Του Γιώργου Παυλόπουλου
Τον Δεκέμβριο του 2017 και για πρώτη φορά στην ιστορία της ΕΟΚ και της ΕΕ, η Κομισιόν ενεργοποίησε το Άρθρο 7 της Συνθήκης εναντίον ενός κράτους-μέλους: της Πολωνίας. Αυτή την εβδομάδα, ήταν η Ευρωβουλή που πήρε τη σκυτάλη και στήριξε την έναρξη μιας παρόμοιας διαδικασίας σε βάρος ενός άλλου εταίρου: της Ουγγαρίας. Παράλληλα, στις αρχές Ιουλίου, εκκινήθηκε κατά της Πολωνίας και μια ακόμη έρευνα, η οποία μπορεί να την οδηγήσει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Οι κατηγορίες είναι ταυτόσημες: Παραβίαση των αρχών της ΕΕ για τη διακυβέρνηση, τον σεβασμό στη δημοκρατία, την ελευθερία στην ενημέρωση και την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, καθώς και άρνηση συμμόρφωσης με τις αποφάσεις που έχουν ληφθεί στα Ευρωπαϊκά Συμβούλια σε μια σειρά θέματα και κυρίως στο προσφυγικό. Όσο για τις ποινές που θεωρητικά προβλέπονται, μπορούν να φτάσουν στην επιβολή βαρύτατου χρηματικού προστίμου, μέχρι και στη στέρηση ψήφου στα Συμβούλια.
Η τύχη των παραπάνω προσφυγών είναι, όμως, σχεδόν προκαθορισμένη, μιας και στο κρίσιμο στάδιο απαιτείται ομοφωνία ανάμεσα στα υπόλοιπα κράτη-μέλη προκειμένου να επιβληθούν ουσιαστικές κυρώσεις σε βάρος του εκάστοτε «παραβάτη». Κι αυτό είναι κάτι που αποκλείεται να επιτευχθεί, μιας και οι κυβερνήσεις τόσο της Βαρσοβίας όσο και της Βουδαπέστης έχουν δηλώσει ξεκάθαρα ότι θα στηρίξουν η μία την άλλη και θα ασκήσουν βέτο. Δεν αποκλείεται, μάλιστα, στο πλευρό τους να σταθούν τελικά και άλλες χώρες, όπως οι εταίροι τους στην «ομάδα του Βίσεγκραντ», Τσεχία και Σλοβακία, ή ακόμη και η Ρουμανία.
Γιατί τόσο... μίσος;
Μα, θα αναρωτηθεί κανείς, είναι δυνατόν να υπάρχει τόση αδιαφορία για τη δημοκρατία και το κράτος-δικαίου; Να επιδεικνύεται τόσο μεγάλη διάθεση σύγκρουσης με τις Βρυξέλλες από τον Ούγγρο πρωθυπουργό Βίκτορ Όρμπαν και τον Γιάροσλαβ Κατσίνσκι, το πραγματικό αφεντικό της Πολωνίας και ηγέτη μάλιστα ενός κόμματος που ονομάζεται του Νόμου και της Δικαιοσύνης;
Δεν θέλουμε να πληγώσουμε κανέναν, αλλά η αλήθεια είναι πως και σε αυτή την περίπτωση, τα επιχειρήματα και η αντιπαράθεση περί δημοκρατίας και ατομικών ελευθεριών, όπως και οι απειλές για κυρώσεις, είναι… φύκια για μεταξωτές κορδέλες που χρησιμοποιούνται ως προκάλυμμα για την πραγματική και σκληρή σύγκρουση που διεξάγεται σήμερα. Μια σύγκρουση που πηγάζει από τις μεγάλες αλλαγές της εποχής μας και τις συνέπειες της κρίσης που ξέσπασε πριν δέκα χρόνια με την κατάρρευση της Lehman και συνεχίζεται ως σήμερα, ενώ αφορά την επόμενη ημέρα της ΕΕ, τη δομή της και τους μηχανισμούς λήψης αποφάσεων, τις ισορροπίες και τους συσχετισμούς δύναμης εντός της και ανάμεσα στα κράτη που την απαρτίζουν.
Πρόκειται για μια σύγκρουση που έχει ήδη ξεκινήσει, που αποτυπώνεται σε όλα τα επίπεδα – κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό – και που αναμένεται ότι θα κλιμακωθεί ενόψει των ευρωεκλογών του ερχόμενου Μαΐου, αλλά και του Brexit που θα έχει προηγηθεί (αν στο μεταξύ δεν υπάρξει κάποια… έκπληξη).
Οι νέες συμμαχίες
Σε αυτό το φόντο, ο καθένας οχυρώνεται και οικοδομεί τις συμμαχίες του όσο καλύτερα μπορεί, ώστε την κρίσιμη στιγμή να μπορεί να έχει λόγο στις εξελίξεις. Αυτό κάνουν και οι χώρες του Βίσεγκραντ, οι οποίες γνωρίζουν ότι ενώ από μόνες τους αντιπροσωπεύουν ασήμαντα μεγέθη στην πιάτσα των Βρυξελλών, όλες μαζί αποτελούν μια υπολογίσιμη δύναμη, την οποία οι Γερμανοί, οι Γάλλοι και οι λοιποί Δυτικοευρωπαίοι οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη τους. Πολύ περισσότερο καθώς καταλαμβάνουν μια κρίσιμη γεωγραφικά και πολιτικά ζώνη, αποτελώντας το φυσικό σύνορο ανάμεσα στην «παλιά» Ευρώπη και τη φιλόδοξη Ρωσία του Πούτιν.
Έτσι, έστω και με μια δόση υπερβολής, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι αν και το «σοσιαλιστικό στρατόπεδο» στην ευρωπαϊκή αυτή περιφέρεια ανήκει στο παρελθόν, το «ανατολικό μπλοκ» και το Σύμφωνο της Βαρσοβίας ανασυγκροτούνται.