Του Simon Lester
Σε ένα άρθρο του στην Washington Post την προηγούμενη εβδομάδα, ο Josh Rogin υποστήριξε τα εξής:
“Παρά τα όσα μπορεί να έχετε διαβάσει, η στρατηγική των Ηνωμένων Πολιτειών έναντι της Κίνας δεν έχει ως στόχο την κήρυξη ενός ακόμη Ψυχρού Πολέμου, την επιβολή ενός παιγνίου μηδενικού αθροίσματος, ή πολύ περισσότερο τη νίκη σε μια 'σύγκρουση πολιτισμών'. Στην πραγματικότητα, ο στόχος της αντιμετώπισης του Τραμπ προς την Ασία είναι να αποφύγει την ευθεία σύγκρουση με την Κίνα. Για να γίνει όμως αυτό, θα πρέπει να αποτραπεί η Κίνα από το να συνεχίσει να βαδίζει στον δρόμο της επιθετικότητας.
Η ιδέα ότι η νέα προσέγγιση του Λευκού Οίκου για την αντιμετώπιση της οικονομικής επιθετικότητας και της στρατιωτικής επέκτασης της Κίνας εκφράζει μια 'ψυχροπολεμική νοοτροπία' είναι δημοφιλής μεταξύ δημοσιολόγων τόσο στην Ουάσινγκτον, όσο και στο Πεκίνο. Αυτή η κατηγορία όμως αποκαλύπτει μια παρανόηση ως προς το τι προσπαθούν οι Ηνωμένες Πολιτείες να κάνουν με την Κίνα…”
Ίσως εγώ να είμαι ένας από αυτούς τους δημοσιολόγους που είχε ο αρθρογράφος κατά νου, δεδομένου του ότι πριν από λίγο καιρό έγραψα τα εξής:
“Προς έναν Ψυχρό Πόλεμο με την Κίνα
Μερικές φορές, η πιο πρόσφατη ατάκα στους πολιτικούς κύκλους είναι απλώς ένα φευγαλέο πρωτοσέλιδο που γρήγορα θα ξεχαστεί. Η Χίλαρι Κλίντον, ως υποψήφια Πρόεδρος ζήτησε 'έξυπνο και δίκαιο εμπόριο'. Όμως εξαφανίστηκε από την πολιτική σκηνή πριν καταλάβουμε τι ακριβώς εννοούσε.
Άλλοτε πάλι, οι ατάκες αυτές μας οδηγούν σε πραγματικές αλλαγές πολιτικής. Λίγο μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, οι αξιωματούχοι της κυβέρνησης Μπους κατηγόρησαν τον Σαντάμ Χουσεϊν ότι εμπλεκόταν σ' αυτές. Τότε, η εισβολή στο Ιράκ δεν ήταν κάτι το αναπόφευκτο, και μπορεί να μη φαινόταν καν πιθανή, αλλά η κυβέρνηση, οπλισμένη με τη φράση 'όπλα μαζικής καταστροφής' απέκτησε πολεμική ορμή, κι αυτή έγινε τελικά η κατεύθυνση που ακολούθησε η χώρα.
Οι σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας υφίστανται παρόμοιες προσπάθειες να οριστούν βάσει μιας ορολογίας που ακούγεται πολύ σοβαρή, καθώς οι διαμορφωτές πολιτικής των ΗΠΑ αξιοποιούν τα πιο πρόσφατα συνθήματα και την αγελαία σκέψη. Ακούμε ότι οι σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας μπορεί να υποστούν μια 'συνειδητή αποσύνδεση'. Οι δύο χώρες μπορεί να οδεύουν προς έναν 'οικονομικό ψυχρό πόλεμο'. Ο πραγματικός πόλεμος δεν είναι ιδιαίτερα πιθανός (μολονότι ποτέ δεν ξέρει κανείς) πάντως υποτίθεται ότι βρισκόμαστε ενώπιον μιας τεκτονικής γεωπολιτικής αλλαγής”.
