«Να μην εμπλέκεται σε κρίσεις [όπως αυτή στην Ταϊβάν] που δεν είναι δικές της» θέλει ο Γάλλος πρόεδρος Μακρόν για την Ευρώπη, όπως είπε στη συνέντευξή του στο Politico στο πλαίσιο της τριήμερης επίσκεψής του στην Κίνα.
Όπως έχει λεχθεί σε άρθρο στο Liberal, η σημασία της επίσκεψης του Μακρόν από κοινού με την Ούρσουλα Φον ντερ Λάιεν, πρόεδρο της Κομισιόν, στο Πεκίνο έγκειται σε μια προσπάθεια για εμπλοκή της Κίνας σε ρόλο μεσολαβητή, προκειμένου να λήξει ο πόλεμος στην Ουκρανία, αλλά και στην αποκατάσταση των εμπορικών σχέσεων μεταξύ ΕΕ και Κίνας, οι οποίες έχουν πληγεί εξαιτίας της ρωσικής εισβολής.
Η επιτυχημένη μεσολάβηση της Κίνας στη διένεξη Ριάντ-Τεχεράνης σηματοδοτεί το ρόλο της Κινεζικής εξωτερικής πολιτικής σε διεθνείς κρίσεις, ανοίγοντας το δρόμο για διαμεσολάβηση και στο Ουκρανικό, το οποίο φαίνεται να βρίσκεται σε αδιέξοδο. Η Κίνα θεωρείται ως η μόνη χώρα ικανή να ασκήσει αποτελεσματική διπλωματική πίεση στη Μόσχα και να φέρει όλα τα μέρη της σύγκρουσης στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Η επίσκεψη του Μακρόν έληξε με μια κοινή δήλωση των δύο χωρών περί αποκατάστασης της ειρήνης στην Ουκρανία στη βάση του διεθνούς δικαίου, διαψεύδοντας τις αρχικές επιδιώξεις του για Κινέζικη επιρροή στη Μόσχα, ακριβώς όπως συνέβη με την προσπάθειά του το Φεβρουάριο του 2022 να πείσει τον Πούτιν για αλλαγή στάσης στο Ουκρανικό. Στο παρελθόν έχουν γίνει ανάλογες προσπάθειες, με επισκέψεις Ευρωπαίων ηγετών να προηγούνται αυτής του Μακρόν, τόσο από τον Καγκελάριο ΌλαφΣολτς, τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ και τον πρωθυπουργό της Ισπανίας Πέδρο Σάντσεθ, χωρίς να φέρουν τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα.
Χάσμα Ευρώπης - ΗΠΑ στην πολιτική τους για την Κίνα
Η επίσκεψη Μακρόν στο Πεκίνο σε συνδυασμό με την επίσκεψη της προέδρου της Ταϊβάν Τσάι Ινγκ-Βεν στην Καλιφόρνια των ΗΠΑ σηματοδοτούν το χάσμα στη στάση Αμερικής και Ευρώπης απέναντι στην Κίνα.
Στην Ουάσινγκτον φαίνεται ότι έχουμε περάσει σε μια στρατηγική αντίληψη που ακολουθεί σκληρές γραμμές απέναντι στην Κίνα, κάνοντας λόγο για οικονομική αποσύνδεση (decoupling) της Δύσης από το Πεκίνο αλλά και για συγκαλυμμένη υποστήριξη της Ρωσίας η όποια προσπάθεια να δράσει ως “διαμεσολαβητής” στο Ουκρανικό. Αντιθέτως, η γαλλική εξωτερική πολιτική φαίνεται να διέπεται από ρεαλισμό, αποσκοπώντας να διαδραματίσει έναν “άλλο δρομο”, πιο συμφιλιωτικό απέναντι στην Κίνα, σε αντίθεση με την αμερικανική συγκρουσιακή πολιτική.
Η Πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα Φον ντερ Λάιενπου συνόδευσε τον Μακρόν στην επίσκεψή του στην Κίνα, άσκησε πίεση στον ΣιΤζινγκπινγκ ώστε να μην προβεί σε ενίσχυση της υποστήριξής του προς τη Μόσχα, χρησιμοποιώντας ως αντιστάθμισμα τις εμπορικές σχέσεις ΕΕ-Κίνας. Σε αυτό το σημείο αξίζει να θυμηθούμε την πρόσφατη ομιλία της, στην οποία υιοθετεί αυστηρότερη στάση απέναντι στην Κίνα, μιλώντας για «economic de-risking», δηλαδή ακύρωση της εμπορικής συμφωνίας με το Πεκίνο του 2020, γεγονός που εξηγείται από τις φήμες περί υποψηφιότητάς της ως επερχόμενη ΓΓ του ΝΑΤΟ.
Προδήλως, το ζήτημα της Ταϊβάν έχει διαφορετική βαρύτητα για την Ευρώπη και για τις ΗΠΑ, όπως φάνηκε από τις δηλώσεις του Μακρόν στο Politico, ενώ αντιθέτως, οι ΗΠΑ θεωρούν την Ταϊβάν κεντρικό θέμα στις σινοαμερικανικές σχέσεις επί δεκαετίες, με τακτική αποστολή όπλων προς υποστήριξη της Ταϊβάν.
