Η πρόταση του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ την Πέμπτη να αναβληθούν οι εκλογές της 3ης Νοεμβρίου λόγω φόβων νοθείας απορρίφθηκε αμέσως από τους βουλευτές και καταρρίφθηκε από τους νομικούς εμπειρογνώμονες, αλλά εγείρει τον κίνδυνο αμφισβήτησης των εκλογικών αποτελεσμάτων που θα χρειαστεί εβδομάδες, ίσως και μήνες, για να επιλυθεί.
Το πρακτορείο Reuters παρουσιάζει κάποια από τα πιθανά σενάρια, και πώς αναμένεται να εξελιχθούν:
Καθυστερημένα αποτελέσματα
Σύμφωνα με το σύνταγμα, μόνο το Κογκρέσο έχει την εξουσία να αλλάξει την ημερομηνία των εκλογών – και με τους Δημοκρατικούς να ελέγχουν τη Βουλή των Αντιπροσώπων, ουσιαστικά δεν υπάρχει περίπτωση να συμβεί αυτό.
Όμως η ευρεία χρήση της επιστολικής ψήφου λόγω της πανδημίας είναι πιθανό να προκαλέσει σημαντικές καθυστερήσεις στην καταμέτρηση των ψήφων. Σε πολλές πολιτείες ίσως να φτάσουν μετά την ημέρα των εκλογών, και οι αξιωματούχοι είναι υποχρεωμένοι να τις ανοίξουν με το χέρι και να επαληθεύσουν τις υπογραφές. Ήδη φέτος, κάποιες προκριματικές εκλογές που διεξήχθησαν κυρίως μέσω επιστολικών ψήφων δεν έδωσαν τελικά αποτελέσματα για αρκετές εβδομάδες μετά την ημέρα των εκλογών.
Οι Δημοκρατικοί ανησυχούν ότι τέτοιες καθυστερήσεις θα επιτρέψουν στους ισχυρισμούς περί νοθείας να κερδίσουν έδαφος.
Άτομο σε επαφή με την εκστρατεία του Τζο Μπάιντεν δήλωσε ότι το επιτελείο του υποψηφίου των Δημοκρατικών ετοιμάζεται για ένα «εφιαλτικό σενάριο» όπου ο Τραμπ ανακηρύσσει τη νίκη του βασιζόμενος στο προβάδισμά του στις ψήφους με φυσική παρουσία στις κρίσιμες πολιτείες στις 3 Νοεμβρίου.
Τις επόμενες μέρες όμως, καθώς καταμετρούνται οι ψήφοι από τις πυκνοκατοικημένες αστικές περιοχές, το προβάδισμά του χάνεται εν μέσω της «μπλε μετατόπισης», όπως την ονομάζουν οι ειδικοί, και ο Πρόεδρος ισχυρίζεται ότι του κλέβουν τη νίκη.
Τα δικαστήρια
Οι πολιτείες έχουν διαφορετικούς νόμους σχετικά με τις επιστολικές ψήφους – επαλήθευση υπογραφών, ταχυδρομικές προϋποθέσεις, προθεσμίες υποβολής – και οποιοδήποτε από αυτά τα σημεία θα μπορούσε να αποτελέσει λόγο άσκησης προσφυγής είτε από τους Ρεπουμπλικάνους είτε από τους Δημοκρατικούς ως προς το ποιες ψήφοι θα πρέπει να θεωρηθούν έγκυρες.
Οι προκριματικές εκλογές αυτής της χρονιάς αποκάλυψαν τα σοβαρά προβλήματα στην έγκαιρη παράδοση των ψήφων, καθώς τα ταχυδρομεία και οι υπεύθυνοι των εκλογών δεν κατάφεραν να διαχειριστούν επιτυχημένα τον τεράστιο όγκο.
