Η συζήτηση για την επόμενη μέρα της πανδημίας και του παγκόσμιου οικονομικού lockdown έχει ξεκινήσει και διεξάγεται κυρίως με θεωρητικούς όρους. Είναι η απίστευτη αυτή κατάσταση παράγοντας αλλαγής των δεδομένων που έχουμε συνηθίσει μέχρι τώρα; Είναι ένα «game changer»; Τα σημάδια που υπάρχουν είναι περισσότερο φαινόμενα επιτάχυνσης τάσεων που είχαν ήδη εκδηλωθεί παρά ριζικές αλλαγές. Οι διεθνείς θεσμοί δεν έχουν ανταποκριθεί σύμφωνα με τις προσδοκίες.
Όμως αυτό δεν είναι κάτι νέο. Το χάσμα μεταξύ προσδοκιών, απαιτήσεων και δυνατοτήτων των διεθνών θεσμών να παρέμβουν αποφασιστικά σε επεισόδια ανατροπής της κυρίαρχης κανονικότητας είναι εγγενές.
Η συγκυρία έρχεται να τραυματίσει επιπλέον το όποιο διεθνές θεσμικό κεκτημένο. Με τις μεγάλες δυνάμεις είτε να προσπαθούν να αποκρύψουν τα πραγματικά δεδομένα (βλ. Κίνα), είτε να φορτώνουν ευθύνες στους διεθνείς θεσμούς – ευθύνες που δεν έχουν την δυνατότητα οι τελευταίοι να αναλάβουν – για τις δικές τους τραγικές αποτυχίες (βλ. ΗΠΑ), είτε να αποτυγχάνουν να συνεργαστούν στον βαθμό που οι συνθήκες απαιτούν (βλ. κράτη-μέλη της ΕΕ), η απαξίωση της «διεθνούς διακυβέρνησης» και συνεργασίας είναι εμφατική αλλά όχι πρωτοφανής. Ο πολιτικός κατακερματισμός και οι εντάσεις είναι περισσότερο ο οδυνηρός κανόνας παρά η εξαίρεση.
Η πανδημία υπογραμμίζει αυτό που ήδη παρατηρούσαμε. Οι ΗΠΑ υπό τον Ντόναλντ Τραμπ δεν είναι ο παγκόσμιος ηγέτης που είχαμε συνηθίσει και που η συγκυρία απαιτούσε, ανεξάρτητα από τις δομικές ή επιμέρους ενστάσεις που έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς για τον ρόλο τους. Το κρίσιμο όμως είναι ότι το έλλειμμα διεθνούς ηγεσίας επιταχύνει τάσεις ανταγωνισμού και έντασης. Η Κίνα παράλληλα με την συγκάλυψη που επιχείρησε, έχει επιδοθεί σε ένα πόλεμο παραπληροφόρησης και προπαγάνδας κατά την Δύσης, την στιγμή που αυξάνει την στρατιωτική πίεση στην Νότια Σινική Θάλασσα. Η αδυναμία συνεργασίας μεταξύ Ουάσιγκτον και Πεκίνου τροφοδοτεί την τάση «αποσύνδεσης» μεταξύ των δύο και έρχεται να επιβαρύνει την διεθνή ατζέντα όπου η «αποσύνδεση» ΗΠΑ-Ρωσίας είναι ήδη σε εξέλιξη.