Σίγουρα γίνεται πολύς λόγος στην Ουάσινγκτον για έναν επικείμενο Ψυχρό Πόλεμο και μια “σύγκρουση πολιτισμών”. Ακούγονται όμως άραγε αυτά από την κυβέρνηση Τραμπ ή μόνο από τους δημοσιολόγους; Ο Ρόγκιν επισημαίνει ένα πρόσφατο σχετικό δεδομένο και γρήγορα το απορρίπτει:
“Όσοι επικρίνουν την πολιτική των ΗΠΑ έναντι της Κίνας υποστηρίζουν ότι οι ΗΠΑ βάλθηκαν να βρουν έναν νέο εχθρό μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης. Κάποιοι επισημαίνουν τα ατυχή σχόλια της Kiron Skinner, της διευθύντριας σχεδιασμού πολιτικής του Υπουργείου Εξωτερικών, η οποία χαρακτήρισε με άτσαλο τρόπο τον ανταγωνισμό μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας ως 'μία μάχη ανάμεσα σε πραγματικά διαφορετικούς πολιτισμούς και ιδεολογίες'. Αυτό ήταν ένα λάθος, και όχι μια δήλωση που προσδιορίζει την αμερικανική πολιτική”.
Κατά τη γνώμη μου όμως, το συνολικό απόσπασμα της Σκίνερ στο πλαίσιο της συζήτησής της με την Anne-Marie Slaughter καταδεικνύει ότι κρύβονται πολλά περισσότερα απ' όσα πιστεύει ο Ρόγκιν:
“Σκίνερ:...δεν θέλω να υποτιμήσω τον Ψυχρό Πόλεμο, και τον πραγματικό κίνδυνο που υπήρχε τότε για έναν πυρηνικό πόλεμο - καθώς και το γεγονός ότι φτάσαμε κοντά σ' αυτόν σε κάποιες στιγμές - αλλά όταν σκεφτόμαστε τη Σοβιετική Ένωση και εκείνο τον ανταγωνισμό, βλέπουμε ότι κατά κάποιο τρόπο επρόκειτο για μια εσωτερική διαμάχη της οικογένειας της Δύσης. Ο Καρλ Μαρξ ήταν ένας Γερμανός Εβραίος που ανέπτυξε μια φιλοσοφία η οποία πραγματικά εντάσσεται στο ευρύτερο σώμα της πολιτικής σκέψης… μοιράζεται κάποια πιστεύω ακόμη και με τον κλασικό φιλελευθερισμό. Πιστεύω συνεπώς ότι επρόκειτο για μια τεράστια διαμάχη στο πλαίσιο της οικογένειας της Δύσης.
Δείτε τη Σοβιετική Ένωση - ανήκε εν μέρει στη Δύση, εν μέρει στην Ανατολή - όμως είχε κάποια ανοίγματα που μας οδήγησαν στη Διακήρυξη του Ελσίνκι το 1975. Μια πολύ σημαντική ιδέα της Δύσης άνοιξε την πόρτα στην υπονόμευση της Σοβιετικής Ένωσης, ενός ολοκληρωτικού κράτους, επί τη βάσει αρχών που αφορούν ανθρώπινα δικαιώματα.
