Οι δυνάμεις επιβολής της τάξης στην Κολομβία ευθύνονται για «πολύ σοβαρές παραβιάσεις» των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά τη διάρκεια της καταστολής των αντικυβερνητικών διαδηλώσεων της άνοιξης, διαπιστώνεται σε έκθεση της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα.
Στο έγγραφο, που δόθηκε στη δημοσιότητα χθες Τετάρτη, η αντιπροσωπεία στην Κολομβία της Ύπατης Αρμοστείας κρίνει πως οι αρχές έκαναν «ανώφελη και δυσανάλογη χρήση βίας» κατά τη διάρκεια των λαϊκών κινητοποιήσεων μεταξύ της 28ης Απριλίου και της 31ης Ιουλίου στη χώρα της Λατινικής Αμερικής.
Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, οι ειδικοί του ΟΗΕ μπόρεσαν να επιβεβαιώσουν 46 θανάτων (44 πολιτών, δύο αστυνομικών). Το 76% των θυμάτων υπέκυψε στα τραύματα που του προκάλεσαν σφαίρες.
«Υπάρχουν εύλογες αιτίες που μας κάνουν να πιστεύουμε ότι οι αστυνομικοί ευθύνονται για τουλάχιστον 28 από τους θανάτους αυτούς και ότι σε τουλάχιστον δέκα ενεπλάκησαν μέλη» των μονάδων αντιμετώπισης ταραχών της αστυνομίας (ESMAD).
«Μη κρατικοί παράγοντες σκότωσαν δέκα ανθρώπους», αναφέρεται ακόμη στην έκθεση, που τονίζει ακόμη ότι διαδηλωτές «υπέστησαν επιθέσεις και έγιναν στόχος ενόπλων χωρίς να επέμβουν οι δυνάμεις ασφαλείας».
Οι αριθμοί αυτοί έρχονται σε πολλές αντιφάσεις με αυτούς που έχουν ανακοινώσει οι κολομβιανές εισαγγελικές αρχές. Η εισαγγελία κάνει λόγο για 29 ανθρωποκτονίες στα επεισόδια της άνοιξης.
Την 28η Απριλίου εκδηλώθηκε πολύ ευρύ κίνημα διαμαρτυρίας εναντίον του συντηρητικού προέδρου Ιβάν Ντούκε και της κυβέρνησής του, εξαιτίας του σχεδίου που προέβλεπε αύξηση των φόρων εν μέσω της πανδημίας του νέου κορονοϊού και του οικονομικού μαρασμού.
Το κίνημα αποκρυστάλλωσε την οργή και τη ματαίωση που αισθάνονται πολλοί Κολομβιανοί και η αστυνομική καταστολή χειροτέρεψε ακόμη περισσότερο τα πράγματα. Στα βίαια επεισόδια σκοτώθηκαν τουλάχιστον 60 άνθρωποι, σύμφωνα με το γραφείο του Συνηγόρου του Λαού, ανεξάρτητης δημόσιας αρχής αρμόδιας για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Ωστόσο οι μαζικές κινητοποιήσεις αποκλιμακώθηκαν το καλοκαίρι, ενώ μια νέα μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος, αναθεωρημένη και διορθωμένη, πέρασε σε ατμόσφαιρα μάλλον αδιαφορίας στα μέσα Σεπτεμβρίου.
Εμφανώς ενοχλημένη, η κυβέρνηση του κ. Ντούκε ξεκαθάρισε ότι δεν συμφωνεί με «μεγάλο αριθμό διακηρύξεων» στην έρευνα του ΟΗΕ.
«Δεν μπορούμε επ’ ουδενί να επιτρέψουμε αυτοί (σ.σ. οι ειδικοί του ΟΗΕ) να έρχονται και να κρίνουν ακατάλληλους τους θεσμούς και το κράτος του δικαίου», εξεμάνη η αντιπρόεδρος και υπουργός Εξωτερικών της Κολομβίας, η Μάρτα Λουσία Ραμίρες, κατά τη διάρκεια συνέντευξης που παραχώρησε σε κολομβιανό ραδιοφωνικό σταθμό.
Η έκθεση «δημιουργεί γενικευμένη δυσπιστία έναντι των θεσμών» την ώρα που η κυβέρνηση έχει δείξει πως έχει «μηδενική ανοχή για τις παραβιάσεις» θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, υποστήριξε ακόμη η κυρία Ραμίρες.
Από την πλευρά της, η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ παρότρυνε το κράτος της Κολομβίας να διενεργήσει έρευνα με «ταχύ, αμερόληπτο και διαφανή τρόπο» για τα γεγονότα και «να εγγυηθεί (πως θα προσφερθούν) αποζημιώσεις στα θύματα».
Στην έκθεση της ΥΑ γίνεται ακόμη λόγος για «60 περιπτώσεις σεξουαλικής βίας» από μέλη της αστυνομίας, «εκ των οποίων μπόρεσαν να επαληθευτούν μέχρι σήμερα 16».
«Ο βαθμός της ποινικοποίησης και του στιγματισμού των διαδηλωτών», ειδικά «από μέσα ενημέρωσης» που τους απέδιδαν από «βανδαλισμούς» ως «κατηγορίες για τρομοκρατικές ενέργειες» χαρακτηρίζεται «επίσης ανησυχητική» στο κείμενο.
Μολονότι διαπιστώνει ότι «διαπράχθηκαν από ορισμένους διαδηλωτές βιαιότητες και (προκλήθηκαν) ζημιές», η έκθεση υπογραμμίζει πως «στη μεγάλη πλειονότητά τους οι διαδηλώσεις ήταν ειρηνικές».
Τη Δευτέρα, ανεξάρτητη έρευνα, που όμως συντάχθηκε με την υποστήριξη του ΟΗΕ, κατήγγειλε την υπέρμετρη βία της αστυνομίας, που προκάλεσε τη «σφαγή» 14 διαδηλωτών τον Σεπτέμβριο του 2020. Ο θάνατος ενός άνδρα κατά τη διάρκεια της βίαιης σύλληψής του, που καταγράφηκε σε βίντεο και διαδόθηκε στους ιστότοπους κοινωνικής δικτύωσης, πυροδότησε τρεις ημέρες ταραχών στην Μπογοτά.