Με τον λαό της Γαλλίας και την Εθνοσυνέλευση απέναντί του, πολλούς και ιδίως τους νέους να τον κατηγορούν για έλλειψη δημοκρατικότητας, την Λεπέν να ανεβαίνει δημοσκοπικά, ενώ ο ίδιος πέφτει και τέσσερα χρόνια ακόμα μπροστά του στην Προεδρία της χώρας, ο Εμανουέλ Μακρόν έχει επιλέξει ένα πολύ μοναχικό δρόμο. Γιατί το 67% της χώρας είναι κατά της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης; Είναι τόσο κακή η πρότασή του; Ποια είναι τα επόμενα βήματα και ίσως και κάποια λύση στο πολιτικό αδιέξοδο της Γαλλίας;
Η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού ήταν στο πρόγραμμα του Μακρόν από τις εκλογές 2017. Ξεκίνησε να τη συντάσσει, ήρθε η πανδημία, οι εκλογές του 2022 και τον Ιανουάριο του 2023 την ανακοίνωσε. Τη θεωρεί «αναγκαία» για τη δημοσιονομική σταθερότητα της χώρας μεσοπρόθεσμα. Η Γαλλία άλλωστε είναι μία από τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τις υψηλότερες συνολικές δαπάνες για συντάξεις, ως ποσοστό του ΑΕΠ ετησίως – τρίτη μετά την Ελλάδα και την Ιταλία. Η μεταρρύθμιση περιλαμβάνει να αυξηθεί η νόμιμη ηλικία της συνταξιοδότησης από τα 62 στα 64 έτη.
Είναι τόσο κακή αυτή η μεταρρύθμιση; Σύμφωνα με τον Λοράν Μπέργκερ, πρόεδρο του πανίσχυρου CFDT (Γαλλική Δημοκρατική Συνομοσπονδία των Εργατών) το πρόβλημα που έχει προκύψει αφορά το είδος της μεταρρύθμισης και όχι την μεταρρύθμιση αυτή καθ’ αυτή. Ο Μακρόν επέλεξε να κάνει μία παραμετρική αντί για μία ποιοτική μεταρρύθμιση, όπως είχε ανακοινώσει το 2017. Η μεταρρύθμιση αυτή τιμωρεί τους εργαζόμενους χαμηλού εισοδήματος, δεν υπάρχει κοινωνική δικαιοσύνη. Τα πνευματικά επαγγέλματα θέλουν να δουλεύουν περισσότερο, ενώ τα χειρωνακτικά λιγότερο.
Ο δεύτερος λόγος που υπάρχουν αυτές οι αντιδράσεις είναι η διαδικασία που ακολουθήθηκε. Ο Μακρόν δεν μπόρεσε να συγκεντρώσει τη στήριξη που χρειαζόταν εντός της γαλλικής εθνοσυνέλευσης και αποφάσισε να κάνει χρήση του άρθρου 49.3 για να περάσει το νομοσχέδιο του με προεδρικό διάταγμα, παρακάμπτοντας την εθνοσυνέλευση. Επίσης, δεν έκανε διαβουλεύσεις με τους συνδικαλιστές, παρότι στη Γαλλία ιστορικά σε τέτοιου είδους μεταρρυθμίσεις υπάρχει συνεννόηση με τα σωματεία εργαζομένων αν όχι για να στηρίξουν, τουλάχιστον για να μην είναι απέναντι στη μεταρρύθμιση.
Η κυβέρνηση του Μακρόν πίστευε ότι η κοινή γνώμη θα ήταν με το μέρος της. Έπεσε έξω, παταγωδώς. Σημαντικό μέρος του λαού και της βουλής βρίσκονται απέναντί του. Τις τελευταίες μέρες έχει αυξηθεί ραγδαία η συμμετοχή νέων, μαθητών και φοιτητών στις διαδηλώσεις, οι οποίοι αισθάνονται ότι διακυβεύονται οι δημοκρατικές αξίες της χώρας. Ο κοινωνικός θυμός μετατράπηκε σε δημοκρατικό θυμό.
Στο Μέγαρο των Ηλυσίων υπάρχουν φωνές να γίνει μία «παύση» στη μεταρρύθμιση. Στην ίδια λογική αναστολής του νόμου προκειμένου να συζητηθεί και να υπάρξει κοινωνικός συμβιβασμός τάχθηκε και ο Λοράν Μπέργκερ. Ωστόσο, ο Μακρόν παραμένει ανένδοτος και έστειλε τον νόμο για έλεγχο στο Συνταγματικό Συμβούλιο. Ίσως αυτό να δώσει τη λύση στο αδιέξοδο.
Σύμφωνα με συνέντευξη του συνταγματολόγου Ντομινίκ Ρουσό, στην Le Monde,«φαίνεται δύσκολο για το Συνταγματικό Συμβούλιο να μην επικρίνει τον νόμο για τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος». Σε περίπτωση που ο νόμος επικριθεί θα μπορούσε να υπάρξει κοινωνικός κατευνασμός και η συζήτηση να ξεκινήσει ξανά σε μηδενική βάση. Διευκρινίζεται ότι το Συνταγματικό Συμβούλιο δεν μπορεί να αποφανθεί για τη συμμόρφωση του περάσματος από τα 62 στα 64 χρόνια, αλλά μπορεί να τον επικρίνει ως προς την διαδικασία που ακολουθήθηκε.