Αυτό δεν είναι εφικτό με την Κίνα. Εδώ πρόκειται για μια διαμάχη με έναν πραγματικά διαφορετικό πολιτισμό και μια διαφορετική ιδεολογία, μια διαμάχη που δεν έχουν γνωρίσει στο παρελθόν οι Ηνωμένες Πολιτείες καθώς δεν είχαν έναν τέτοιο οικονομικό ανταγωνιστή. Η Σοβιετική Ένωση ήταν μια χώρα με πυρηνικά όπλα, με έναν τεράστιο Κόκκινο Στρατό, αλλά και με μια καθυστερημένη οικονομία. Αυτή ήταν η ενόραση του Ρήγκαν την ώρα που οι υπηρεσίες πληροφοριών του έλεγαν το αντίθετο - είπε 'δεν βλέπω τα σημάδια ότι μπορεί να αντέξει μια τεχνολογική κούρσα με τη Δύση'. Με την Κίνα λοιπόν έχουμε έναν οικονομικό ανταγωνιστή, έχουμε έναν ιδεολογικό ανταγωνιστή, ο οποίος πραγματικά επιδιώκει μια κάποια παγκόσμια διεύρυνση την οποία πολλοί από μας δεν περίμεναν πριν από λίγες δεκαετίες, και νομίζω ότι είναι ομοίως εντυπωσιακό το γεγονός ότι αυτή είναι η πρώτη φορά που έχουμε να ανταγωνιστούμε μια μεγάλη δύναμη που δεν είναι Καυκασοειδής.
Σλότερ: Θυμίζετε μ' αυτά που λέτε τη Σύγκρουση των Πολιτισμών του Χάντινγκτον.
Σκίνερ: Κάποιες από αυτές τις ιδέες, αλλά λίγο διαφορετικά, και όλα αυτά τα πράγματα μαζί μπερδεύουν κάπως το κατεστημένο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, και πιστεύω ότι πρέπει να βγάλουμε τα ροζ γυαλιά μας και να δούμε κατάματα τη φύση της απειλής. Πιστεύω ακόμη ότι πρέπει να αντιμετωπίζουμε με σεβασμό αυτά που πιστεύω ότι επιδιώκουν να πετύχουν οι Κινέζοι”.
Άτσαλη η όχι, αυτό δεν ήταν ένα γλωσσικό ολίσθημα. Φαίνεται μια αρκετά επεξεργασμένη κοσμοθεώρηση, που πιθανώς έχει συζητηθεί στο Υπουργείο Εξωτερικών και την οποία η Σκίνερ διατύπωσε με σαφήνεια σε ένα πολύ δημόσιο βήμα.
Στην ίδια κατεύθυνση με τη συζήτηση περί Ψυχρού Πολέμου, αν και κάπως πιο συγκρατημένη, είναι η συζήτηση περί ανταγωνισμού μεταξύ Μεγάλων Δυνάμεων. Ως προς αυτό, υπάρχει η παρακάτω ομιλία του Christopher Ford από το αμερικανικό Υπουργείο Εξωτερικών, όπου λέει τα εξής:
“Μαθαίνοντας εκ νέου να έχουμε μια ανταγωνιστική νοοτροπία στον ανταγωνισμό των Μεγάλων Δυνάμεων
… Εξ αυτού φυσικά προκύπτει και η ανάγκη μας για μια ανταγωνιστική στρατηγική. Πράγματι, η πρόκληση από την Κίνα μπορεί να είναι βαθύτερη, καθώς κατά μία έννοια εξελίσσεται όχι μόνο στο σχετικά τετριμμένο πεδίο της realpolitik της ισχύος και της επιρροής, αλλά και στο βαθύτερο επίπεδο των, θα μπορούσαμε να πούμε, κοινωνικοπολιτικών 'λειτουργικών συστημάτων'. Όπως επισημαίνεται στην Στρατηγική Εθνικής Άμυνας 'καθίσταται ολοένα και σαφέστερο ότι η Κίνα και η Ρωσία θέλουν να διαμορφώσουν τον κόσμο κατά το αυταρχικό τους πρότυπο - αποκτώντας δύναμη αρνησικυρίας επί των οικονομικών και διπλωματικών απόφασεων, καθώς και επί των αποφάσεων που αφορούν την ασφάλεια άλλων χωρών'. Ιδιαίτερα η Κίνα ενδιαφέρεται πλέον έντονα να εξαγάγει το μοντέλο διακυβέρνησης του κρατικού καπιταλισμού και του αστυνομικού κράτους υψηλής τεχνολογίας σε άλλες χώρες - αυτό που πιστεύω ότι ο δημοσιογράφος Nicolas Kristof χαρακτήρισε κάποτε 'Λενινισμό της αγοράς' - την ίδια ώρα που παγιδεύει ολοένα και μεγαλύτερο μέρος του αναπτυσσόμενου κόσμου σε χειραγωγήσιμες εξαρτήσεις χρέους και 'νεο-νεοαποικιακές' οικονομικές σχέσεις. Ο παγκόσμιος ανταγωνισμός με άλλα λόγια γίνεται ιδεολογικός. Ολοένα και περισσότερο, φαίνεται ότι δεν αφορά μόνο το ποιος θα κυριαρχήσει στον κόσμο του 21ου αιώνα, αλλά και το ποιο θα είναι το λειτουργικό σύστημα αυτού του κόσμου, καθώς και το κυρίαρχο μοντέλο διακυβέρνησής του. Προφανώς είναι ένα σοβαρό ζήτημα.
