του Γιώργου Παυλόπουλου
Η -προαναγγελθείσα, είναι αλήθεια- αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από τη Συρία συνιστά μια πολύ σημαντική εξέλιξη, με την οποία επί της ουσίας κλείνει ένας ολόκληρος κύκλος ο οποίος άνοιξε το 2011, καταστρέφοντας και διαμελίζοντας μια σχετικά πλούσια και ανεπτυγμένη χώρα του αραβικού κόσμου και μάλιστα με βαρύτατο κόστος: Κάπου μισό εκατομμύριο νεκροί, πιο πολλοί τραυματίες και ακόμη περισσότεροι πρόσφυγες, είτε εντός των συνόρων είτε στις γειτονικές χώρες.
Πρακτικά, με την απόφαση αυτή του Ντόναλντ Τραμπ αναγνωρίζεται από τις Ηνωμένες Πολιτείες η επικράτηση στον σκληρό αυτό πόλεμο του «στρατοπέδου» το οποίο έχουν συγκροτήσει οι σύμμαχοι του Μπασάρ αλ-Άσαντ, δηλαδή Ρωσία, Τουρκία, αλλά και Ιράν. Το μαρτυρούν, άλλωστε, οι πρώτες αντιδράσεις των τελευταίων: Στη μεν Μόσχα, η εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών, Μαρία Ζαχάροβα, τόνισε ότι τώρα δημιουργείται μια «πραγματική ευκαιρία για την πολιτική διευθέτηση του συριακού προβλήματος», ενώ στην Άγκυρα ο ίδιος ο Ταγίπ Ερντογάν εμφανίστηκε ιδιαιτέρως ικανοποιημένος, μιας και βλέπει ότι ο ισχυρός του σύμμαχος στο ΝΑΤΟ δεν στέκεται πλέον εμπόδιο (τουλάχιστον όχι άμεσα) στα σχέδιά του.
Το σίγουρο είναι πως οι αποχωρούντες Αμερικανοί αφήνουν πίσω τους μια χώρα μοιρασμένη στα τρία: Το μεγαλύτερο μέρος ελέγχεται από το καθεστώς του Μπασάρ αλ-Άσαντ, που έχει τη στήριξη της Μόσχας και της Τεχεράνης, ένα μικρότερο αλλά εξίσου σημαντικό τμήμα βρίσκεται στα χέρια των Κούρδων, ενώ υπάρχει και μια ακόμη πιο μικρή αλλά στρατηγικής σημασίας ζώνη την οποία διαφεντεύουν αφενός οι τουρκικές δυνάμεις και οι σύμμαχοί τους και, αφετέρου, ένα μίγμα ανταρτών, στους οποίους περιλαμβάνονται και αρκετοί τζιχαντιστές.
Αναμφίβολα, επίσης, από όλους τους παραπάνω στην πλέον δεινή θέση βρίσκονται οι Κούρδοι. Χάνοντας το βασικό τους στήριγμα με την αποχώρηση των 2.000 περίπου Αμερικανών στρατιωτών, έχουν κάθε λόγο να φοβούνται ότι θα γίνουν λεία στις ορέξεις του Ταγίπ Ερντογάν. Εξάλλου -τυχαία, άραγε;- τη στιγμή που η Ουάσινγκτον δημοσιοποιούσε επισήμως τις προθέσεις και τα σχέδιά της, οι πληροφορίες από την Άγκυρα έκαναν λόγο για «πυρετό» προετοιμασιών, με στόχο μια νέα στρατιωτική εισβολή στις κουρδικές περιοχές της βόρειας Συρίας, ίσως και στη Ροζάβα.
Πλέον, οι Κούρδοι -που ναι μεν έχουν αποδείξει πως είναι σκληρά καρύδια και δεινοί μαχητές, αλλά οι συσχετισμοί είναι σε βάρος τους- έχουν μία και μόνη επιλογή εάν θέλουν να διασώσουν τα καντόνια τους: Να τα βρουν με τη Δαμασκό και τη Μόσχα, κάτι που προφανώς συνεπάγεται επώδυνες γι'' αυτούς υποχωρήσεις.
