Του Γιώργου Παυλόπουλου
Στην Ουάσινγκτον και τον Ντόναλντ Τραμπ σπεύδουν την ερχόμενη εβδομάδα, με διαφορά τριών ημερών, ο Εμανουέλ Μακρόν και η Άνγκελα Μέρκελ. Όπως έχει ανακοινώσει και επισήμως ο Λευκός Οίκος, οι ηγέτες της Γαλλίας και της Γερμανίας θα βρεθούν στον Λευκό Οίκο την Τρίτη 24 και την Παρασκευή 27 Απριλίου αντιστοίχως, προκειμένου να συζητήσουν τρία (τουλάχιστον) μείζονος σημασίας θέματα: Τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, τις σχέσεις της Δύσης με τη Ρωσία στο φόντο των τελευταίων εξελίξεων στη Συρία, αλλά και την απειλή του εμπορικού πολέμου ανάμεσα σε ΗΠΑ και ΕΕ, με αφορμή τους αμερικανικούς δασμούς σε χάλυβα και αλουμίνιο.
Όσον αφορά στο Ιράν, η κατάσταση καθίσταται κυριολεκτικά πιεστική όσο πλησιάζει το ορόσημο της 12ης Μαΐου. Πρόκειται για την ημερομηνία μέχρι την οποία ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών οφείλει να έχει ανακοινώσει την απόφασή του αναφορικά με το εάν η χώρα του θα συνεχίσει να δεσμεύεται ή όχι από την υπογραφή που έβαλε το 2015, επί προεδρίας Μπαράκ Ομπάμα, μαζί με τους υπόλοιπους της «Ομάδας των 6». Όπως είναι γνωστό, ο Τραμπ έχει χαρακτηρίσει την εν λόγω συμφωνία ως τη «χειρότερη που έχουν υπογράψει ποτέ οι ΗΠΑ», ενώ έχει διαμηνύσει ότι θα αποσύρει την υπογραφή τους.
Οι Ευρωπαίοι, αντιθέτως, ειδικά δε οι Γάλλοι και οι Γερμανοί που επίσης την έχουν υπογράψει, επιμένουν ότι πρέπει να εφαρμοστεί, διότι σε αντίθετη περίπτωση οι κίνδυνοι νέων συγκρούσεων στην περιοχή της Μέσης Ανατολής θα πολλαπλασιαστούν. Οι τελευταίες δε εξελίξεις και το πολεμικό κλίμα που διαμορφώνεται ανάμεσα στο Ιράν και το Ισραήλ μοιάζουν να δικαιώνουν απολύτως τις ανησυχίες Παρισιού και Βερολίνου.
Αξίζει να σημειωθεί, μάλιστα, ότι στην προσπάθειά τους να διασώσουν τη συμφωνία, Μακρόν και Μέρκελ επιχείρησαν να... δελεάσουν προκαταβολικά τον Τραμπ, προτείνοντας να υιοθετηθούν ορισμένες επιπλέον «λάιτ» κυρώσεις σε βάρος της Τεχεράνης σε επίπεδο Ε.Ε. Δυστυχώς γι'' αυτούς, όμως, απέτυχαν παταγωδώς, καθώς συνάντησαν έντονες αντιδράσεις (ακόμη και βέτο) από μια σειρά εταίρους, όπως είναι – σύμφωνα με τις υπάρχουσες πληροφορίες – η Ιταλία, η Αυστρία, αλλά και η Ελλάδα.
Την ίδια στιγμή, είναι προφανές ότι εξαιρετικά περίπλοκα είναι τα πράγματα και με τη Ρωσία – η οποία, άλλωστε, αποτελεί και τον πιο ισχυρό σύμμαχο του Ιράν. Παρά τη συμμετοχή της Γαλλίας στις πυραυλικές επιθέσεις του περασμένου Σαββάτου, 14 Απριλίου (η Γερμανία στήριξε φραστικά, αλλά δεν είχε ενεργό συμμετοχή), οι Ευρωπαίοι δεν δείχνουν διάθεση να κλιμακώσουν και να οδηγηθούν σε κατά μέτωπο σύγκρουση με τη Μόσχα. Απόδειξη, εκτός των άλλων, το γεγονός πως δεν βρέθηκαν αρκετοί εταίροι να τείνουν ευήκοον ους στην πρόταση για νέες κυρώσεις σε βάρος της – ενώ την Τετάρτη, η Μέρκελ δήλωσε έτοιμη για συνάντηση το συντομότερο δυνατό με τον Πούτιν, τον οποίο θεωρεί μέρος της λύσης στα μεγάλα γεωπολιτικά προβλήματα, της Συρίας συμπεριλαμβανομένης.
Τέλος, όσον αφορά το μέτωπο της οικονομίας, παρά την προσωρινή εξαίρεση της ΕΕ από τους δασμούς που έχει ανακοινώσει ο Τραμπ, η επιβολή τους έχει προκαλέσει έντονη δυσφορία στις τάξεις των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, καθώς και ανησυχία για το ενδεχόμενο να πυροδοτήσουν ένα γενικευμένο και παγκόσμιο εμπορικό και νομισματικό πόλεμο – ενώ εκτιμάται ότι πρακτικά εκμηδενίζονται οι όποιες πιθανότητες έχουν απομείνει για την υπογραφή μιας αμοιβαία επωφελούς συνθήκης ελεύθερου εμπορίου, της περίφημης ΤΤΙΡ. Αναμφίβολα, η παραπάνω διαπίστωση αφορά πρωτίστως τη γερμανική κυβέρνηση, η οποία συνειδητοποιεί ότι καλείται να προφυλάξει το πολύτιμο πλεόνασμα το οποίο αποκομίζει από τις συναλλαγές της με τις ΗΠΑ (της τάξης των 65 δισ. δολαρίων ετησίως) – το οποίο ο Τραμπ πιέζει με κάθε τρόπο ώστε να μειωθεί σημαντικά.
Θα βγει, άραγε, λευκός καπνός από τις συναντήσεις που θα έχουν οι ηγέτες των δύο ισχυρότερων χωρών της Ευρώπης με τον «πλανητάρχη»; Και αν ναι, σε ποια από τα τρία προαναφερθέντα μέτωπα; Κοντός ψαλμός...
John MacDougall/Pool Photo via AP