Κάλεσμα Μακρόν για Στρατηγική Αυτονομία Ευρώπης
Στην ίδια συνέντευξη ο Μακρόν καλεί την Ευρώπη να αναπτύξει τη στρατηγική της αυτονομία (με ηγέτιδα σε αυτήν την προσπάθεια ενδεχομένως τη Γαλλία), μειώνοντας την εξάρτησή της από τις ΗΠΑ και αποφεύγοντας το ενδεχόμενο να παρασυρθεί σε μια αντιπαράθεση μεταξύ Πεκίνου και Ουάσινγκτον για την Ταϊβάν, ώστε τελικά να μην καταλήξει ακόλουθος της ατζέντας των ΗΠΑ στην Κίνα.
H αυξημένη εξάρτηση της Ευρώπης από τις ΗΠΑ για οπλικά συστήματα και για ενέργεια είναι μερικά από τα θέματα που έθιξε ο Μακρόν στη συνέντευξη, καλώντας την Ευρώπη να εστιάσει την προσοχή της στην ενίσχυση της Ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας. Λόγος έγινε και για τη «εξωεδαφικότητα» του δολαρίου και για την εργαλειοποίησή του από την Ουάσινγκτον, αναγκάζοντας ευρωπαϊκές επιχειρήσεις να εγκαταλείψουν τις οικονομικές τους δραστηριότητες σε τρίτες χώρες, ώστε να αποφύγουν τυχόν δευτερεύουσες κυρώσεις.
Φαίνεται πως η Γαλλία παίζει το χαρτί της Γκωλικής πολιτικής -όπως επισημαίνουν πολλοί παρατηρητές- εστιάζοντας στην ανάγκη για μια ξεκάθαρη θέση της Ευρώπης στο ζήτημα της Κίνας που ξεπερνά τα όρια της διατλαντικής συνεργασίας και υπάρχει χωρίς αυτήν.
Η σκληρή ισχύς (hardpower) έως τώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελούνταν από τη Γερμανία στο κομμάτι της οικονομικής ισχύος και τη Γαλλία στο κομμάτι της στρατιωτικής ισχύος και της άμυνας, συνιστώντας μάλιστα και τη μοναδική χώρα στην ΕΕ που διαθέτει πυρηνικά. Το ταξίδι του Μακρόν στο Πεκίνο σηματοδοτεί μια προσπάθεια να ξεκινήσει όντως ο διάλογος για μια στρατηγικά αυτόνομη Ευρώπη αλλά και για τον ηγετικό ρόλο της Γαλλίας στο εγχείρημα αυτό.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία θα συνεχίσει να “τεστάρει” την ικανότητα κινητοποίησης πόρων και την πολιτική συνοχή των κρατών μελών της ΕΕ, ενώ συγκρούσεις στη “γειτονιά” (βλ. Σαχέλ, Λιβύη) δε θα πάψουν σύντομα. Σε αυτό το γεωπολιτικό πλαίσιο, η ΕΕ οφείλει να μην εγκαταλείψει την ιδέα της στρατηγικής αυτονομίας και να επενδύσει στις δυνατότητές της.
Τι σημαίνει η Στρατηγική Αυτονομία για την Ελλάδα;
Ο λόγος του Μακρόν για Στρατηγική Αυτονομία της Ευρώπης έχει και μια εσωτερική πτυχή που αφορά στα εθνικά συμφέροντα της Ελλάδας, καθώς η Γαλλία είναι η μοναδική χώρα που παρέχει στην Ελλάδα μια ρήτρα αμυντικής συνδρομής (mutualassistanceclause), ανοίγοντας το δρόμο για τη στρατηγική αυτονομία και της Ελλάδας.
Συγκεκριμένα, η Ελληνογαλλική συμφωνία της 28ης Σεπτεμβρίου 2021 προβλέπει τη ρήτρα αμοιβαίας αμυντικής συνδρομής ανάμεσα στις δύο χώρες. Η συμφωνία αυτή ενισχύει την αποτρεπτική ισχύ και την ασφάλεια της Ελλάδας, θωρακίζοντάς την από απειλές στην Ανατολική Μεσόγειο, καθώς έμπρακτα υποδηλώνει την υποχρέωση κάθε συμβαλλόμενου μέρους να παρέχει αμυντική υποστήριξη στο άλλο, σε περίπτωση που το δεύτερο δέχεται ένοπλη επίθεση κατά της εδαφικής του επικράτειας, παρακάμπτοντας τους περιορισμούς που επιβάλλει το ΝΑΤΟ.
H Ελληνογαλλική συμφωνία μπορεί να αποτελέσει το πρώτο βήμα στην κατεύθυνση της στρατηγικής αυτονομίας της ΕΕ με ηγέτιδα τη Γαλλία -σύμφωνα με το όραμα του Ντε Γκωλ- καθώς το Παρίσι αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο της εξισορρόπησης ισχύος στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, ενώ σηματοδοτεί μια πρώτη ενέργεια στην κατεύθυνση της κοινής ευρωπαϊκής αμυντικής πολιτικής.
