Οι Ρεπουμπλικάνοι στην Βουλή των Αντιπροσώπων εξέδωσαν κλήσεις προς κατάθεση για τον πρώην διευθυντή του FBI, Τζέιμς Κόμεϊ, αλλά και την πρώην υπουργό Δικαιοσύνης, Λορέτα Λιντς.
Οι δύο πρώην αξιωματούχοι κλήθηκαν να παρουσιαστούν σε κεκλεισμένες των θυρών ακροάσεις, που θα πραγματοποιηθούν στις 3 και στις 4 Δεκεμβρίου αντίστοιχα, σύμφωνα με το “Politico.”
Οι κλήσεις εκδόθηκαν την Τετάρτη, αλλά ανακοινώθηκαν επίσημα το πρωί της χθεσινής ημέρας της Γιορτής των Ευχαριστιών στις ΗΠΑ. Για την έκδοσή τους, είχε απειλήσει ο Ρεπουμπλικάνος πρόεδρος της Επιτροπής Δικαιοσύνης, Μπομπ Γκουντλέιτ, στις αρχές της εβδομάδας.
Από την πλευρά του, ο Κόμεϊ είχε απορρίψει μία προηγούμενη κλήση που του είχε απευθύνει η επιτροπή για μία μυστική κατάθεσή του, ζητώντας την διεξαγωγή μιας δημόσιας ακρόασης.
Οι Δημοκρατικοί υποστηρίζουν επίσης, το αίτημα για μία δημόσια κατάθεση του Κόμεϊ στην αναφερόμενη επιτροπή.
Οι Ρεπουμπλικάνοι από την άλλη μεριά, διερευνούν τον τρόπο λήψης των αποφάσεων του FBI, αλλά και του αμερικανικού υπουργείου Δικαιοσύνης την περίοδο του 2016.
Οι ίδιοι υποστηρίζουν ότι μία κυρίαρχη πολιτική τάση κατά της προεδρικής υποψηφιότητας του Ντόναλντ Τραμπ, μεταξύ των υψηλόβαθμων αξιωματούχων στο FBI, αλλά και στο υπουργείο Δικαιοσύνης, οδήγησε στην λήψη αποφάσεων για την υποβάθμιση της έρευνας σε βάρος της (τότε) προεδρικής υποψήφιας των Δημοκρατικών Χίλαρι Κλίντον.
Οι Ρεπουμπλικάνοι υποστηρίζουν επίσης, ότι μετά την υποβάθμιση της έρευνας αυτής με αντικείμενο την διαχείριση της υπηρεσιακής ηλεκτρονικής αλληλογραφίας της Κλίντον από ιδιωτικό διαμετακομιστή, δόθηκε έμφαση στην διεξαγωγή έρευνας για τις σχέσεις του Τραμπ με την Ρωσία.
Ο Αμερικανός πρόεδρος έχει χαρακτηρίσει την έρευνα για την Ρωσία ως “ένα κυνήγι μαγισσών,” υποστηρίζοντας ότι ο Κόμεϊ κι ένας πυρήνας εσωτερικών συνεργατών του, ήταν διεφθαρμένοι.
Από την άλλη μεριά, οι Δημοκρατικοί θεωρούν ότι η έρευνα των Ρεπουμπλικάνων είναι μία κομματική προσπάθεια για την υποστήριξη μιας θεωρίας συνωμοσίας, ώστε να προστατευτεί ο Τραμπ από την έρευνα που διεξάγεται για την υπόθεση εμπλοκής της Ρωσίας στις προεδρικές εκλογές του 2016, υπό τον ειδικό ανακριτή με εισαγγελικά καθήκοντα Ρόμπερτ Μάλερ.
Οι Δημοκρατικοί υποστηρίζουν επίσης ότι θα επανεξετάσουν τις επιθέσεις του προέδρου Τραμπ κατά του FBI, αλλά και του υπουργείου Δικαιοσύνης, όταν αναλάβουν τα καθήκοντά τους στην Βουλή των Αντιπροσώπων, υπό τη νέα κοινοβουλευτική σύνθεση της, τον Ιανουάριο.
Παράλληλα, έχουν θέσει ως άμεση κοινοβουλευτική προτεραιότητα την συνέχιση της έρευνας του Μάλερ, αλλά και την προστασία της, από κάθε ενέργεια του υπηρεσιακού υπουργού Δικαιοσύνης, Μάθιου Γουίτακερ που θα μπορούσε να επηρεάσει την διεξαγωγή της.
