O χάρτης, που δέχθηκε ως δώρο ο Μπαχτσελί από τους «Γκρίζους Λύκους», τη νεολαία του κόμματός του, εκθέτει τόσο τον ίδιο, όσο και τον Ερντογάν, ενώ δίνει επιχειρήματα στην ελληνική πλευρά.
Η δημοσίευση του χάρτη που δείχνει τουρκικό το μισό Αιγαίο και την Κρήτη, έδωσε τη δυνατότητα στην ελληνική πλευρά να ζητήσει από τον Ερντογάν να τοποθετηθεί, γνωρίζοντας πως ακόμη και αν το θέλει, δεν μπορεί να το κάνει, λόγω της πολιτικής αλληλεξάρτησης με τον Μπαχτσελί. Ο τελευταίος θεωρείται μια γραφική φιγούρα, η οποία ωστόσο, παρ' ότι προϊόν του βαθέως κεμαλικού παρακράτους, έχει μετεξελιχθεί από το περιθώριο σε μια mainstream πολιτική προσωπικότητα. Χωρίς τις ψήφους του κόμματός του, ο Ερντογάν δεν διαθέτει πλειοψηφία στο κοινοβούλιο.
Όσο αναλώσιμος και αν είναι ο κυβερνητικός εταίρος, ο Ερντογάν θα πορευτεί μαζί του μέχρι τις επόμενες εκλογές και αν δεν καταφέρει να σπάσει το μέτωπο της αντιπολίτευσης, κάτι εξαιρετικά δύσκολο, θα πορευθεί μαζί του και στις εκλογές. Κι αυτό, καθώς οι ψήφοι του AKP και του Μπαχτσελί δεν φτάνουν ούτε το 40%, όταν μετά τη συνταγματική αναθεώρηση, απαιτείται ποσοστό «50%+1», προκειμένου κάποιο κόμμα να έχει πλειοψηφία και για να εκλεγεί στη θέση του προέδρου.
Τα επιχειρήματα που δίνει ο χάρτης στην ελληνική πλευρά είναι πολλά. Εκτός της προτροπής Μητσοτάκη προς τον Ερντογάν να καταδικάσει το Μπαχτσελί – κάτι που αυτός δεν μπορεί να κάνει - ο χάρτης δίνει τη δυνατότητα στην ελληνική κυβέρνηση να αναδείξει τον μαξιμαλιστικό αναθεωρητισμό από τον οποίο διακατέχεται η Τουρκία. Ταυτόχρονα όμως, ο χάρτης αποτελεί συνέχεια εκείνου της «Γαλάζιας Πατρίδας», ο οποίος αποτελεί πλέον επίσημο δόγμα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής και εκφράζει απόψεις και αντιλήψεις εκτός κάθε νομικής πραγματικότητας. Εδώ χρειάζεται προσοχή.
Όταν το 2011 είχε δημοσιευτεί χάρτης, σύμφωνα με τον οποίο η Τουρκία ήταν σε θέση να οριοθετήσει θαλάσσιες ζώνες με τη Λιβύη, τότε είχε επίσης θεωρηθεί εντελώς ακραίος. Το 2019 όμως, τα όσα απεικόνιζε ο χάρτης έγιναν επίσημη θέση της Άγκυρας. Προφανώς, και δεν σημαίνει αυτό πως υπάρχει ποτέ περίπτωση η Τουρκία να διεκδικήσει την Κρήτη. Στην περίπτωση ωστόσο της Γαύδου, που βρίσκεται νοτίως της Κρήτης, το τουρκικό καθεστώς έχει πάρει σαφή θέση και έχει δηλώσει πως οποιαδήποτε ενέργεια επέκτασης χωρικών υδάτων, οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας ή ΑΟΖ, λάβει χώρα εκεί, αυτό επηρεάζει και την ίδια.
Η αλήθεια λοιπόν είναι ότι ο Μπαχτσελί δεν μίλησε στο κενό. Μίλησε πάνω σε μια βάση ακραίου αναθεωρητισμού που έχει ήδη οικοδομηθεί.
Το ερώτημα είναι ποια στάση τηρεί απέναντι σε όλα αυτά ο διεθνής παράγοντας. Η κυριαρχία και η εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας δεν αμφισβητούνται, ανέφεραν χθες τόσο το Στειτ Ντιπάρτμεντ, όσο και ο Γερμανός πρέσβης στην Αθήνα. Ο μεν Γερμανός πρέσβης προέβη στη δήλωση από μόνος του, ωστόσο η εικόνα του Βερολίνου στην Ελλάδα είναι τόσο αρνητική, ώστε δεν αλλάζει κάτι στην ουσία. Ο δε εκπρόσωπος Στειτ Ντιπάρτμεντ, πήρε θέση, κατόπιν ερώτησης δημοσιογράφου, χωρίς να αναλάβει την πρωτοβουλία ιδία βούληση. Αυτό μας δείχνει και πως θα κινηθούν ενδεχομένως από εδώ και πέρα.
