Αρκετούς μήνες μετά την αναγγελία του Ντόναλντ Τραμπ πως θα διεκδικήσει το χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων εν όψει των προεδρικών εκλογών του 2024, ο Τζο Μπάιντεν, διάδοχος του στον Λευκό Οίκο ανακοίνωσε με τη σειρά του κι επίσημα ότι θα διεκδικήσει την επανεκλογή του. Ήταν κάτι αναμενόμενο εδώ και μερικούς μήνες αλλά και κάτι που λίγοι θα προέβλεπαν πέρυσι τέτοια εποχή, κυρίως λόγω της προχωρημένης ηλικίας αλλά και των χαμηλών ποσοστών αποδοχής του Προέδρου των ΗΠΑ.
Τι άλλαξε μέσα σε αυτό το διάστημα; Πρώτο και κύριο, είχαμε το αποτέλεσμα των Ενδιάμεσων Εκλογών, όπου οι Δημοκρατικοί τα πήγαν πολύ καλύτερα από ότι οι περισσότεροι αναλυτές ανέμεναν, χάνοντας οριακά τη Βουλή και αυξάνοντας την οριακή τους πλειοψηφία στη Γερουσία. Δεδομένου ότι ο Μπάιντεν είναι ο αρχηγός και ηγέτης του Κόμματος, δεδομένα πιστώθηκε ένα εκλογικό αποτέλεσμα στο ενδιάμεσο της θητείας του που ήταν πολύ καλύτερο από τα αντίστοιχα σχεδόν όλων των προκατόχων του στην προεδρία των ΗΠΑ.
Επιπλέον, σε ένα Δημοκρατικό Κόμμα διχασμένο ανάμεσα σε μία ανερχόμενη ριζοσπαστική Αριστερή ακτιβιστική βάση και μία πιο Κεντρώα παραδοσιακή ελίτ, η οποία τα τελευταία χρόνια έχει ενισχυθεί από εισροές απογοητευμένων μετριοπαθών πρώην Ρεπουμπλικάνων, ο Μπάιντεν παραμένει η καλύτερη διαθέσιμη συμβιβαστική εσωκομματική πρόταση την οποία αμφότερες οι πτέρυγες μπορούν -τουλάχιστον- να ανεχθούν.
Ειδικά εφόσον μιλάμε για τον νυν Προέδρο, η υποψηφιότητα του εγγυάται την εσωκομματική γαλήνη τουλάχιστον μέχρι τις επόμενες εκλογές και φυσικά δεν υπάρχει η παραμικρή περίπτωση να μην κερδίσει το χρίσμα, αν δεν μεσολαβήσει κάποιο συγκλονιστικό απρόοπτο.
Τέλος, η αίσθηση που υπάρχει ότι στην πλευρά των Ρεπουμπλικάνων είναι πως το μεγάλο φαβορί είναι αυτή τη στιγμή ο Τραμπ και αυτό δύσκολα θα αλλάξει, ειδικά όσο δεν αποσαφηνίζει τις προθέσεις του ο πιο επικίνδυνος εσωκομματικός του αντίπαλος, ο Κυβερνήτης της Φλόριντα, Ρον Ντε Σάντις.
Τούτο είναι κάτι που ευνοεί τον Μπάιντεν και ο λόγος είναι απλός: Οι δύο μεγάλες αντικειμενικές εκλογικές αδυναμίες του Μπάιντεν, η προχωρημένη του ηλικία και τα χαμηλά ποσοστά αποδοχής, μετριάζονται απέναντι σε έναν υποψήφιο μόλις τρία χρόνια μικρότερο του και με ακόμη χαμηλότερα ποσοστά αποδοχής. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι αρκετοί από τους ψηφοφόρους που δηλώνουν ότι δεν είναι ικανοποιημένοι από τον Πρόεδρο Μπάιντεν ευχαρίστως θα τον ψηφίσουν προκειμένου να αποτραπεί το ενδεχόμενο νέας θητείας του πρώην Προέδρου Τραμπ.
Υπάρχει ακόμη πολύς δρόμος μέχρι τις εκλογές του Νοεμβρίου του 2024 και πολλά μπορεί να αλλάξουν σε αυτό το διάστημα. Ωστόσο, οι (υποθετικές) μετρήσεις μίας τέτοιας ρεβάνς των εκλογών του 2020 ήδη καταδεικνύουν ότι σε μία τέτοια αναμέτρηση τον πρώτο λόγο θα είχε, με βάση τουλάχιστον τα σημερινά δεδομένα, ο νυν Πρόεδρος.
Ο Μπάιντεν μπορεί να ενθουσιάζει πολύ λιγότερο ακόμη και τον ίδιο τον σκληρό πυρήνα των υποστηρικτών του σε σχέση με τον Τραμπ, ο οποίος λατρεύεται από τους δικούς του. Ωστόσο, ταυτόχρονα, τρομάζει πολύ λιγότερο τους μετριοπαθείς κεντρώους ψηφοφόρους, οι οποίοι είναι και αυτοί που καθορίζουν τα εκλογικά αποτελέσματα στις ΗΠΑ, όπως έκαναν το 2020.
* Γράφει ο Νικόλας Νικολαΐδης, Διδάκτωρ Πολιτικών Επιστημών ΕΚΠΑ, Δικηγόρος