Τέλος, η Κίνα και η Ελλάδα είναι στρατηγικοί εταίροι από το 2006 στην υλοποίηση της πρωτοβουλίας “OneBelt, OneRoadInitiative” του Πεκίνου μεταξύ άλλων, με την επένδυση της COSCO στο λιμάνι του Πειραιά να αποτελεί ενδεικτικό έργο. Αυτό υποδηλώνει μια πιο ανοιχτή και συμφιλιωτική στάση (στο πνεύμα των επιταγών του Μακρόν) της Ελλάδας, παίρνοντας απόσταση από τις σκληροπυρηνικές ΗΠΑ στο θέμα Κίνα.
Διπλωματική αποτυχία ή βήμα προς μια αυτόνομη Ευρώπη;
Ο πόλεμος της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας κατέδειξε την εξάρτηση της Ευρώπης από τις ΗΠΑ στο κομμάτι της άμυνας, τόσο σχετικά με την πυρηνική αποτροπή όσο και με τις κρίσιμες συμβατικές δυνατότητες.
Το 2023 συνιστά κρίσιμο σταυροδρόμι για την Ευρωπαϊκή Στρατηγική Αυτονομία, με πολλούς από τους στόχους του StrategicCompass -οδικού χάρτη της ΕΕ για ασφάλεια και άμυνα να πρέπει να ολοκληρωθούν.
Προωθώντας για μια ακόμη φορά το δόγμα της Στρατηγικής Αυτονομίας της Ευρώπης, ο Μακρόν καλεί την Ευρώπη “να πάψει να είναι follower των ΗΠΑ” και να ακολουθήσει το δικό της “άλλο δρόμο” στην εξωτερική πολιτική. Πραγματική αυτονομία από τις ΗΠΑ θα σήμαινε αύξηση αμυντικών δαπανών και ενδεχομένως περαιτέρω ολοκλήρωση στην ΕΕ στο κομμάτι της άμυνας.
Πολλοί κάνουν λόγο για «λάθος timing» του Μακρόν περί διαχωρισμού της Ευρώπης από τις ΗΠΑ στο θέμα Ταϊβάν, καθώς αμέσως μετά την αποχώρησή του ο Κινέζος πρόεδρος έδωσε εντολή για στρατιωτικές ασκήσεις μεγάλης κλίμακας κοντά στην Ταϊβάν. Αξίζει επίσης να αναφέρουμε ότι ο Μακρόν επισκέφτηκε τον Κινέζο Πρόεδρο με τη συνοδεία στελεχών γαλλικών εταιριών. Η συνοδεία στέλνει αντιφατικά μήνυματα προς την Κίνα, αυτό του «businessasusual», ότι οι σινογαλλικές εμπορικές σχέσεις έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα από το Ουκρανικό, αποδυναμώνοντας συνολικά τη βαρύτητα των αιτημάτων του Μακρόν
Το να συμφωνηθεί μια ενιαία στάση απέναντι στην Κίνα είναι δύσκολο, και σίγουρα η θέση του Μακρόν δεν συνιστά -όπως αποδείχθηκε- κοινή ευρωπαϊκή θέση. Παρ’όλα αυτά, τα σχόλια του Μακρόν για ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία καταδεικνύουν την αδήριτη ανάγκη να ενισχυθεί η Ευρώπη αμυντικά χωρίς να περιμένει πάντα το θείο Σαμ «να βγάλει το φίδι από την τρύπα».
Η Στρατηγική Αυτονομία δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να πεταχτεί στο καλάθι των αχρήστων. Αύξηση των αμυντικών προϋπολογισμών, συντονισμός κοινών δαπανών και ενίσχυση της αμυντικής βιομηχανίας είναι μερικά από τα βήματα που πρέπει τα κράτη-μέλη της ΕΕ να εφαρμόσουν σε αυτήν την κατεύθυνση. Η ΕΕ παρέχει το θεσμικό πλαίσιο για να καταστεί κάτι τέτοιο δυνατό.
Η σημαντική οικονομική στήριξη της ΕΕ προς την Ουκρανία αποδεικνύει το ότι η ΕΕ μπορεί να κάνει το «heavylifting» σε κρίσεις ασφάλειας, ενώ η ενίσχυση της Στρατηγικής Αυτονομίας μπορεί να αναδείξει την ΕΕ σε σοβαρό παίκτη στη γεωπολιτική σκακιέρα.
* Η Ευαγγελία Καπέλη είναι μεταπτυχιακή φοιτήτρια δημόσιας πολιτικής στο πανεπιστήμιο Sciences Po Paris και υπότροφος του ιδρύματος Λίλιαν Βουδούρη. Είναι απόφοιτος του τμήματος Διεθνών & Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς και πρώην κάτοχος της Διεθνούς Κοινοβουλευτικής Υποτροφίας (IPS) της Γερμανικής Κάτω Βουλής για το 2022