Σε ένα άλλο μέτωπο, οι προηγούμενες τάσεις έρχονται να τροφοδοτήσουν την ένταση μεταξύ αυταρχισμού και λαϊκισμού και φιλελεύθερης δημοκρατίας. Η προσωρινή τεχνητή αναστολή διαδικασιών που έχουν συνδεθεί και έχουν ενισχύσει την παγκόσμια φιλελεύθερη οικονομική και πολιτική τάξη, όπως οι αερομεταφορές, τα σχετικώς ανοιχτά σύνορα, η παγκοσμιοποιημένη κοινωνικοποίηση που παράγουν οι τεχνολογίες αιχμής και ο φόβος της επαφής έχουν δώσει το πρόσχημα που χρειαζόταν για μια ακόμη μεγαλύτερη αντιφιλελεύθερη, αντιδημοκρατική διολίσθηση. Η Ουγγαρία, η Τουρκία, η Κίνα αποτελούν εμβληματικά παραδείγματα αλλά δεν είναι τα μόνα. Ο νέο-αυταρχισμός ήταν μαζί μας εδώ και καιρό, αλλά τώρα εκμεταλλεύεται την κρίση για να κατοχυρώσει τα «κέρδη του». Το επόμενο διάστημα θα είναι κρίσιμο. Στις ΗΠΑ οι εκλογές του Νοεμβρίου θα αποκαλύψουν αν η δυναμική της εσωστρεφούς, αυτοκαταστροφικής Αμερικής είναι τόσο ισχυρή όσο κάποιοι υποψιάζονται και αν τα φιλελεύθερα, κοσμοπολίτικα αντανακλαστικά έχουν αμβλυνθεί όσο κάποιοι πιστεύουν.
Στην Ευρώπη, η κρίση επιβεβαίωσε ότι υπάρχει όραμα, αλλά προς το παρόν τουλάχιστον το εκφράζει τραγικά μόνος του ο Πρόεδρος Μακρόν. Η Γερμανία παραμένει ένας γεωπολιτικός νάνος, ανίκανη να θεραπευθεί από την στρατηγική μυωπία που την χαρακτηρίζει σε όλη την διάρκεια της μεταψυχροπολεμικής εποχής.
Τα ζητήματα είναι όλα ανοιχτά και πάνω στο τραπέζι. Η συμφωνία για τον νέο προϋπολογισμό της Ένωσης, τον πιο κρίσιμο εδώ και τρεις δεκαετίες, μοιάζει την στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές πιο δύσκολη από ποτέ. Και να φανταστεί κανείς ότι δεν υπάρχει η Βρετανία που παραδοσιακά υπονόμευε τις όποιες ενοποιητικές δημοσιονομικές πρωτοβουλίες! Το ζήτημα για ένα Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου είναι σε κώμα. Η Ολοκλήρωση της τραπεζικής Ένωσης σε καταστολή. Οι υπεσχημένες από την νέα ηγεσία της Επιτροπής πράσινες επενδύσεις στο συρτάρι.
Η ΕΕ γεννήθηκε φιλελεύθερη, μεγάλωσε φιλελεύθερη, αλλά ωριμάζει απειλούμενη από τον λαϊκισμό (δεξιό και αριστερό) και κάθε κρίση – όπως η σημερινή – δοκιμάζει τις εύθραυστες αντοχές της. Η έλλειψη μιας πρωτοπορίας, μιας ηγετικής ομάδας, όχι απαραίτητα ομοιόμορφης πολιτικά και ιδεολογικά αλλά με κοινές εμπειρίες και ζώσες μνήμες συνεργασίας απειλεί να μετατρέψει τις δεδομένες και εύλογες διαφορές σε δομικά ρήγματα.
Αυτό που χρειαζόμαστε είναι συγκεκριμένες προτάσεις για το μέλλον και συγκεκριμένες αποφάσεις σε εύλογο χρονικό διάστημα. Η Συνθήκη της Λισαβόνας μας κληροδότησε ένα θεσμικό πλαίσιο που αδυνατεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις, γεωπολιτικές και γεωοικονομικές, της μετά-την-πανδημία εποχής.
Η πρόκληση της χειραφέτησης είναι πλέον αφόρητη. Η κρίση απειλεί να μετατρέψει τον πλανήτη σε «Βαϊμάρη». Το ίδιο και την Ευρώπη. Μπορώ να αντιληφθώ το ίσως αδόκιμο της αναλογίας. Μπορώ επίσης να καταλάβω το επιχείρημα ότι η συγκυρία και οι συσχετισμοί δεν ευνοούν το άνοιγμα μιας τέτοιας συζήτησης. Πολύ φοβάμαι, όμως, ότι αν περιμένουμε και άλλο δεν θα είναι συζήτηση ανανέωσης αλλά διαχείριση του τέλους της όποιας συνεννόησης σε παγκόσμιο επίπεδο έχει απομείνει.