του Γιώργου Παυλόπουλου
Έτοιμος να στείλει 120.000 στρατού προκειμένου στο Ιράν, στην περίπτωση που επιχειρήσει να επιτεθεί εναντίον των Αμερικανών ή των συμμάχων τους στη Μέση Ανατολή, εμφανίζεται ο Ντόναλντ Τραμπ. Αυτό τουλάχιστον συνάγεται από το ρεπορτάζ που δημοσιεύτηκε χθες στην εφημερίδα New York Times, σύμφωνα με τις πληροφορίες της οποίας το σχετικό σχέδιο είναι έτοιμο και παρουσιάστηκε την περασμένη Πέμπτη στον πρόεδρο των ΗΠΑ, σε σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στον Λευκό Οίκο με τα κορυφαία στελέχη από το επιτελείο του.
Ο Ντ. Τραμπ επιχείρησε να διασκεδάσει της εντυπώσεις κάνοντας λόγο για fake news όμως στη συνέχεια ανέφερε ότι αν χρειαστεί θα στείλει δυνάμεις και μάλιστα μεγαλύτερες στον αριθμό από αυτόν που αναφέρει το ρεπορτάζ της εφημερίδας.
Σε κάθε περίπτωση ακόμη και ο αριθμός των 120.000 που αναφέρει η έγκυρη εφημερίδα αποτελεί μια τεράστια δύναμη, με ασύλληπτη ισχύ πυρός, για την οποία οι ειδικοί εκτιμούν ότι είναι αντίστοιχη με εκείνη που είχε φέρει σε πέρας την εισβολή στο Ιράκ και την ανατροπή του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν, το 2003. Προκαλεί, ωστόσο, εντύπωση το γεγονός ότι το σχέδιο – που εκπονήθηκε από τον εκτελώντα χρέη υπουργού Άμυνας, Πάτρικ Σάναχαν, μετά από εντολή του συμβούλου εθνικής Ασφαλείας, Τζον Μπόλτον – δημοσιοποιήθηκε λίγο καιρό μετά την απόφαση που έλαβε ο Τραμπ τον περασμένο Δεκέμβριο να αποσύρει το σύνολο των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων από τη Συρία, καθώς και 8 χρόνια μετά την εντολή που είχε δώσει ο προκάτοχός του, Μπαράκ Ομπάμα, για αποχώρηση από το Ιράκ.
Οι ΗΠΑ απειλούν
Έτσι, με βάση και αυτή τη διαπίστωση, οι περισσότεροι εξακολουθούν να συμμερίζονται την επίσημη εκδοχή τη Ουάσινγκτον, ότι δεν έχει πρόθεση να εμπλακεί σε πόλεμο με το Ιράν. Σε αυτό το πλαίσιο δε, θεωρούν πως σχέδια όπως το παραπάνω δεν είναι τίποτε άλλο παρά επίδειξη δύναμης προς την Τεχεράνη – μια μπλόφα ουσιαστικά που στόχο έχει να την κάνει να συνθηκολογήσει και να υπογράψει μια συμφωνία πιο ευνοϊκή για τις ΗΠΑ σε σύγκριση με εκείνη του 2015 (η οποία πρακτικά πρέπει να θεωρείται κλινικά νεκρή). Με άλλα λόγια, κάτι ανάλογο με αυτό που συμβαίνει με την Κίνα όπου, όπως υποστηρίζουν οι ίδιοι, ο Τραμπ απειλεί με εμπορικό πόλεμο χωρίς να τον θέλει.
Όπως δείχνει η ιστορία, βεβαίως, ενίοτε οι μπλόφες συνοδεύονται από ένα «τα βλέπω». Και τότε, αυτός ή αυτοί που τις επινόησαν καλούνται να πληρώσουν το ανάλογο κόστος. Σε αμφότερες τις παραπάνω περιπτώσεις, μάλιστα, αυτό θα αφορά και όλους τους άλλους που είναι γύρω από το τραπέζι του γεωπολιτικού και οικονομικού πόκερ, όπως η Ευρώπη και η Ρωσία (τις οποίες επισκέφθηκε διαδοχικά ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, Μάικ Πομπέο) – απειλώντας έτσι να τινάξουν την παρτίδα στον αέρα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Η Ευρώπη ανησυχεί
Το σίγουρο είναι ότι μέρα με τη μέρα, ο Περσικός μοιάζει περισσότερο με καζάνι έτοιμο να εκραγεί. Η ανταλλαγή απειλών, η συγκέντρωση στρατιωτικών δυνάμεων που βρίσκονται με το δάχτυλο στη σκανδάλη, οι καταγγελίες περί επίθεσης σε πετρελαιαγωγούς (στη Σ. Αραβία) και διολιοφθοράς σε τάνκερ (στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα) βαραίνουν ακόμη περισσότερο το κλίμα και τεντώνουν τα νεύρα. «Είμαστε εξαιρετικά ανήσυχοι για τον κίνδυνο να ξεσπάσει μια σύγκρουση από λάθος, με μια κλιμάκωση την οποία δεν επιδιώκει καμία από τις δύο πλευρές», όπως είπε ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών, Τζέρεμι Χαντ, σε ένα... διάλειμμα της ενασχόλησής του με το Brexit.
Παράλληλα δε, με τον τρόπο αυτό, ενισχύεται διαρκώς η θέση των αποκαλούμενων «γερακιών» τόσο στην Ουάσινγκτον όσο και την Τεχεράνη (αλλά και το Τελ Αβίβ και το Ριάντ και την Τρίπολη...), που επιδιώκουν να λύσουν τις διαφορές τους με πόλεμο, υπολογίζοντας ότι θα βγουν νικητές. Ίσως, αλλά με τι κόστος;