Εδώ όμως ερχόμαστε στην ανταγωνιστική νοοτροπία. Για πολύ καιρό, η νοοτροπία μας ήταν μέρος του προβλήματος. Όπως έχω επισημάνει κι αλλού, μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η χώρα μας και το δημοκρατικό και καπιταλιστικό της 'λειτουργικό σύστημα' έμειναν φαινομενικά χωρίς αντίπαλο, με την αίσθηση της δικαίωσης μετά από δεκαετίες πάλης εναντίον ιδεολογικοποιημένων τυραννιών τόσο της Δεξιάς όσο και της Αριστεράς. Συμπεραίνοντας ότι οι σημαντικότερες συγκρούσεις μεταξύ ιδεολογιών και Μεγάλων Δυνάμεων στον κόσμο μας είχαν μόλις επιλυθεί αποφασιστικά υπέρ ημών, η κοινότητα διαμόρφωσης της πολιτικής μας πήρε αυτάρεσκα ρεπό από την ανταγωνιστική στρατηγική Μεγάλων Δυνάμεων - ενώ την ίδια ώρα η Κίνα είδε την ανάδυσή μας στην μεταψυχροπολεμική εποχή ως έναν πειστικό λόγο να βελτιώσει το ανταγωνιστικό της παιχνίδι, και το Πεκίνο αφιέρωσε τα τελευταία 25 χρόνια στην εφαρμογή μιας στρατηγικής που έχει ως στόχο την αμφισβήτηση και την υπονόμευση της ισχύος και επιρροής μας στον κόσμο”.
Είναι άραγε αυτό το είδος του ανταγωνισμού μεταξύ Μεγάλων Δυνάμεων παρόμοιο με τον Ψυχρό Πόλεμο ή μήπως με μια “σύγκρουση πολιτισμών”; Πιθανότητα είναι ένα ζήτημα αποχρώσεων. Ο Ρόγκιν υποστηρίζει ότι η κυβέρνηση Τραμπ απλώς “αποτρέπει” την Κίνα και δεν “συγκρούεται” μ' αυτή. Μια λεπτή γραμμή όμως χωρίζει αυτά τα δύο.
Δεν έχω συλλέξει το πλήρες εύρος των δηλώσεων των αξιωματούχων της κυβέρνησης Τραμπ ώστε να γνωρίζω τι πιστεύει το κάθε πρόσωπο. Μου φαίνεται όμως ότι υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι τουλάχιστον κάποιοι από αυτούς βλέπουν με ενθουσιασμό μια προοπτική που μοιάζει με έναν Ψυχρό Πόλεμο με την Κίνα.
--
Ο Simon Lester είναι αναπληρωτής διευθυντής του Κέντρου Μελετών Εμπορικών Πολιτικών Herbert A. Stiefel του Cato Institute.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στα αγγλικά στις 10 Ιουνίου 2019 και παρουσιάζεται στα ελληνικά με την άδεια του Cato Institute και τη συνεργασία του ΚΕΦίΜ - Μάρκος Δραγούμης.