Του Γιώργου Παυλόπουλου
Θυελλώδεις είναι οι εξελίξεις των τελευταίων ημερών στον Λίβανο και το Ιράκ. Στην πρώτη χώρα, η κυβέρνηση υπέβαλε ήδη την παραίτησή της και η ηρεμία έδειξε να αποκαθίσταται, έστω και προσωρινά, στους δρόμους της Βηρυτού. Όσο για τη δεύτερη μια ανάλογη παραίτηση είναι πολύ πιθανό να ανακοινωθεί από μέρα σε μέρα, αν όχι από ώρα σε ώρα, καθώς ο πρωθυπουργός έχει χάσει την εμπιστοσύνη της κοινωνίας και τη στήριξη των δύο μεγαλύτερων κομμάτων.
Γιατί μας ενδιαφέρει, θα πει κανείς, που συμβαίνουν τέτοιες εξελίξεις στον Λίβανο και το Ιράκ; Για πολλούς λόγους, είναι η απάντηση. Ας περιοριστούμε μόνο σε τρεις από αυτούς.
Ο ένας είναι ότι εάν αυτή η κατάσταση συνεχιστεί και επιδεινωθεί, νέα κύματα προσφύγων θα κατευθυνθούν προς Δυσμάς και θα επιχειρήσουν να διασχίσουν τη Μεσόγειο και το Αιγαίο, εντείνοντας ένα ήδη μεγάλο πρόβλημα. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται, φυσικά, τόσο στο εσωτερικό των χωρών υποδοχής όσο και συνολικά στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι αποδεικνύεται για μια ακόμη φορά ότι από όπου και όπως κι αν επιχειρήσει κανείς να προσεγγίσει την Μέση Ανατολή, θα καταλάβει ότι... μυρίζει μπαρούτι. Η κατάσταση είναι τόσο ασταθής που μοιάζει με ένα πλεούμενο στο οποίο για κάθε τρύπα που κλείνεται, ανοίγουν δύο ή τρεις άλλες, συνεχίζοντας να γεμίζουν με νερό τα αμπάρια του και απειλώντας να το βουλιάξουν.
Όσο για τον τρίτο (αν και όχι τον τελευταίο) λόγο, αυτός έχει να κάνει με τον χαρακτήρα του λαϊκού ξεσπάσματος στις δύο αυτές χώρες. Αυτόν, δηλαδή, που εξακολουθεί να φέρει αναλλοίωτο το DNA της αποκαλούμενης «Αραβικής Άνοιξης», επιχειρώντας να προτάξει το κοινωνικό ζήτημα και να περάσει σε δεύτερη μοίρα τις έντονες εθνοτικές και θρησκευτικές διαφορές και συγκρούσεις – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι παύουν να υφίστανται.
Στο σημείο αυτό αξίζει να σταθούμε λίγο περισσότερο. Και να σημειώσουμε ότι αρκετοί, ακολουθώντας την πεπατημένη, επιχείρησαν να βρουν «ξένο δάκτυλο» στις μεγάλες και βίαιες διαδηλώσεις, καθώς και «ξεκαθάρισμα λογαριασμών» ανάμεσα στις ξένες δυνάμεις που εμπλέκονται, άμεσα ή έμμεσα, στις εξελίξεις που σημειώνονται στις δύο χώρες.
Η Τεχεράνη απειλεί
Δεν μπορεί να πει κανείς ότι έχουν εντελώς άδικο. Το αποδεικνύει, άλλωστε, η στάση της Τεχεράνης στην περίπτωση του Ιράκ και της οργάνωσης Χεζμπολάχ στον Λίβανο, που ήταν ταυτόσημη: Και στις δύο περιπτώσεις, ουσιαστικά καταδικάστηκαν οι διαδηλώσεις και οι συμμετέχοντες σε αυτές, έγινε λόγος για «αλλότρια συμφέροντα» που εξυπηρετούν και καταβλήθηκε προσπάθεια να στηριχθούν οι κυβερνήσεις – αμφότερες συνεργασίας, στις οποίες συμμετέχουν και τα σιϊτικά κόμματα που πρόσκενται φίλα προς το Ιράν.
Στην πραγματικότητα, όμως, μια τέτοια ερμηνεία παραγνωρίζει, καταρχήν, το γεγονός της δραματικής οικονομικής κατάστασης στην οποία ζει μεγάλος μέρος του πληθυσμού αυτών των χωρών και πρωτίστως η νεολαία, που αποτελεί το πολυπληθέστερο και πιο δυναμικό κομμάτι των κοινωνιών τους. Και μάλιστα, την ίδια στιγμή που ο πλουτισμός και η διαφθορά στα ανώτατα κλιμάκια, ανεξαρτήτως εθνικότητας και θρησκείας, κυριολεκτικά βγάζουν μάτι.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τις διεθνείς αντιδράσεις. Διότι μπορεί η Τεχεράνη να αντιδρά και να απειλεί ή ακόμη και να συμμετέχει ενεργά στην αιματηρή καταστολή των διαδηλώσεων, όμως δεν υπάρχει κάποια δύναμη η οποία να έχει βγει να τις στηρίξει φανερά.
Στον Λίβανο, για παράδειγμα, η Γαλλία – ως παλιά αποικιοκρατική δύναμη της περιοχής – ζήτησε να αποκατασταθεί η τάξη επειγόντως και να συγκροτηθεί νέα κυβέρνηση, υπό τον ίδιο πρωθυπουργό. Στο δε Ιράκ, η εκπρόσωπος των Ηνωμένων Εθνών που μετέβη εσπευσμένα στη Βαγδάτη για να διαμεσολαβήσει, δικαιολόγησε ανοιχτά την κυβέρνηση: «Καμία κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να διαχειριστεί ολοκληρωμένα την κληρονομιά του παρελθόντος και τις προκλήσεις του παρόντος μέσα σε μόλις ένα χρόνο που έχει την εξουσία», όπως είπε.
Μάλλον, λοιπόν, αυτή τη φορά – όπως και το 2011 – τρέχει κάτι διαφορετικό από τα συνήθη. Και ως τέτοιο πρέπει να ερμηνευθεί και να αντιμετωπιστεί.
AP Photo/Hussein Malla