Οι καταδικαστικές δηλώσεις από πλευράς των συμμάχων μας είναι αναμφίβολα ευπρόσδεκτες. Αλλά ας είμαστε ρεαλιστές. Η Γερμανία δεν πρόκειται να κάνει πίσω ως προς την πώληση των έξι υποβρυχίων στην Τουρκία. Τα συμφέροντα είναι πολύ μεγάλα, πρόκειται για συμβόλαια της γερμανικής ναυπηγικής βιομηχανίας και η Άγκυρα είναι ένας πολύ καλός πελάτης.
Οι Γερμανοί θα επιχειρήσουν να μετριάσουν τις ελληνικές αντιδράσεις αφήνοντας να εννοηθεί ότι υπό προϋποθέσεις, η συμφωνία με την Τουρκία θα μπορούσε να αλλάξει. Οι Πράσινοι όμως που όσο βρίσκονταν στην αντιπολίτευση, είχαν φέρει στη Βουλή το ζήτημα της πώλησης των γερμανικών υποβρυχίων, τώρα που είναι στην κυβέρνηση δεν έχουν κάνει την παραμικρή αναφορά. Η λαλίστατη από τα έδρανα της αντιπολίτευσης Αναλένα Μπέρμποκ ως προς την καταπάτηση των ανθρωπινών δικαιωμάτων και το ελλειμματικό κράτος δικαίου στην Τουρκία, πλέον ως υπουργός Εξωτερικών δεν έχει τοποθετηθεί με σαφήνεια απέναντι στο θέμα. Ούτε απέναντι στις τουρκικές παραβιάσεις.
Τούτων δοθέντων, αυτό που προφανώς θα επιθυμούσαμε να συμβεί, είναι η Γερμανία να μην πουλήσει υποβρύχια στην Τουρκία - καθώς μπορεί να χρησιμοποιηθούν σε βάρος της Ελλάδος – ικανοποιώντας μάλιστα τις αναθεωρητικές βλέψεις του Ερντογάν που το ίδιο το Βερολίνο καταδικάζει. Επίσης, θα επιθυμούσαμε, οι ΗΠΑ να μην πουλήσουν F-16 στην Τουρκία, ούτε να αναβαθμίσουν μέρος των υφιστάμενων, καθώς επίσης να λάβουν σάρκα και οστά όλες αυτές οι κατά καιρούς καταδικαστικές δηλώσεις σε βάρος της Τουρκίας.
Τι θα συμβεί στην πραγματικότητα; Εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, η Γερμανία, αργά ή γρήγορα, θα προμηθεύσει τα υποβρύχια στην Τουρκία, με την Ελλάδα να μην έχει τη δυνατότητα να βάλει όρους στη σχετική συμφωνία. Εκεί όμως που η Αθήνα μπορεί να επιβάλει ένα πλαίσιο είναι εντός του Κογκρέσου σε σχέση με την αναβάθμιση και πώληση των F-16. Ένα πλαίσιο που θα συνδέεται με τη συμπεριφορά της Τουρκίας απέναντι σε Ελλάδα και Κύπρο, με δύο γραμμές «άμυνας».
Η πρώτη είναι ότι δεν πρέπει να πουληθούν τα συγκεκριμένα αεροσκάφη σε μια χώρα η οποία κινείται επιθετικά εναντίον άλλου κράτους μέλους του ΝΑΤΟ. Η γραμμή αυτή μάλλον θα «σπάσει». Η δεύτερη και πιο ανθεκτική γραμμή «άμυνας» είναι να καθοριστούν προϋποθέσεις, οι οποίες είτε θα αναγκάσουν τη Τουρκία να κάνει πίσω, αλλάζοντας τη συμπεριφορά της έναντι της Ελλάδας, είτε να είναι τέτοιες, ώστε να μην επιτρέψουν στον πολιτικό εγωισμό του Ερντογάν ή του εκάστοτε Τούρκου Προέδρου, να τις δεχτούν.
Τέτοιες προϋποθέσεις θα μπορούσαν να είναι η παραλαβή των F-16, εφόσον έχει προηγηθεί ένα εύλογο διάστημα 6-12 μηνών, δίχως να έχουν θέσει σε αμφισβήτηση την κυριαρχία ενός άλλου κράτους μέλους του ΝΑΤΟ και εν συνέχεια να ακολουθήσει ένα monitoring. Άλλη επίσης προϋπόθεση θα μπορούσε να αφορά το γεγονός τα F-16 να μην είναι πλήρως λειτουργικά ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν για επιθετικές ενέργειες.
Καλές επομένως οι καταδικαστικές δηλώσεις των συμμάχων μας κατά της προκλητικής ρητορικής των γειτόνων μας, ωστόσο, το θέμα είναι εάν συνοδεύονται από έμπρακτες εγγυήσεις ασφάλειας και κινήσεις στην πράξη, όταν η κουβέντα φτάνει στα εξοπλιστικά προγράμματα της Τουρκίας.