Του Γιάννη Μαντζίκου
Μπορεί πριν λίγα μόνο εικοσιτετράωρα, ο αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ και ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ να έδιναν τα χέρια για τρίμηνη ανακωχή στον εμπορικό πόλεμο μεταξύ των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του πλανήτη, στο πλαίσιο της συνόδου κορυφής G20 στην Αργεντινή, η σύλληψη όμως της Γουνζού Μενγκ, γενικής οικονομικής διευθύντριας της Huawei και κόρης του ιδρυτή της δεύτερης μεγαλύτερης κατασκευάστριας smartphones παγκοσμίως, έρχεται να πυροδοτήσει όχι μόνο εμπορικό αλλά και «ψυχρό πόλεμο» όπως ανέφεραν μεταξύ άλλων, οι Financial Times.
Αποτελεί κοινό τόπο στα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης ότι η σύλληψη της Μένγκ στον Καναδά ήρθε μετά τις φορτικές πιέσεις των ΗΠΑ, που ζητούσαν την έκδοση της. Επισήμως η κατηγορία, η οποία βαρύνει την κρατούμενη πλέον γενική οικονομική διευθύντρια, αφορά παράβαση του εμπάργκο των ΗΠΑ σε βάρος του Ιράν, στο οποίο η Κίνα είναι κατηγορηματικά αντίθετη.
Ανεπίσημα όμως, αποτελεί μήνυμα του Ντόναλντ Τραμπ στον Κινέζο πρόεδρο Σι Τζινπίγκ για το ποιος θέτει τους όρους αλλά και μήνυμα των αμερικανικών αρχών προς τις κινεζικές εταιρείες τεχνολογίας. Σημειώνεται ότι από το 2012, η Επιτροπή Εσωτερικής Ασφάλειας του αμερικανικού Κογκρέσου αποκαλούσε τις Huawei και ZTE «εθνική απειλή» για τις ΗΠΑ, λόγω της εκτίμησης ότι μπορεί να χρησιμοποιηθούν ως εργαλεία κατασκοπείας.
Η πρώτη προειδοποιητική βολή «έπεσε» τον περασμένο Ιανουάριο όταν η συμφωνία της Huawei με τον κολοσσό τηλεπικοινωνιών των ΗΠΑ, την AT&T, για την πώληση των προϊόντων της στην αμερικανική αγορά ναυάγησε. Η Wall Street Journal ανέφερε ότι η εταιρεία είχε δεχθεί πιέσεις να εγκαταλείψει τη συμφωνία μετά από επιστολή των επιτροπών της Γερουσίας και της αμερικανικής Βουλής στις 20 Δεκεμβρίου 2017 προς την Ομοσπονδιακή Επιτροπή Επικοινωνιών (FCC), στην οποία έκαναν λόγο «για ανησυχίες σχετικά με τα σχέδια της Huawei για την προώθηση καταναλωτικών προϊόντων της μέσω ενός μεγάλου τηλεπικοινωνιακού φορέα των ΗΠΑ». Μάλιστα, ο πατέρας της συλληφθείσας Μένγκ, ιδρυτής της εταιρείας της Huawei είχε δηλώσει από το Παγκόσμιου Φόρουμ Καινοτομίας του 2018, ότι η AT&T υπέκυψε στις έντονες πολιτικές πιέσεις που της ασκήθηκαν ώστε να μην προχωρήσει τη συμφωνία.
Όμως ο Τραμπ δεν σταμάτησε εκεί, δυο μήνες αργότερα και συγκεκριμένα τον Μάρτιο του 2018, με ένα προεδρικό διάταγμα, στο οποίο επικαλούνταν ζητήματα εθνικής ασφάλειας, έδωσε τέλος σε μια συμφωνία που αν προχωρούσε θα ήταν η μεγαλύτερη όλων των εποχών στον τεχνολογικό κλάδο. Το «deal» αφορούσε την εξαγορά της αμερικανικής εταιρείας Qualcomm, που κατασκευάζει μικροεπεξεργαστές, από τον τεχνολογικό κολοσσό Broadcom - που έχει έδρα τη Σιγκαπούρη. H απόφαση ήρθε ύστερα από εισήγηση της Αμερικανικής Επιτροπής Ξένων Επενδύσεων, η οποία εξέφρασε ανησυχίες για αποδυνάμωση της θέσης της Qualcomm στην αμερικανική αγορά και άνοιγμα της κερκόπορτας για είσοδο σε αυτήν της κινεζικής και ύποπτης για κατασκοπεία Huawei.
Το μήνυμα του Ντόναλντ Τραμπ ήταν ξεκάθαρο: Κάθε κίνηση της Κίνας στον τομέα της τεχνολογίας (και όχι μόνο) στην αγορά των ΗΠΑ θα μπλοκάρεται με απώτερο σκοπό αν επιτευχθεί μια συνολική εμπορική συμφωνία αυτή να είναι υπό τους όρους της Ουάσινγκτον.