Του Γιώργου Παυλόπουλου
Χθες, η μητρική εταιρία της Google, η Alphabet, έδωσε στη δημοσιότητα μια σειρά από περιορισμούς τους οποίους προτίθεται να θεσπίσει όσον αφορά στις πολιτικές διαφημίσεις που θα επιτρέπει στο δίκτυό του το δημοφιλέστερο «ψαχτήρι» του πλανήτη. Το νέο πλαίσιο αναμένεται να τεθεί σε εφαρμογή σύντομα και πάντως πριν την διεξαγωγή των πρόωρων βουλευτικών εκλογών στο Ηνωμένο Βασίλειο, στις 12 Δεκεμβρίου.
Υπενθυμίζεται επίσης ότι πρόσφατα, η Twitter ανακοίνωσε την πλήρη απαγόρευση των πολιτικών διαφημίσεων στην πλατφόρμα της. «Η πρόσβαση του πολιτικού μηνύματος είναι κάτι που πρέπει να κερδίζεται στην πράξη και όχι να αγοράζεται», είχε δηλώσει τότε ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρίας, Τζακ Ντόρσεϊ – χωρίς να κρύψει, μάλιστα, ότι και αυτή η απόφαση ελήφθη με το βλέμμα στραμμένο τόσο στην προαναφερθείσα εκλογική μάχη όσο και σε εκείνη της 3ης Νοεμβρίου 2020 στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Καθώς δε το ένα μετά το άλλο, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σπεύδουν να αναπροσαρμόσουν και να αυστηροποιήσουν το πλαίσιο λειτουργίας τους αυτή την περίοδο ή δέχονται ισχυρές πιέσεις για να το κάνουν, είναι φανερό ότι κάτι αλλάζει στο σύγχρονο σύστημα επικοινωνίας και ενημέρωσης. Αυτό, δηλαδή, που απευθύνεται κυρίως στη νεολαία και τείνει σταδιακά να αντικαταστήσει τα παραδοσιακά ΜΜΕ και τον ρόλο τους.
Ο κανόνας και οι εξαιρέσεις
Είναι χαρακτηριστικό ότι εκτός της Twitter και της Google, και το LinkedIn απαγόρευσε πέρυσι όλες τις «διαφημίσεις που τάσσονται υπέρ ή κατά ενός συγκεκτριμένου υποψηφίου ή μιας εκλογικής πρότασης ή που επιδιώκουν με οποιονδήποτε άλλο τρόπο να επηρεάσουν το αποτέλεσμα μιας εκλογικής αναμέτερησης». Κάτι ανάλογο συμβαίνει με το «φωτογραφικό» Pinterest, αλλά και με το Twitch, την διαδικτυακή πλατφόρμα για παιχνίδια.
Έτσι, εξαιρέσεις για την ώρα παραμένουν το Reddit, το Snap(chat) και, φυσικά, το Facebook. Μάλιστα, ο ιδρυτής και CEO του τελευταίου, Μάρκ Ζάκερμπεργκ, δέχεται έντονη κριτική, ειδικά από την πλευρά των Αμερικανών Δημοκρατικών, οι οποίοι «χρεώνουν» στο Μέσο του μερίδιο της ευθύνης για την επώδυνη ήττα που υπέστη το 2016 η Χίλαρι Κλίντον από τον Ντόναλντ Τραμπ.
Υπό αυτό το πρίσμα, οι επικείμενες εκλογές – στη Βρετανία, τις ΗΠΑ και αλλού – δεν αποτελούν παρά το έναυσμα ώστε η διαδικασία που έχει ήδη ξεκινήσει να γενικευθεί και να επιταχυνθεί. Σε αυτό βοηθούν, φυσικά, οι διάφορες θεωρίες περί «ξένων δακτύλων» και κακόβουλων κέντρων που προσπαθούν να εκμεταλλευτούν το Διαδίκτυο προκειμένου να παραπλανήσουν και να χειραγωγήσουν την κοινή γνώμη, με στόχο τελικά να υφαρπάξουν και την ψήφο της την κρίσιμη στιγμή.
Αντικειμενικά, λοιπόν, τίθεται το εξής ερώτημα: Είναι δικαιολογημένη η απαγόρευση των πολιτικών διαφημίσεων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης; Μήπως υπάρχουν κάποιοι που ευνοούνται και άλλοι που, αντιστοίχως, αδικούνται από αυτή την εξέλιξη;
Το Μέσο των αδυνάμων
Η αλήθεια είναι ότι – όπως ακριβώς συμβαίνει και με την ενημέρωση – το Internet είναι το μέσο των πιο αδύναμων. Αυτών, δηλαδή, που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να εμφανιστούν στα παραδοσιακά ΜΜΕ – τηλεόραση, εφημερίδες, ακόμη και ραδιόφωνο – ή είναι «κομμένοι» από αυτά και βρίσκουν σαφώες περισσότερες και πιο προσιτές ευκαιρίες στα πιο σύγχρονα.
Ας μην πάμε μακριά και ας μην ασχοληθούμε με περιθωριακά σχήματα. Ας δούμε τι συμβαίνει με τους Φιλελεύθερους του Ηνωμένου Βασιλείου, την επικεφαλής των οποίων, Τζο Σουίνσον, οι δύο μονομάχοι – Συντηρητικοί και Εργατικοί – απέκλεισαν με το έτσι θέλω από τις τηλεμαχίες ενόψει των εκλογών της 12ης Δεκεμβρίου, έστω κι αν έχουν την πιο καθαρή θέση από όλους αναφορικά με το Brexit. Σκεφτείτε, λοιπόν: Εάν αποκλειστούν και από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τι τους μένει για να διαδώσουν τις απόψεις και τις προτάσεις τους;
Φανταστείτε πόσο πιο δύσκολα θα είναι τα πράγματα για άλλους, που δεν είναι καν στο επίπεδο των Φιλελευθέρων. Μπλακ άουτ θα το έλεγε κανείς – και δεν θα είχε άδικο, όποια και αν είναι η δικαιολογία που προβάλλεται.
AP Photo/Amr Alfiky