Η υπογραφή της γαλλοϊταλικής συνθήκης αποτελεί τη θεσμοθέτηση της καλής σχέσης που έχει αναπτυχθεί μεταξύ του Μάριο Ντράγκι και του Εμανουέλ Μακρόν όλο αυτό το διάστημα. Καθώς οι δύο ηγέτες κινούνται στο ίδιο μήκος από την πρώτη στιγμή, η «Συνθήκη του Κυριναλίου» έρχεται να αποτυπώσει σε αποτυπώσει σε χαρτί τα πεδία της συνεργασίας τους. Αντίθετα με τον Μπόρις Τζόνσον, όπως φάνηκε και από τη νέα δημόσια αντιπαράθεση τους, ο Μακρόν έχει βρει έναν συνοδοιπόρο στο πρόσωπο του Ντράγκι.
Η συνθήκη που δόθηκε στη δημοσιότητα αναφέρεται τόσο σε στρατηγικούς στόχους της συμμαχίας όσο και σε ζητήματα χαμηλής πολιτικής. Υπάρχουν δηλαδή αναφορές στις κατευθύνσεις της εμβάθυνσης της σχέσης, στο πλαίσιο της συνεργασίας τους εντός της ΕΕ, όσο και της διάχυσης της κοινωνικοοικονομικής τους σύγκλισης, από τα τεχνικά ζητήματα στα υψηλής πολιτικής σημασίας.
Στο κείμενο διακρίνεται η αποφασιστικότητα του προέδρου Μακρόν να προχωρήσει τους στόχους σε βασικά πολιτικό στρατηγικά ζητήματα, όπως και η έμφαση του Μάριο Ντράγκι στις τεχνικές λεπτομέρειες. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά στην «οικοδόμηση μιας πραγματικής ευρωπαϊκής άμυνας», που απεικονίζει τις φιλοδοξίες του Παρισιού να σχηματίσει έναν διαφορετικό στρατιωτικό πόλο, πατώντας πάνω στα κεκτημένα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Παρά τη διάσταση που δημιουργήθηκε με τις Ηνωμένες Πολιτείες, το Παρίσι συνεχίζει να επαναλαμβάνει πως αυτός ο στρατιωτικός σχηματισμός θα είναι συμπληρωματικός της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, και όχι υποκατάστατο του. Το ζήτημα βέβαια είναι αν θα υπάρξει κάποια απτή πρόοδος σε αυτό τον τομέα.
Η φιλολογία για τις πιθανές επιπτώσεις στο ευρωπαϊκό πεδίο και οι παραλληλισμοί με τη σχέση Γαλλίας και Γερμανίας στο παρελθόν, όπου η Ιταλία την υποκαθιστά ή και την αντικαθιστά, μοιάζουν να εμπεριέχουν στοιχεία υπερβολής. Η κυβερνητική αλλαγή στη Γερμανία, το άγνωστο που αυτή επιφυλάσσει και το κενό που έχει προκύψει προσφέρεται για πρώιμα συμπεράσματα.
Ωστόσο, η Ιταλία δεν έχει ούτε το μέγεθος της Γερμανίας, ούτε βασικά κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά της, που έχουν αποτελέσει τη βάση του γαλλογερμανικού άξονα. Κοινό μυστικό άλλωστε είναι πως ο δεσμός μεταξύ Παρισιού και Ρώμης δεν είναι μία σχέση ισότητας. Ακόμα και στην Ιταλία πολλοί συζητούν για τον γαλλικό επεκτατισμό, σε οικονομικό επίπεδο, που λαμβάνει πλέον και πολιτικά χαρακτηριστικά.
Ωστόσο, σίγουρα θετικά μπορεί να κρίνει κάποιος μία συμμαχία μεταξύ δύο, σε γενικές γραμμές, μετριοπαθών ηγεσιών σε Παρίσι και Ρώμη, που θα μπορούσε να εργαστεί προς υλοποίηση σημαντικών στόχων, όπως η ψηφιακή και ενεργειακή μετάβαση, η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και η προώθηση πολιτιστικών και κοινωνικών ανταλλαγών. Το ζήτημα βέβαια παραμένει κατά πόσο θα γίνεται αισθητή η επίδραση τους στο ευρωπαϊκό μωσαϊκό και το σύνθετο διεθνές πεδίο.