Νέα στρατηγική στην περιοχή
Πρέπει να σημειωθεί, ταυτόχρονα, ότι η αποχώρηση των Αμερικανών από τη Συρία και η «εκχώρησή» της στη σφαίρα επιρροής Ρωσίας και Τουρκίας δεν αποτυπώνει μόνο τους συσχετισμούς στη συγκεκριμένη χώρα, αλλά αποκαλύπτει και τη νέα στρατηγική της Ουάσινγκτον συνολικά για τη Μέση Ανατολή και τη νοτιοανατολική Μεσόγειο. Πρακτικά, φαίνεται πως οι ΗΠΑ αποφάσισαν να κάνουν ένα βήμα πίσω αναδιατάσσοντας τις δυνάμεις τους, ώστε να δημιουργήσουν μια πιο σταθερή και ισχυρή «κόκκινη γραμμή» στην οποία θα σταματά κάθε σχέδιο της Μόσχας (και όχι μόνο...) για να επεκτείνει την επιρροή της προς Δυσμάς.
Υπό αυτό το πρίσμα, πέρα φυσικά από την σοβαρότατη ενεργειακή διάσταση, πρέπει να αντιμετωπιστεί και να ερμηνευθεί η θερμή στήριξη που προσφέρουν οι Ηνωμένες Πολιτείες στον «άξονα»Ισραήλ-Αιγύπτου-Κύπρου-Ελλάδας, αλλά και το ενδιαφέρον τους για την αναβάθμιση των στρατιωτικών βάσεων που διαθέτουν σε ελληνικό έδαφος ή τη δημιουργία καινούριων. Το ίδιο ισχύει και για την πιεστική... ανυπομονησία τους να κλείσουν πάση θυσία τα ανοιχτά μέτωπα στα Βαλκάνια (πΓΔΜ, Κόσοβο, Αλβανία κ.λπ). Κάτι ανάλογο συμβαίνει δε και σε όλο το μήκος της ανατολικής Ευρώπης, μέχρι την Ουκρανία και τη Βαλτική.
Οι αυταπάτες για την Τουρκία
Χρειάζεται, ωστόσο, μεγάλη προσοχή ώστε να μην καταλήξουμε σε λανθασμένα συμπεράσματα, σε δύο τουλάχιστον μέτωπα. Το πρώτο έχει να κάνει με τη στρατιωτική ισχύ των ΗΠΑ, η οποία εξακολουθεί να είναι συντριπτικά μεγαλύτερη σε σύγκριση με κάθε άλλη χώρα του πλανήτη και επιτρέπει στον εκάστοτε πρόεδρο της χώρας να κάνει επίδειξη δύναμης και να διαμηνύει στους ανταγωνιστές της να μην προχωρήσουν παραπέρα διότι κινδυνεύουν θανάσιμα. Αυτό είναι κάτι που επανειλημμένως έχει γίνει στην περίπτωση της Συρίας -και το πιθανότερο είναι ότι θα ξαναγίνει, ενδεχομένως και πολύ σύντομα.
Το δεύτερο αφορά τον ρόλο της Τουρκίας και τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ. Όσοι επιμένουν να βλέπουν ένα οριστικό ρήγμα ανάμεσα στις δύο παραδοσιακές συμμάχους, που δήθεν είναι αδύνατο να γεφυρωθεί, οφείλουν να το ξανασκεφτούν. Αρχικά μελετώντας την ιστορία, στη συνέχεια ανατρέχοντας στη θέση της Τουρκίας στον γεωγραφικό χάρτη και, τέλος, δίνοντας προσοχή σε κάποιες «ειδησούλες» των τελευταίων ημερών: Η Ουάσινγκτον μελετά το ενδεχόμενο να πουλήσει το πυραυλικό σύστημα των Patriot στην Άγκυρα (ανταγωνιστικό των ρωσικών S-300 και S-400), ενώ ο Τραμπ προτίθεται να εξετάσει το αίτημα για έκδοση του ιμάμη Φετουλάχ Γκιουλέν στην Τουρκία, κάτι που εάν συμβεί, θα σημαίνει ότι ικανοποιεί ένα αίτημα που ο Ερντογάν το έχει κάνει σημαία του.
Ακόμη και για την εκμετάλλευση των πλούσιων (όπως όλα δείχνουν) ενεργειακών κοιτασμάτων που υπάρχουν κάτω από τον πυθμένα της θάλασσας στη ΝΑ Μεσόγειο, το πιο συμφέρον και βιώσιμο οικονομικά (και τεχνικά) σενάριο παραμένει να περάσουν μέσα από το έδαφος της Τουρκίας. Ό,τι και να λέγεται ή γράφεται.
Αφήστε που τώρα που οι Αμερικανοί δεν θα έχουν φυσική παρουσία στη Συρία, ο καλύτερος τρόπος για να ελέγχουν τις εξελίξεις είναι μέσω της Τουρκίας, η οποία έχει εδραιωθεί εκεί για τα καλά και δεν πρόκειται να αποχωρήσει, όπως αποδεικνύει και η εμπειρία της Κύπρου.
Presidency Press Service via AP, Pool