργία (διαδεχόμενος τον Αμπντουλάχ Γκιουλ), όταν πια είχε «ανακτήσει» τα πολιτικά του δικαιώματα.
Ακολουθώντας φιλοευρωπαϊκή πορεία, η Τουρκία του Ερντογάν αρχίζει το 2015 διαπραγματεύσεις με στόχο την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση μετά την υιοθέτηση σειράς θεσμικών μεταρρυθμίσεων -πορεία που ο ίδιος ανέκοψε και σήμερα πλέον θεωρείται «νεκρή».
Οι βουλευτικές εκλογές του 2007 βρίσκουν τον Ερντογάν να επανεκλέγεται με ποσοστό 46,6%· το 2010 κερδίζει το κρίσιμο δημοψήφισμα για τις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις που περιορίζουν τις εξουσίες του δικαστικού σώματος και του στρατού, και ανοίγουν το δρόμο στην εκλογή προέδρου από το λαό και όχι την Εθνοσυνέλευση, ενώ το 2011 ακολουθεί η θριαμβευτική επανεκλογή του στις βουλευτικές κάλπες με ποσοστό της τάξεως του 49,8%.
Και καθώς είχαν ήδη δυναμώσει οι φωνές ότι ο Ερντογάν στρεφόταν όλο και περισσότερο προς τον αυταρχισμό, η «εξέγερση του πάρκου Γκεζί» το 2013 ήλθε να σημάνει τη μεγαλύτερη αμφισβήτηση της εξουσίας του από τον τουρκικό λαό. Οι διαδηλώσεις που ξέσπασαν με αφορμή τα σχέδια ανάπλασης του δημόσιου πάρκου στην πλατεία Ταξίμ της Κωνσταντινούπολης έλαβαν μαζικές διαστάσεις με τον Ερντογάν να «απαντά» με άγρια καταστολή. Οι συγκρούσεις ανάμεσα στους αστυνομικούς και τους διαδηλωτές είχαν ως αποτέλεσμα το θάνατο οκτώ ανθρώπων και τον τραυματισμό περισσότερων από 8.000. Τα σχέδια που είχε εγκρίνει ο Ερντογάν για την κατασκευή αναπαράστασης οθωμανικών στρατώνων εγκαταλείφθηκαν έπειτα από μήνες διαδηλώσεων.
Στις 17 Δεκεμβρίου του 2013 ο Ερντογάν και ο στενός του κύκλος, δέχθηκαν ισχυρότατο πλήγμα καθώς ξεκίνησε εισαγγελική έρευνα για τεράστια σκάνδαλα διαφθοράς που άγγιζαν όχι μόνο υπουργούς του, αλλά ακόμη και την ίδια την οικογένειά του. Ήταν η πρώτη φορά που ο Ερντογάν αισθάνθηκε ότι απειλείται με ανατροπή εκ των έσω και συγκεκριμένα από μηχανισμούς τους κράτους που ελέγχονταν από το φιλικό επί μακρόν κίνημα του ιεροκήρυκα Φετουλάχ Γκιουλέν.
Το 2014 ο Ερντογάν έγινε ο πρώτος πρόεδρος που εξελέγη με την ψήφο του τουρκικού λαού (52,59%), δρομολογώντας ήδη από τότε τη συνταγματική μεταρρύθμιση για τη μετατροπή της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας σε προεδρικό σύστημα και την εγκαθίδρυση επί της ουσίας «ενός ανδρός αρχή» -γεγονός που εξασφάλισε με το δημοψήφισμα του 2017 και εφάρμοσε κατόπιν της επανεκλογής του το 2018 με ποσοστό 52,59% των ψήφων. Στις βουλευτικές κάλπες του ίδιου έτους, το AKP κατέκτησε επίσης την πλειοψηφία, έχοντας συμμαχήσει ήδη από το 2015 με το κόμμα Εθνικής Δράσης του Ντεβλέτ Μπαχτσελί.
Η στροφή προς τον απολυταρχισμό κορυφώθηκε μετά την απόπειρα πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 2016, την οποία ο Ερντογάν επέρριψε σε υποστηρικτές του αυτοεξόριστου στις ΗΠΑ Φετουλάχ Γκουλέν. Η κυβέρνησή του επιδόθηκε σε ένα πρωτοφανές μαζικό κύμα εκκαθαρίσεων στη δημόσια διοίκηση, κυβερνητικές υπηρεσίες, σχολεία και πανεπιστήμια και τις Ένοπλες Δυνάμεις. Μαζικές συλλήψεις και δίκες, φίμωση μέσων ενημέρωσης και μη κυβερνητικών οργανώσεων σε ένα σκληρό κύμα καταστολής που «επεκτάθηκε» σε Κούρδους βουλευτές και δημοσιογράφους.
Σημαντικότερη όμως στροφή του Ερντογάν μετά το 2016 έγινε στην εξωτερική πολιτική. Η αντιδυτική ρητορική του που μέχρι τότε αφορούσε στο να «χαλυβδώσει» τη συνοχή ενός ακροατηρίου γαλουχημένου από τα εθνικά ιδεώδη, έγινε πλέον κεντρική πολιτική γραμμή της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, με την Τουρκία να εμφανίζεται πλέον περισσότερο ως μία χώρα της Μέσης Ανατολής και λιγότερο ως ένας αξιόπιστος σύμμαχος της Δύσης, με ευρωπαϊκές φιλοδοξίες. Τα πολεμικά μέτωπα στα οποία ενεπλάκη στη Συρία, τη Λιβύη, το Ιράκ και τον Καύκασο, αλλά και οι εντάσεις που προκάλεσε στην Ανατολική Μεσόγειο και το Αιγαίο την έφεραν σε πορεία σύγκρουσης με τον άλλοτε στενό της σύμμαχο, τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Το 2019, έμελλε να είναι επίσης σημαδιακό για τον Ερντογάν, καθώς για πρώτη φορά η πολιτική φθορά του αποτυπώθηκε στην κάλπη. Στις τοπικές εκλογές έχασε το κόμμα του τον δήμο της Κωνσταντινούπολης. Ο Εκρέμ Ιμάμογλου του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος, αναδείχθηκε νικητής σε δύο εκλογικές αναμετρήσεις, αφού η πρώτη εκλογή του αμφισβητήθηκε από την κυβέρνηση με διάφορες τεχνικής φύσεως νομικές μεθοδεύσεις. Ήταν η πρώτη φορά που το ΑΚΡ έχανε τον μεγαλύτερο δήμο της χώρας, από τον οποίο μάλιστα ξεκίνησε ο ίδιος ο Ερντογάν τον 20ετή πολιτικό θρίαμβό του, ενώ άλλωστε ευρεία είναι η πεποίθηση στην Τουρκία ότι όποιος ελέγχει την Κωνσταντινούπολη, ελέγχει ολόκληρη τη χώρα.
Κουβαλώντας το βάρος μίας ταραχώδους ιστορικής πορείας και με μία κόπωση η οποία αποτυπώνεται πλέον και στο πρόσωπο και τις κινήσεις του που έχουν γίνει πλέον πιο αργές, ο Ερντογάν δίνει μάχη για να μην αποτελέσουν οι επερχόμενες εκλογές το κύκνειο άσμα του. Έχει ανάγκη να επεκτείνει για άλλα πέντε χρόνια την εξουσία του, τα τελευταία όπως δηλώνει ο ίδιος, με το μέλλον να προβάλλει άγνωστο για το τι του επιφυλάσσει.
Διαβάστε επίσης
Η επέτειος της ανόδου Ερντογάν στην εξουσία και οι τουρκικές εκλογές