Σύμφωνα με τη γαλλική νομοθεσία υπάρχει και η δυνατότητα να γίνει πρόταση δημοψηφίσματος να διατηρηθεί η ηλικία στα 62 έτη, εφόσον πληρούνται οι απαραίτητες προϋποθέσεις (όπως το να προταθεί από 185 βουλευτές και εν συνεχεία να συγκεντρωθούν 4.8 εκ. υπογραφές από το εκλογικό σώμα). Αυτή τη στιγμή 71% των Γάλλων επιθυμεί να γίνει δημοψήφισμα και 67% τάσσεται κατά της μεταρρύθμισης του Μακρόν.
Όσο δεν βρίσκεται λύση η Γαλλία βρίσκεται σε αναβρασμό. Από τις 10 Ιανουαρίου που ανακοινώθηκε η συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση οι αντιδράσεις κλιμακώθηκαν, οι διαδηλώσεις είναι οι μεγαλύτερες στη χώρα από τη δεκαετία του 80’, εξαιρετικά εκτεταμένες κοινωνιολογικά και γεωγραφικά. Ενώ οι κινητοποιήσεις ξεκίνησαν ειρηνικά έχουν παρεισφρήσει αναρχικοί ακροαριστεροί, γνωστοί ως “black blocs” (λόγω των μαύρων ρούχων και μασκών τους) δημιουργώντας επεισόδια. Η γαλλική αστυνομία κατηγορείται για εκτεταμένη χρήση βίας και δεκάδες αστυνομικοί, καθώς και διαδηλωτές, έχουν τραυματιστεί σοβαρά. Υπάρχουν βάσιμοι φόβοι για χειρότερα στο μέλλον.
H συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση είναι ένα δώρο στη Μαρίν Λε Πεν, η οποία μεταξύ άλλων έχει υποσχεθεί ότι εφόσον εκλεγεί το 2027 θα μειώσει το όριο συνταξιοδότησης. Η Μαρίν Λε Πεν έχει υιοθετήσει πολιτικά μία πιο μετριοπαθή στάση συνολικά και η δημοτικότητα της σκαρφάλωσε στο 32%. «Βλέπουμε μία «μελονοποίηση» (δηλαδή όπως η Μελόνι στην Ιταλία) της Μαρίν Λε Πεν» λέει στο Liberal ο καθηγητής και σύμβουλος του Μακρόν, Ζιλ Κεπέλ*. «Αυτή τη στιγμή υπάρχουν άνθρωποι στους επιχειρηματικούς κύκλους που έχουν αρχίσει και συζητούν ότι ίσως αν έρθει η Μαρίν Λε Πεν να μην είναι και τόσο κακό, γιατί θα βάλει τάξη στο εσωτερικό της χώρας, ενώ ως προς την οικονομία θα αναγκαστεί να ακολουθήσει αυτά που της λένε από την Ευρώπη, όπως και η Μελόνι» μας εξηγεί ο κ Κεπέλ. «Όμως αυτή είναι λάθος σύγκριση γιατί η Λεπέν διαφέρει σημαντικά από την Μελόνι. »
Υπενθυμίζεται ότι στις προεδρικές εκλογές του 2022 η Μαρίν Λε Πεν είχε σημαντική υποστήριξη από τις αγροτικές περιοχές και τις πιο υποβαθμισμένες κωμοπόλεις, ενώ ο Μακρόν στηρίχτηκε από τις μεγάλες πόλεις και κυρίως το Παρίσι και τα περίχωρά του. Τώρα η Λεπέν αρχίζει να έχει στήριξη και από τα μεγάλα αστικά κέντρα.
Δεδομένου ότι οι προεδρικές εκλογές είναι σε τέσσερα χρόνια είναι νωρίς για να συζητάμε ποιος θα τις κερδίσει. Η δημοτικότητά του Γάλλου Προέδρου βρίσκεται σήμερα μόλις στο 28%, αυτό όμως είναι κάτι που μπορεί να αλλάξει. Ο Εμανουέλ Μακρόν, όμως, έχει επιλέξει να ακολουθήσει ένα δύσκολο, μοναχικό δρόμο και για να μπορέσει να κυβερνήσει με επιτυχία θα πρέπει να βρει τον τρόπο να δημιουργήσει συνθήκες, έστω ελάχιστης, συναίνεσης στην Εθνοσυνέλευση και στον λαό.
*Ο καθηγητής και συγγραφέας Ζιλ Κεπέλ (Gilles Kepel) είναι σύμβουλος του Γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν. Έχει διδάξει σε κορυφαία πανεπιστήμια όπως η Sciences Po στο Παρίσι και στο LSE στο Λονδίνο και θεωρείται από τους πιο σημαντικούς μελετητές του Ισλάμ παγκοσμίως.