Πριν λίγες ημέρες με αφορμή την φημολογία από το γραφείο της Προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων, Νάνσι Πελόζι, περί συμπερίληψης της Ταϊβάν στη λίστα χωρών που προγραμματίζει να επισκεφθεί ως επικεφαλής αντιπροσωπείας του Κογκρέσου, ξεκίνησε μια νέα φάση κλιμάκωσης στις σχέσεις ΗΠΑ – Κίνας.
Χαρακτηριστικό της όξυνσης είναι η φράση την οποία φέρεται να χρησιμοποίησε ο Πρόεδρος Σι στην συνομιλία που είχε με τον Πρόεδρο Μπάιντεν την 28 Ιουλίου: «Όσοι παίζουν με τη φωτιά, το μόνο που θα καταφέρουν είναι να καούν. Ελπίζω ότι η αμερικανική πλευρά μπορεί να το δει αυτό καθαρά».
Μετά την συνομιλία που είχε με τον Αμερικανό ομόλογό του, ο Προέδρος Σι διέταξε τη διεξαγωγή στρατιωτικών ασκήσεων μεγάλης κλίμακας. Η επίδειξη μέσων, όπλων και ετοιμότητας των χερσαίων δυνάμεων είχε ως κέντρο την επαρχία Φουτσιάν, 180 χιλιόμετρα απέναντι από τις ακτές της Ταϊβάν, ενώ ο Στόλος και η Αεροπορία επιχείρησαν, σε συνεργασία μεταξύ τους, σε όλη την έκταση των Στενών.
Οι Κινέζοι ανέπτυξαν πυραυλικά συστήματα MLRS PHL-16 και εξαπέλυσαν μια ομοβροντία 50 τουλάχιστον κατευθυνόμενων βλημάτων των 300 χιλιοστών η οποία ήταν ορατή από 80 χλμ. απόσταση. Τα PHL-16 που αναπτύχθηκαν καλύπτονταν από μια αντιαεροπορική ομπρέλα από τις συστοιχίες του συστήματος αεράμυνας HQ-22 και S-300. Στις ακτές της επαρχίας ανέπτυξαν 18 υπερηχητικά αντιπλοϊκά συστήματα DF-21 και DF-21D τα οποία, σύμφωνα με κινέζικες αλλά και δυτικές πηγές, επαρκούν για να πλήξουν/καταστρέψουν μια ολόκληρη ομάδα μάχης αεροπλανοφόρου. Η ανάπτυξη των DF-21 και DF-21D συνοδεύτηκε από την εκτόξευση ενός υπερηχητικού βαλλιστικού πυραύλου DF-17.
Πραγματοποιήθηκαν επίσης αποβατικές ασκήσεις σε ακτές της επαρχίας οι οποίες έχουν παρόμοια γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά με ακτές της Ταϊβάν υπό την κάλυψη 77 επιθετικών ελικοπτέρων, 50 Z-19 και 27 Z-10. Ταυτόχρονα η αεροπορία πραγματοποίησε περίπου 140 εξόδους σε ένα 24ωρο με όλους τους διαθέσιμους τύπους αεροσκαφών, τα μισά εκ των οποίων έφεραν παραλλαγές του πυραύλου YJ-12, ένα γνωστό στις ΗΠΑ υπερηχητικό αντιπλοϊκό βλήμα. Τέλος, ο Στόλος πραγματοποίησε ασκήσεις με πραγματικά πυρά σε δύο περιοχές των στενών έχοντας νωρίτερα κινητοποιήσει περισσότερο από το ήμισυ των δυνάμεων του.
Όλα τα προηγούμενα είχαν ως σκοπό να πείσουν για το γεγονός πως στις μέρες μας η Κίνα είναι περισσότερο από ικανή να υπερασπιστεί τα εδάφη και τα συμφέροντα της στη θαλάσσια περιοχή που έχει ορίσει ως ζωτικό χώρο έναντι οποιασδήποτε χώρας κινηθεί μόνη εναντίον της.
Το μήνυμα της Κίνας είναι απλό: η ίδια δηλώνει πως δεν επιθυμεί καμία σύγκρουση αλλά, εφόσον δεν γίνονται κατανοητά τα όρια τα οποία έχει ορίσει ως μη διαπραγματεύσιμα, τότε δεν θα διστάσει να συγκρουστεί με οποιονδήποτε υποχρεώνοντας τον να καταβάλλει τίμημα εξαιρετικά δυσανάλογο σε σχέση με τα όποια οφέλη εκτιμά πως θα αποκομίσει.
Η στιγμή που εξελίσσεται η παρούσα κρίση είναι η χειρότερη δυνατή. Η Ρωσία βρίσκεται σε πόλεμο διαρκείας, το ΝΑΤΟ, με Βρετανία και Ιταλία ακέφαλες, είναι προσανατολισμένο στην ενίσχυση της Ουκρανίας, η ίδια η ΕΕ είναι αδύναμη και διχασμένη. Οι χώρες της κεντρικής και της Ν.Α Ασίας είναι εξαιρετικά δύσπιστες σε σχέση με τις προθέσεις τόσο των ΗΠΑ όσο και της Κίνας. Ταυτόχρονα όμως φαίνεται να συντάσσονται, κάθε μια για δικούς της λόγους, με μια αναθεωρητική τάση σε ότι αφορά την διεθνή οργάνωση.