Οι ψηφοφόροι των οποίων οι ψήφοι δεν θα παραδοθούν εγκαίρως χωρίς να φταίνε οι ίδιοι, θα χάσουν ουσιαστικά το δικαίωμα ψήφου, πράγμα που θα μπορούσε να πυροδοτήσει προσφυγές στη δικαιοσύνη σε πολιτείες όπου το αποτέλεσμα κρίνεται με ελάχιστο περιθώριο.
Προσφυγές που κατατίθενται στις πολιτείες θα μπορούσαν τελικά να φτάσουν στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, όπως συνέβη το 2000, όταν ο Ρεπουμπλικάνος Τζορτζ Μπους επικράτησε του Δημοκρατικού Αλ Γκορ με μόλις 537 ψήφους στην Φλόριντα, αφού το – συντηρητικής τάσης – ανώτατο δικαστήριο σταμάτησε την ανακαταμέτρηση των ψήφων.
Η συντηρητική πλειοψηφία της τωρινής σύνθεσης του δικαστηρίου έχει φανεί γενικά ανεκτική προς εκλογικούς περιορισμούς. Αυτό όμως δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι ο δικαστήριο θα κλίνει προς το μέρος του Τραμπ σε μια πιθανή διαμάχη γύρω από τα εκλογικά αποτελέσματα, σύμφωνα με τους νομικούς μελετητές.
Εκλεκτορικό Κολέγιο
Πιο ανησυχητικό σενάριο από τις νομικές προσφυγές είναι ίσως αυτό μιας διαφωνίας στους κόλπους του Κολεγίου των Εκλεκτόρων.
Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών δεν εκλέγεται στην πραγματικότητα από την πλειοψηφία των ψηφοφόρων. Σύμφωνα με το σύνταγμα της χώρας, 538 εκλέκτορες – γνωστοί ως εκλεκτορικό κολέγιο – καθορίζουν τον νικητή.
Στην πράξη, ο υποψήφιος που κερδίζει την λαϊκή ψήφο μιας πολιτείας συνήθως έχει και αυτή των εκλεκτόρων της πολιτείας – ο αριθμός των εκλεκτόρων κάθε πολιτείας ορίζεται κατ' αναλογία με τον πληθυσμό της. Ο κυβερνήτης της κάθε πολιτείας επικυρώνει την ψήφο των εκλεκτόρων, που πραγματοποιείται φέτος στις 14 Δεκεμβρίου, και την υποβάλλει για έγκριση στο Κογκρέσο.
Σε ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε πρόσφατα με τίτλο «Θα φύγει;» ο καθηγητής νομικής του κολεγίου Άμχερστ Λόρενς Ντάγκλας περιγράφει ένα σενάριο σύμφωνα με το οποίο τα αποτελέσματα σε τρεις αμφιταλαντευόμενες πολιτείες (swing states) – στο Μίσιγκαν, το Ουισκόνσιν και την Πενσιλβανία – είναι τόσο κοντά που και οι δύο πλευρές ισχυρίζονται ότι έχουν νικήσει.
Τα νομοθετικά σώματα σε κάθε πολιτεία, που πρόσκεινται στους Ρεπουμπλικάνους, με την παραίνεση του Τραμπ, καταθέτουν τη δική τους επικύρωση κατοχυρώνοντας τις ψήφους των εκλεκτόρων στον Τραμπ, ενώ την ίδια στιγμή οι Δημοκρατικοί κυβερνήτες των πολιτειών καταθέτουν ξεχωριστή επικύρωση αποδίδοντας τις ψήφους στον Τζο Μπάιντεν.
Έχει συμβεί στο παρελθόν να καταθέσουν κάποιες πολιτείες αντικρουόμενα πιστοποιητικά, με πιο τρανταχτό παράδειγμα εκείνο των εκλογών του 1876, όπου δεν υπήρξε τελικό αποτέλεσμα για μήνες. Η διαφωνία επιλύθηκε μόνο αφού κομματικοί αξιωματούχοι κατέληξαν σε μια συμφωνία δίνοντας την προεδρία στον Ρεπουμπλικάνο Ράδερφορντ Μπ. Χέις με αντάλλαγμα την απόσυρση των στρατευμάτων της Ένωσης από τον Νότο, μια κίνηση που βοήθησε την έλευση της εποχής του Τζιμ Κρόου και των φυλετικών διαχωρισμών.