Στο μεταξύ, όπως έγινε γνωστό τις προηγούμενες ημέρες, τρεις Δημοκρατικοί γερουσιαστές κατέθεσαν μήνυση υποστηρίζοντας ότι ο διορισμός του Γουίτακερ είναι αντισυνταγματικός, ζητώντας από έναν ομοσπονδιακό δικαστή, να τον απομακρύνει από την άσκηση των υπουργικών καθηκόντων του.
Την μήνυση κατέθεσαν οι Γερουσιαστές Ρίτσαρντ Μπλούμενθαλ από το Κονέκτικατ, Μέιζι Χιρόνο από την Χαβάη και Σέλντον Χουάιτχαους από το Ροντ Άιλαντ.
Η μήνυση υποστηρίζει ότι ο διορισμός του Γουίτακερ παραβιάζει το Σύνταγμα των ΗΠΑ, επειδή δεν έχει επικυρωθεί από την Γερουσία.
Ο σημερινός υπηρεσιακός υπουργός Δικαιοσύνης, ήταν προσωπάρχης του πρώην υπουργού Δικαιοσύνης Τζεφ Σέσιονς, ενώ ανέλαβε υπουργικά καθήκοντα, μετά την απόλυση του Σέσιονς από τον πρόεδρο Τραμπ στις 7 Νοεμβρίου, μία ημέρα μετά την διεξαγωγή των ενδιάμεσων εκλογών για το Κογκρέσο.
Η σχετική διάταξη του Συντάγματος των ΗΠΑ (Constitution Appointment Clause) απαιτεί την επικύρωση του διορισμού από την Γερουσία, όλων των μελών της αμερικανικής κυβέρνησης, πριν από την ανάληψη των καθηκόντων τους.
Το υπουργείο Δικαιοσύνης από την πλευρά του, προχώρησε στην δημοσιοποίηση μιας νομικής γνωμάτευσης την προηγούμενη εβδομάδα, σύμφωνα με την οποία, ο διορισμός του Γουίτακερ δεν παραβιάζει την παραπάνω συνταγματική διάταξη, καθώς ο ίδιος υπηρετεί ως υπηρεσιακός υπουργός.
Σύμφωνα με την ίδια νομική έκθεση, ο Γουίτακερ μπορεί να ασκήσει τα υπηρεσιακά καθήκοντα του υπουργού Δικαιοσύνης των ΗΠΑ, ακόμη και χωρίς την επικύρωση του διορισμού του από την Γερουσία, καθώς υπηρετούσε στο υπουργείο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του έτους και “σε υψηλόβαθμη θέση.”
“Ο πρόεδρος Τραμπ αρνείται από τους γερουσιαστές, την συνταγματική μας υποχρέωση και την δυνατότητα να κάνουμε την δουλειά μας: να διερευνούμε σε κάθε λεπτομέρεια τον διορισμό του πιο υψηλόβαθμου δικαστικού αξιωματούχου,” ανέφερε χαρακτηριστικά σε ανακοίνωσή του ο Μπλούμενθαλ. “Ο λόγος είναι απλός: Ο Γουίτακερ δεν θα περνούσε επιτυχώς από την σχετική διαδικασία. Επιλέγοντας έναν 'συνταγματικά απόντα' κι εμποδίζοντας την άσκηση του συνταγματικού καθήκοντος του κάθε γερουσιαστή, ο πρόεδρος Τραμπ δεν μας αφήνει άλλο περιθώριο, πέραν της δικαστικής προσφυγής,” ανέφερε η ίδια ανακοίνωση.
Αναφορικά με την έρευνα για την Ρωσία, ο πρόεδρος Τραμπ παρέδωσε τελικά μια σειρά γραπτών απαντήσεων του σε ερωτήσεις που του απηύθυνε ο Μάλερ, σηματοδοτώντας ότι ίδιος, έκανε ότι είχε να κάνει με τις ερωτήσεις της έρευνας για την Ρωσία.
Ο ειδικός ανακριτής θέλει ακόμη να ρωτήσει τον πρόεδρο Τραμπ σχετικά με τις ενέργειες του, από τότε που πήγε στον Λευκό Οίκο, ενώ οι γραπτές απαντήσεις του, κάλυψαν μόνο ένα μέρος της έρευνας για τις ρωσικές υποκλοπές στην προεκλογική περίοδο του 2016.
