Ως «πραγματικό» χαρακτήρισε τον κίνδυνο της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ, Γενς Στόλτενμπεργκ, μιλώντας σε διαδικτυακή εκδήλωση της εφημερίδας Washington Post. Μάλιστα, υπογράμμισε πως η πιθανή αυτή κίνηση θα μπορέσει να πραγματοποιηθεί λόγω των επικείμενων στρατιωτικών ασκήσεις της Ρωσίας με τις ένοπλες δυνάμεις της Λευκορωσίας κατά το διάστημα 10-20 Φεβρουαρίου, χαρακτηρίζοντας τη χρήση στρατιωτικών ασκήσεων «πρόσχημα» ενώ υπενθύμισε τα γεγονότα του 2014 με την προσάρτηση της Κριμαίας.
«Η Ρωσία έχει προχωρήσει στη μεγαλύτερη συγκέντρωση στρατιωτικών δυνάμεων στην Ευρώπη από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο» πρόσθεσε ο Γ. Στόλτενμπεργκ και συμπλήρωσε ότι αυτή η συγκέντρωση δυνάμεων «δεν έχει επιβραδυνθεί, αλλά συνεχίζεται» τονίζοντας τη σοβαρότητα της κατάστασης ενώ όπως είπε πρόκειται για «ετοιμοπόλεμα, κατάλληλα εφοδιασμένα στρατεύματα», που βρίσκονται στη Λευκορωσία, στη Ρωσία κοντά στα ουκρανικά σύνορα, στην Κριμαία και στο Ντονμπάς.
Επιπλέον, τόνισε, η ρωσική πλευρά «έχει καταθέσει αξιώσεις προς το ΝΑΤΟ που γνωρίζει ότι δεν πρόκειται να δεχτούμε», όπως την εγγύηση μη περαιτέρω διεύρυνσης της Συμμαχίας – αξιώσεις τις οποίες έχει συνοδεύσει με απειλές για «στρατιωτικές συνέπειες» αν δεν γίνουν δεκτές. Επανέλαβε επίσης ότι το ΝΑΤΟ απορρίπτει τη ρωσική απαίτηση να αποσύρει στρατεύματα και υποδομές από όλα τα μέλη του που εντάχθηκαν μετά το 1997, μία κίνηση που θα τα μετέτρεπε, όπως είπε, «σε συμμάχους δεύτερης κατηγορίας».
Τέλος, ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ μίλησε για μία ακόμα φορά για «σφοδρές συνέπειες» και το «υψηλό τίμημα» που θα πληρώσει η Μόσχα αν παραβιάσει τα ουκρανικά σύνορα, ενώ εκτίμησε ότι ο Β. Πούτιν δεν έχει λάβει ακόμα την τελική απόφαση σχετικά με το αν θα εισβάλλει στην Ουκρανία ή όχι και τόνισε ότι το ΝΑΤΟ παραμένει ανοιχτό στο διάλογο με τη Ρωσία λέγοντας χαρακτηριστικά πως «από τη Ρωσία εξαρτάται» αν η κρίση θα επιλυθεί δια της διπλωματικής οδού ή με πόλεμο.