Η πολιτική κρίση η οποία εκδηλώθηκε πλέον ανοιχτά στην Γερμανία αυτή την εβδομάδα ενδέχεται σύντομα να αποτυπωθεί και στην κυβέρνηση της (παραπαίουσας) Άνγκελα Μέρκελ, χωρίς να αποκλείεται το σενάριο των εκλογών πριν ολοκληρωθεί η θητεία της, το φθινόπωρο του 2021. Δύο από τις τρεις συνιστώσες της κυβέρνησης, άλλωστε, είναι τα παραδοσιακά κόμματα της χώρας, οι Χριστιανοδημοκράτες και οι Σοσιαλδημοκράτες, τα οποία είναι φανερό πλέον ότι αναζητούν εναγωνίως ταυτότητα και αξιόπιστη ηγεσία – και μαζί, ψάχνουν τα χαμένα τους... ποσοστά στις εκλογές και τις δημοσκοπήσεις!
Η κατάσταση αυτή, όπως εύκολα μπορεί να καταλάβει κανείς, έχει άμεση επίπτωση και στις εξελίξεις στην Ευρώπη. Και μάλιστα, σε μια ιδιαιτέρως κρίσιμη περίοδο: Μετά το Brexit και ενώ έχει ξεκινήσει η διαπραγμάτευση για την μελλοντική σχέση με το Ηνωμένο Βασίλειο. Καθώς ο Τραμπ απειλεί με εμπορικό πόλεμο, ο Πούτιν με ενεργειακή εξάρτηση και οι Κινέζοι με οικονομική άλωση. Την ώρα που μαίνονται οι πόλεμοι στην γειτονιά της Ευρώπης απειλώντας τη με νέα προσφυγικά κύματα. Σε μια στιγμή που οι χώρες των δυτικών Βαλκανίων αναμένουν το σήμερα για την έναρξη των ενταξιακών συνομιλιών. Και βεβαίως, ενώ εκκρεμεί η λήψη μιας σειράς στρατηγικών αποφάσεων που θα κρίνουν σε μεγάλο βαθμό το μέλλον της ΕΕ και της ευρωζώνης.
Η... μπάλα που «καίει»
Μιλώντας με ποδοσφαιρικούς ή μπασκετικούς όρους, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι το παιχνίδι για την Ευρώπη έχει φτάσει σε τόσο κρίσιμο σημείο που η μπάλα κυριολεκτικά «καίει» και μόνο οι μεγάλοι παίκτες μπορούν να πάρουν πάνω τους τις τελικές προσπάθειες. Στη συγκεκριμένη περίπτωση και μετά το «αντίο» των Βρετανών, δηλαδή, οι εξής... δυόμιση: Η Γερμανία, η Γαλλία και δευτερευόντως η Ιταλία.
Όπως προαναφέραμε, όμως, η πρώτη ουσιαστικά παραπαίει, μετά τα αλλεπάλληλα σκληρά... τάκλιν που έχει δεχθεί. Όσο για την τρίτη, μοιάζει να μην έχει βρει ακόμη τον προσανατολισμό της στο γήπεδο, ενώ δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο να γίνει αλλαγή στην περίπτωση που η σοβούσα κρίση κλιμακωθεί και εκεί, οδηγώντας επίσης σε πρόωρες εκλογές.
Τι μένει, λοιπόν; Μα προφανώς, ο Εμανουέλ Μακρόν! Ο πρόεδρος της Γαλλίας ο οποίος, αν και δεν μπορεί να χαρακτηριστεί παντοδύναμος ή χωρίς προβλήματα, εμφανίζεται να διαθέτει μια σειρά πλεονεκτήματα έναντι των υπολοίπων: Αν και το κόμμα του θα περάσει τη δοκιμασία των δημοτικών εκλογών τον Μάρτιο, η επόμενη πολιτική αναμέτρηση που θα κρίνει το μέλλον του Μακρόν απέχει αρκετά – ως τις προεδρικές και βουλευτικές εκλογές της άνοιξης του 2022. Επίσης, για την ώρα έχει καταφέρει να συντηρήσει το προφίλ του «αήττητου» στις κοινωνικές αναμετρήσεις τόσο με τα «Κίτρινα Γιλέκα» όσο και με τους απεργούς ενάντια στην μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού. Και τέλος, παρεμβαίνει ενεργά στα διεθνή μέτωπα, αναλαμβάνοντας όλες τις ειδικές και δύσκολες αποστολές που κανείς άλλος Ευρωπαίος δεν μπορεί να φέρει σε πέρας.
Φέτος, όχι του χρόνου
Έτσι, το μόνο που μπορεί να κάνει η ΕΕ εάν δεν θέλει να παραμείνει βυθισμένη σε τέλμα, είναι να ποντάρει τα ρέστα της στον Μακρόν. Έχοντας, βεβαίως, επίγνωση πως ούτε αυτός έχει απεριόριστο χρόνο στη διάθεσή του, καθώς κάπου στα μέσα του επόμενου έτους, του 2021, θα αρχίσει να ρίχνει το βάρος του στην προσπάθεια να επανεκλεγεί – κάτι που κάθε άλλο παρά εύκολο ή, πολύ περισσότερο, δεδομένο μπορεί να θεωρηθεί.
Πρακτικά, λοιπόν, το 2020 είναι έτος-κλειδί. Είτε θα περάσει του Μακρόν είτε η κρίση θα γενικευτεί.