Το κινεζικό υπουργείο Εξωτερικών κάλεσε σήμερα τις ΗΠΑ να σταματήσουν να προωθούν ένα πακέτο νόμων που στοχεύει στο να ενισχύσει την ικανότητά τους να ανταγωνίζονται την κινεζική τεχνολογία και να σταματήσουν να περιγράφουν την Κίνα ως απειλή.
Οι ΗΠΑ δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζουν την Κίνα ως φανταστικό εχθρό, δήλωσε ο Γουάνγκ Γουενμπίνγκ, εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών, προσθέτοντας ο μεγαλύτερος εχθρός της Ουάσινγκτον είναι ο ίδιος της ο εαυτός.
Η Κίνα κάλεσε τις ΗΠΑ να υιοθετήσουν τη σωστή αντιμετώπιση και να αποφύγουν να πλήξουν συνολικά τις σινοαμερικανικές σχέσεις και τη συνεργασία σε σημαντικούς τομείς, δήλωσε ο Γουάνγκ σε τακτική ενημέρωση των δημοσιογράφων.
Χθες, η αμερικανική Γερουσία ενέκρινε, με ψήφους 68 υπέρ και 32 κατά, ένα σαρωτικό νομοθετικό πακέτο που στόχο έχει να ενισχύσει την ικανότητα της χώρας να ανταγωνιστεί την κινεζική τεχνολογία.
Η επιθυμία για μια σκληρή γραμμή στις σχέσεις με την Κίνα είναι ένα από τα λίγα διακομματικά κοινά στοιχεία σε ένα βαθιά διχασμένο αμερικανικό Κογκρέσο, που ελέγχεται με οριακή πλειοψηφία από τους Δημοκρατικούς του προέδρου Τζο Μπάιντεν.
Το μέτρο εγκρίνει περίπου 190 δισεκ. δολάρια ως προβλέψεις για την ενίσχυση της αμερικανικής τεχνολογίας και έρευνας – και ξεχωριστά τη δαπάνη 54 δισεκ. δολαρίων για την αύξηση της αμερικανικής παραγωγής και έρευνας ημιαγωγών και τηλεπικοινωνιακού εξοπλισμού.
Το κινεζικό Κοινοβούλιο εξέφρασε «έντονη αγανάκτηση και απόλυτη αντίθεση» στο νομοσχέδιο. Ανέφερε σε ανακοίνωση ότι το νομοσχέδιο των ΗΠΑ επέδειξε «παρανοϊκή ψευδαίσθηση ότι θέλει να είναι ο μοναδικός νικητής» και έχει παραποιήσει το αυθεντικό πνεύμα της καινοτομίας και του ανταγωνισμού.
Το νομοσχέδιο πρέπει επίσης να ψηφιστεί από τη Βουλή των Αντιπροσώπων πριν σταλεί στον Λευκό Οίκο για να υπογραφεί από τον Μπάιντεν.
Το νομοσχέδιο έχει μια σειρά από άλλες προβλέψεις σχετικές με την Κίνα, συμπεριλαμβανομένης της απαγόρευσης να «κατεβάζει» κανείς την πλατφόρμα μέσων κοινωνικής δικτύωσης TikTok σε κυβερνητικές συσκευές, ενώ θα μπλοκάρει την προμήθεια drones που κατασκευάζονται και πωλούνται από εταιρίες που στηρίζονται από την κινεζική κυβέρνηση. Θα επιτρέπει επίσης σε διπλωμάτες και στον στρατό της Ταϊβάν να επιδεικνύουν τη σημαία τους και να φορούν τις στολές τους ενώ βρίσκονται στις ΗΠΑ σε επίσημη αποστολή.
Θα θεσπίσει επίσης εκτεταμένες νέες υποχρεωτικές κυρώσεις σε βάρος κινεζικών οντοτήτων που εμπλέκονται σε αμερικανικές κυβερνοεπιθέσεις ή κλοπή αμερικανικής πνευματικής ιδιοκτησίας από αμερικανικές επιχειρήσεις και προβλέπει την αναθεώρηση των ελέγχων εξαγωγών για αντικείμενα που μπορεί να χρησιμοποιηθούν για την παραβίαση ανθρώπινων δικαιωμάτων.
Ο επικεφαλής της πλειοψηφίας των Δημοκρατικών στη Γερουσία Τσακ Σούμερ προειδοποίησε για αρνητικές επιπτώσεις αν δεν χρηματοδοτηθεί η έρευνα για να συμβαδίζει η χώρα με την Κίνα.
«Εάν δεν κάνουμε τίποτα, οι ημέρες μας ως κυρίαρχη υπερδύναμη ίσως τελειώνουν. Δεν θέλουμε να αφήσουμε αυτές τις ημέρες να τελειώσουν ενώ είμαστε εμείς υπεύθυνοι. Δεν θέλουμε να δούμε η Αμερική να γίνεται μέτριο κράτος αυτόν τον αιώνα», δήλωσε ο Σούμερ.
Ο ίδιος ο Μπαίντεν επαίνεσε το νομοσχέδιο: «Είμαστε σε αγώνα για να κερδίσουμε τον 21ο αιώνα και έχει δοθεί η εκκίνηση…. Δεν μπορούμε να διακινδυνεύσουμε να μείνουμε πίσω».
Η υπουργός Εμπορίου Τζίνα Ραϊμόντο έχει πει ότι η χρηματοδότηση θα οδηγήσει σε 7 έως 10 νέα αμερικανικά εργοστάσια ημιαγωγών.
Πολλές αμερικανικές εταιρίες επαίνεσαν το νομοσχέδιο. Η General Motors ανέφερε ότι το νομοσχέδιο «αποτελεί σημαντικό βήμα για να αντιμετωπιστεί η έλλειψη ημιαγωγών που συνεχίζει να επηρεάζει την αμερικανική αυτοκινητοβιομηχανία».
Κάποιοι επικριτές έχουν παρομοιάσει τη χρηματοδοτική προσπάθεια της Γερουσίας με την αναπτυξιακή ώθηση της Κίνας για τη βιομηχανία υψηλής τεχνολογίας, γνωστή ως «Made in China 2025», που εδώ και καιρό έχει ενοχλήσει τις ΗΠΑ.
Η νομοθεσία στοχεύει επίσης στο να αντισταθμίσει την αυξανόμενη παγκόσμια επιρροή του Πεκίνου μέσω της διπλωματίας, με τη συνεργασία με συμμάχους και με την ενίσχυση της αμερικανικής συμμετοχής σε διεθνείς οργανισμούς αφού ο πρώην Ρεπουμπλικάνος πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ απέσυρε την Ουάσινγκτον στο πλαίσιο της ατζέντας «Πρώτα η Αμερική».