Η Χεζμπολάχ και ο σύμμαχός της, το κίνημα Αμάλ, ανακοίνωσαν το Σάββατο ότι είναι έτοιμοι να συμμετάσχουν ξανά στις συνεδριάσεις της κυβέρνησης του Λιβάνου, έπειτα από τρεις και πλέον μήνες πολιτικού αδιεξόδου που επιδείνωσαν τη σοβαρή οικονομική κρίση της χώρας.
"Ανακοινώνουμε τη συμφωνία μας να συμμετάσχουμε στις συνεδριάσεις του υπουργικού συμβουλίου για την έγκριση του εθνικού προϋπολογισμού και τη συζήτηση του σχεδίου οικονομικής διάσωσης και όλων όσων αφορούν τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των Λιβανέζων", επιβεβαίωσαν τα δύο σιιτικά κινήματα σε κοινή ανακοίνωση.
Σημειώνεται ότι η κυβέρνηση, που σχηματίστηκε τον Σεπτέμβριο του 2021 έπειτα από 13 μήνες ατέρμονων πολιτικών διαπραγματεύσεων, δεν έχει συνεδριάσει από τις 12 Οκτωβρίου λόγω των εντάσεων σε σχέση με την έρευνα για την καταστροφική έκρηξη της 4ης Αυγούστου 2020 στο λιμάνι της Βηρυτού, όπου περισσότεροι από 200 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους.
Οι αρχές, στις οποίες επιρρίπτονται ευθύνες για εγκληματική αμέλεια, κατηγορούνται υπόψιν από τις οικογένειες των θυμάτων και μη κυβερνητικές οργανώσεις ότι θέλουν να τορπιλίσουν την έρευνα για να αποφύγουν κατηγορίες.
Όπως επισημαίνεται, οι υπουργοί της ισχυρής φιλοϊρανικής Χεζμπολάχ και του κινήματος Αμάλ είχαν δηλώσει συγκεκριμένα ότι επρόκειτο να μποϊκοτάρουν τις συνεδριάσεις της κυβέρνησης μέχρι να αντικατασταθεί ο δικαστής Τάρεκ Μπιτάρ, επικεφαλής της έρευνας.
Υπενθυμίζεται ότι το πολιτικό αδιέξοδο επιδείνωσε την οικονομική κρίση που πλήττει τη χώρα από το 2019 και η οποία έχει χαρακτηριστεί από την Παγκόσμια Τράπεζα ως η χειρότερη στον κόσμο από το 1850, με μια άνευ προηγουμένου υποτίμηση του νομίσματος του Λιβάνου και φτωχοποίηση του πληθυσμού.
Αντιδρώντας στην ανακοίνωση των δύο σιιτικών κινημάτων, ο πρωθυπουργός Νατζίμπ Μικάτι δήλωσε ότι "θα συγκαλέσει συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου μόλις λάβει το σχέδιο προϋπολογισμού από το υπουργείο Οικονομικών".
Η Χεζμπολάχ και το κίνημα Αμάλ δήλωσαν ότι η απόφασή τους να συμμετάσχουν τις κυβερνητικές συνεδριάσεις αποτελεί "απάντηση στις ανάγκες των πολιτών", επικαλούμενα "την κατάρρευση της ισοτιμίας της λίρας Λιβάνου, την παρακμή στον δημόσιο τομέα, την κατάρρευση του εισοδήματος και της αγοραστικής δύναμης" του πληθυσμού.
Υπογραμμίζεται ότι με φόντο τον καλπάζοντα πληθωρισμό, σχεδόν 80% του πληθυσμού του Λιβάνου ζει κάτω από το όριο της φτώχειας σύμφωνα με τον ΟΗΕ, και το τοπικό νόμισμα έχασε πάνω από το 90% της αξίας του στη μαύρη αγορά.