Τόσο ο Πρόεδρος Σι όσο και ο Πρόεδρος Μπάιντεν έχουν μπροστά τους εκλογές. Αυτό τους αναγκάζει να επιδείξουν πυγμή, περιορίζοντας τις διαθέσιμες επιλογές που ίσως επεδίωκαν σε διαφορετική περίπτωση.
Για τον Σι το διακύβευμα είναι η τρίτη επανεκλογή του ως Προέδρου και η ολοκλήρωση της πολιτικής του για την «Αναγέννηση του κινεζικού έθνους» η οποία θα απαλείψει το στίγμα του «αιώνα της ταπείνωσης» θεραπεύοντας τις πληγές του παρελθόντος. Η αποδοχή του στο εσωτερικό της χώρας είναι δύσκολο να μετρηθεί όμως εκτιμάται με σχετική βεβαιότητα πως πρόκειται για τον ισχυρότερο Πρόεδρο της Κίνας από την περίοδο του Μάο. Μεγάλο μέρος αυτής της αποδοχής εδράζεται στην πατριωτική ρητορική και το πρόγραμμα του για την «εθνική ανάταση». Συνεπώς, δεδομένου πως τα ζωτικά συμφέροντα της Κίνας είναι διεθνώς γνωστά και αποτυπωμένα στη Λευκή Βίβλο του 2011, είναι αναγκασμένος να απαντήσει σε κάθε ενέργεια αμφισβήτησης της εθνικής κυριαρχίας.
Για τον Μπάιντεν το διακύβευμα είναι οι ενδιάμεσες εκλογές και η ανάγκη να δείξει στο διεθνές κοινό ότι οι ΗΠΑ παραμένουν ο πρόμαχος των αξιών του Δυτικού κόσμου. Μια αμφιταλάντευση των ΗΠΑ μπροστά στην πίεση της Κίνας θα τις καθιστούσε λιγότερο αξιόπιστες τόσο έναντι της Ταϊβάν όσο και έναντι του διεθνούς ακροατηρίου. Το χρονικό σημείο είναι κρίσιμο καθώς η ηθική υπεροχή των ΗΠΑ, πυλώνας της ήπιας ισχύος τους για πολλά χρόνια, έχει υποστεί σημαντική φθορά τα τελευταία χρόνια και η αποδοχή των ΗΠΑ σε χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου έχει υποχωρήσει σημαντικά έναντι της Κίνας.
Διαφαίνεται όμως πως η επιχειρηματολογία των ΗΠΑ δεν έχει την απαιτούμενη απήχηση στις χώρες της Ν.Α Ασίας και του Ειρηνικού, οι οποίες παρακολουθούν μάλλον μουδιασμένες τις εξελίξεις αποφεύγοντας να πάρουν θέση. Συνεπεία αυτού καθίσταται δυσχερής η προσπάθεια των ΗΠΑ να συμπτύξουν μια – ευκαιριακή ; - συμμαχία ενάντια στην Κίνα. Την παρούσα στιγμή ίσως, υπό πολλές προϋποθέσεις, μόνο η Αυστραλία να ανταποκρίνονταν σε ένα τέτοιο κάλεσμα.
Το παραπάνω είναι κρίσιμης σημασίας καθώς είναι γενικά παραδεκτό πως σε οποιοδήποτε σενάριο σύγκρουσης ΗΠΑ – Κίνας στην Σινική Θάλασσα (εκτός του ολοκληρωτικού πολέμου) θα απαιτούνταν ένας συνασπισμός δυνάμεων του Ειρηνικού προκειμένου να επιτύχουν οι ΗΠΑ μια καθοριστική νίκη. Είναι πιθανό πως μια τέτοια εξέλιξη θα σημάνει την έναρξη γενικευμένου πολέμου στον Ειρηνικό, μια εξέλιξη που κανένα κράτος της περιοχής δεν θέλει. Σίγουρα όχι για να διασωθεί το γόητρο και η θέση των ΗΠΑ στο διεθνές σύστημα.
Οπότε φτάνουμε στο κρίσιμο ερώτημα: τι μπορεί να είναι τόσο σημαντικό που να δικαιολογεί το τίμημα που θα προκύψει αν συμβεί το ατύχημα; Είναι πράγματι οι ΗΠΑ διατεθειμένες να το πληρώσουν; Και ποιος τις εξουσιοδότησε να λαμβάνουν τέτοια ρίσκα;
Σημείωση αρθρογράφου: Μέχρι την στιγμή που γράφονταν αυτές οι γραμμές το γραφείο της Πελόζι δεν είχε συμπεριλάβει την Ταϊβάν στο πρόγραμμα της περιοδείας. Όμως η ίδια η Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων δεν είχε αποκλείσει ρητά το ενδεχόμενο να επισκεφθεί την Ταϊβάν.
* Ο Ανδρέας Λιούμπας είναι Διεθνολόγος, στο Τμήμα Κινεζικής Πολιτικής, Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ), Πάντειο Πανεπιστήμιο