Η αστυνομία της Κένυας έχει εντοπίσει 58 πτώματα σε ομαδικούς τάφους στο δάσος Σακαχόλα στο ανατολικό τμήμα της χώρας, που θεωρεί ότι ανήκουν σε πιστούς μιας χριστιανικής αίρεσης, οι οποίοι πίστευαν ότι θα πάνε στον παράδεισο, αν νηστέψουν μέχρι θανάτου, δήλωσε σήμερα ο επικεφαλής της αστυνομίας.
Από την πλευρά του ο πρόεδρος της Κένυας Ουίλιαμ Ρούτο δεσμεύθηκε να λάβει μέτρα εναντίον των «τρομοκρατικών» αιρέσεων που «εκμεταλλεύονται τη θρησκεία». Στο μεταξύ οι έρευνες συνεχίζονται στο δάσος Σακαχόλα, κοντά στην πόλη Μαλίντι.
Τα μακάβρια ευρήματα έρχονται να προστεθούν στους τέσσερις νεκρούς που είχε εντοπίσει η αστυνομία στην περιοχή στις 14 Απριλίου. Την ημέρα εκείνη ένδεκα άλλοι άνθρωποι διασώθηκαν και νοσηλεύονται.
Πρόκειται για μέλη της Διεθνούς Εκκλησίας της Χαρμόσυνης Είδησης (Good News International Church), με επικεφαλής τον Πολ Μακένζι, έναν «πάστορα» που καλεί τους ακόλουθούς του να νηστέψουν ώστε να «συναντήσουν τον Ιησού». Αυτός παραδόθηκε στην αστυνομία στις 15 Απριλίου και έκτοτε παραμένει υπό κράτηση.
«Αυτό που είδαμε (…) στο Σακαχόλα, μοιάζει με (αυτό που κάνουν οι) τρομοκράτες», δήλωσε ο Ρούτο. «Οι τρομοκράτες χρησιμοποιούν τη θρησκεία για να προωθήσουν τις φρικτές πράξεις τους. Άνθρωποι όπως ο Μακένζι εκμεταλλεύονται τη θρησκεία για να κάνουν ακριβώς το ίδιο», συνέχισε.
Ο Κενυάτης πρόεδρος «ζήτησε από τις αρμόδιες υπηρεσίες να ασχοληθούν με το θέμα και να φτάσουν ως τη ρίζα και τα θεμέλια των δραστηριοτήτων θρησκειών και ατόμων που επιθυμούν να εκμεταλλευθούν τη θρησκεία για να προωθήσουν μια ψευδή και απαράδεκτη ιδεολογία».
Νεκρόσακοι
Ο επικεφαλής της αστυνομίας της Κένυας Τζάφετ Κούμετ αναμένεται να φτάσει στο σημείο της φρικτής ανακάλυψης, ενώ οι μπλε νεκρόσακοι που περιέχουν τα πτώματα των πιστών έχουν αυξηθεί τις τελευταίες τρεις ημέρες, καθώς προχωρούν οι έρευνες στα περισσότερα από 3.000 στρέμματα του δάσους όπου συγκεντρώνονταν.
Καμία πληροφορία δεν είναι διαθέσιμη για την κατάσταση των πτωμάτων ή το διάστημα που παρέμειναν θαμμένα.
Σύμφωνα με τον Ερυθρό Σταυρό της Κένυας, «μέχρι στιγμής έχουν δηλωθεί 112 αγνοούμενοι» στο γραφείο του.
Κάποιοι πιστοί εξακολουθούν να βρίσκονται στο δάσος. Μία από αυτούς εντοπίστηκε χθες Κυριακή. Αποστεωμένη, αρνήθηκε να λάβει τροφή, σύμφωνα με δημοσιογράφους.
Ο Χουσέιν Χάλιντ, μέλος της οργάνωσης Haki Africa που ενημέρωσε την αστυνομία για τη δράση της Διεθνούς Εκκλησίας της Χαρμόσυνης Είδησης, ζήτησε από τις αρχές να στείλουν επιπλέον δυνάμεις ασφαλείας «για να πάνε μέσα (στο δάσος) και να βρουν τα θύματά της που κάνουν νηστεία μέχρι θανάτου».
Προηγούμενες συλλήψεις
Η μακάβρια ανακάλυψη εγείρει ερωτήματα και προκαλεί επικρίσεις για τη στάση των αρχών, οι οποίες γνώριζαν τη δράση του «πάστορα» από το 2017.
Τότε ο Πολ Μακένζι είχε συλληφθεί επειδή ζητούσε από τα παιδιά να μην πάνε στο σχολείο, καθώς ισχυριζόταν ότι η εκπαίδευση δεν αναγνωρίζεται στη Βίβλο, Τότε είχε κατηγορηθεί για «ριζοσπαστικοποίηση» και ότι ήταν διευθυντής ενός σχολείου το οποίο δεν είχε άδεια λειτουργίας.
Συνελήφθη εκ νέου τον Μάρτιο αφού δύο παιδιά πέθαναν από την πείνα λόγω της νηστείας που τους επέβαλαν οι γονείς τους, οι οποίοι στη συνέχεια τα έθαψαν. Τότε αφέθηκε ελεύθερος αφού κατέβαλε εγγύηση 100.000 κενυάτικων σίλινγκ (περίπου 670 ευρώ).
Η αστυνομία πήγε τελικά στο δάσος αφού έλαβε στις 13 Απριλίου πληροφορίες, σύμφωνα με τις οποίες «πολίτες πεθαίνουν από την πείνα πιστεύοντας ότι θα συναντήσουν τον Ιησού, αφού τους έκαναν πλύση εγκεφάλου», σύμφωνα με την έκθεσή της.
Ρυθμιστικό πλαίσιο
Η υπόθεση φέρνει ξανά στη δημοσιότητα το ζήτημα του ελέγχου των αιρέσεων στην Κένυα, μια χώρα η πλειονότητα των κατοίκων της οποίας είναι χριστιανοί, όπου οι «πάστορες», οι «εκκλησίες» και άλλα περιθωριακά θρησκευτικά κινήματα αποτελούν συχνό θέμα συζήτησης.
Προηγούμενες απόπειρες υιοθέτησης ενός ρυθμιστικού πλαισίου είχαν προκαλέσει έντονες αντιδράσεις.
Η σφαγή αυτή αποτελεί «ξεκάθαρη παραβίαση του ανθρώπινου δικαιώματος στην ανεξιθρησκία που προστατεύεται από το Σύνταγμα», κατήγγειλε ο Κενυάτης υπουργός Εσωτερικών Κιθούρε Κιντίκι στο Twitter την Κυριακή.
«Αν το κράτος σέβεται την ανεξιθρησκία, αυτό το φρικτό βάρος στη συνείδησή μας πρέπει να οδηγήσει όχι μόνο σε πιο αυστηρές ποινές για τον ή τους δράστες της φρικαλεότητας (…) αλλά και σε ένα πιο αυστηρό ρυθμιστικό πλαίσιο για κάθε εκκλησία, τέμενος, ναό ή συναγωγή», πρόσθεσε.