Πρόκειται για μία ανακριτική μάχη, η οποία μπορεί να οδηγήσει στην έκδοση μίας κλήσης για κατάθεση του Αμερικανού προέδρου, αλλά και την παραπομπή της όλης υπόθεσης στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ. Σε μια τέτοια περίπτωση, η κατάθεση του προέδρου Τραμπ στον Μάλερ, είναι δυνατό να εξελιχθεί σε μία δικαστική υπόθεση, που θα δημιουργήσει νομικό προηγούμενο για τις μελλοντικές προεδρικές έρευνες στις ΗΠΑ. Ανάλογα με το ποιες εξελίξεις θα μπορούσαν να δρομολογηθούν, οι Δημοκρατικοί στην Βουλή των Αντιπροσώπων ενδέχεται να αντιδράσουν μέσα στο 2019, δρομολογώντας τις διαδικασίες για την αμφισβήτηση της άσκησης των προεδρικών εξουσιών από τον Τραμπ (impeachment).
Η κατάσταση μπορεί να γίνει σύντομα πολύπλοκα δύσκολη, καθώς στο επόμενο διάστημα ακολουθούν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των δικηγόρων του Αμερικανού προέδρου και των μελών της ομάδας έρευνας του Μάλερ, για ζητήματα που σχετίζονται με τις προθέσεις που είχε ο Τραμπ για την απόλυση του Κόμεϊ, τον Μάιο του 2017.
Για τα συγκεκριμένα ζητήματα, ο πρόεδρος Τραμπ ισχυρίζεται ότι δεν είναι υποχρεωμένος να απαντήσει, ενώ αυτά συνδέονται με το αντικείμενο διερεύνησης του Μάλερ, για το αν υπήρξε προσπάθεια παρεμπόδισης του έργου της δικαιοσύνης από τον Αμερικανό πρόεδρο ή από υψηλόβαθμους συνεργάτες του.
Ο Μάλερ ανέλαβε την ευθύνη διεξαγωγής της έρευνας του FBI για την υπόθεση εμπλοκής της Ρωσίας στις προεδρικές εκλογές του 2016, τον Μάιο του 2017, αμέσως μετά την απόλυση του Κόμεϊ, από τον πρόεδρο Τραμπ.
Ο ειδικός ανακριτής πέρα από τα ανακριτικά του καθήκοντα και την ειδική ομάδα έρευνας που έχει συστήσει, έχει και εισαγγελικά καθήκοντα απαγγελίας κατηγοριών, υπό την σύμφωνη γνώμη ειδικού σώματος ενόρκων (grand jury).
Ο Μάλερ διερευνά το ενδεχόμενο παρεμπόδισης του έργου της δικαιοσύνης από τον πρόεδρο Τραμπ ή άλλους υψηλόβαθμους αξιωματούχους μέσω της απόλυσης του Κόμεϊ που ερευνούσε τις επικοινωνίες που είχε με Ρώσους αξιωματούχους, ο πρώην Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, Μάικλ Φλιν που συνεργάστηκε τελικά με τις ανακριτικές αρχές κι αναμένει την ανακοίνωση της ποινής του, μέσα στον Δεκέμβριο.
Παράλληλα, ο ειδικός ανακριτής διερευνά και το ενδεχόμενο συνωμοσίας μεταξύ της προεκλογικής εκστρατείας του Τραμπ και Ρώσων πρακτόρων και επιχειρηματιών. Ο πρώην πρόεδρος της προεκλογικής εκστρατείας του Τραμπ, Πολ Μάναφορτ συνεργάζεται με τις ανακριτικές αρχές, ενώ ο Μάλερ ζήτησε την προηγούμενη εβδομάδα προθεσμία για την ενημέρωση ομοσπονδιακού δικαστηρίου σχετικά με την εξέλιξη της συνεργασίας και την έναρξη της διαδικασίας ανακοίνωσης της ποινής του.
Επίσης, ο Μάλερ έχει ζητήσει την αναβολή ανακοίνωσης της ποινής του Ρικ Γκέιτς, στενού συνεργάτη του Μάναφορτ και πρώην αντιπροέδρου της προεκλογικής εκστρατείας του Τραμπ, ο οποίος συνεργάζεται σε αρκετές διαστάσεις της έρευνας που διεξάγεται για την υπόθεση της Ρωσίας.
Ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης Τζεφ Σέσιονς είχε αυτοεξαιρεθεί από την έρευνα για την Ρωσία, παραχωρώντας την αρμοδιότητα αυτή, στον αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης Ροντ Ρόζενσταϊν. Η κίνηση αυτοεξαίρεσης του Σέσιονς είχε προκαλέσει την οργή του προέδρου Τραμπ, που εκδηλώθηκε με την απόλυσή του.
Στο επίκεντρο της κριτικής του Αμερικανού προέδρου βρέθηκε κι ο Ρόζενσταϊν, ο οποίος γλίτωσε την απόλυσή του, μετά από συνάντηση που είχε πρόσφατα με τον πρόεδρο Τραμπ.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