Το Ανώτατο Δικαστήριο εξέδωσε πρόσφατα απόφαση σύμφωνα με την οποία οι πολιτείες μπορούν να τιμωρούν τους «άπιστους εκλέκτορες» - αυτούς που ψηφίζουν κάποιον άλλο από τον υποψήφιο που έχει αναδειχθεί νικητής στην πολιτεία τους. Πάνω από δώδεκα πολιτείες, ωστόσο, δεν έχουν κανόνες κατά των άπιστων εκλεκτόρων.
Ο ομοσπονδιακός νόμος περί καταμέτρησης ψήφων ορίζει ως υπεύθυνη για την επίλυση διαφορών στο Κολέγιο των Εκλεκτόρων τη Βουλή των Αντιπροσώπων, και όχι το Ανώτατο Δικαστήριο. Ο νόμος όμως είναι ασαφής, σύμφωνα με τον Ντάγκλας, και μια διαιρεμένη Βουλή των Αντιπροσώπων ίσως να μην μπορεί να καταλήξει εύκολα σε μία λύση.
«Ίσως αναρωτιέστε αν το συνταγματικό νομικό μας σύστημα είναι σχεδιασμένο έτσι ώστε να μπορεί να αντιμετωπίσει μία εκλογική κρίση. Η απάντηση είναι όχι», σημειώνει ο Ντάγκλας.
Θα τον απομακρύνει ο στρατός;
Κάποιοι ειδικοί δηλώνουν ότι ανησυχούν περισσότερο για τη μόνιμη ζημιά στους δημοκρατικούς κανόνες που μπορεί να προκληθεί στην περίπτωση που ο Τραμπ αρνηθεί να παραδεχτεί την ήττα του, ακόμη και αν ο Μπάιντεν έχει ανακηρυχθεί νικητής.
Η ειρηνική διαδοχή αποτελεί σήμα κατατεθέν της αμερικανικής δημοκρατίας. Δεν ήταν η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου που έδωσε τέλος στις εκλογές του 2000 ανακηρύσσοντας νικητή τον Μπους, δηλώνει ο Ντάγκλας, αλλά η αποδοχή της απόφασης από τον Γκορ.
Ο Μπάιντεν έχει υπαινιχθεί ότι ίσως χρειαστεί ο στρατός να «απομακρύνει» τον Τραμπ από τον Λευκό Οίκο αν χάσει τις εκλογές αλλά αρνηθεί να φύγει. Όποιος ορκιστεί πρόεδρος στις 20 Ιανουαρίου 2021 θα έχει το πρόσταγμα τόσο των ενόπλων δυνάμεων όσο και των υπηρεσιών ασφαλείας και πληροφοριών.
Η ρητορική του Τραμπ θα μπορούσε επίσης να πείσει εκατομμύρια υποστηρικτές του ότι οι εκλογές ήταν στημένες και, ίσως, να οδηγήσει σε περαιτέρω ταραχές έπειτα από μήνες διαδηλώσεων κατά των φυλετικών ανισοτήτων.
«Πρόκειται για άλλη μία περίπτωση όπου ο πρόεδρος επιχειρεί να απονομιμοποιήσει την εκλογική διαδικασία προτού καν αυτή ξεκινήσει» είπε ο καθηγητής συνταγματικού δικαίου Τζάστιν Λέβιτ σχολιάζοντας το τουίτ του Ντόναλντ Τραμπ σχετικά με την αναβολή των εκλογών. «Είναι μια κίνηση βαθιά αποσταθεροποιητική».
Ο Μαρκ Μπρούερ, δικηγόρος με ειδίκευση στις εκλογές, δήλωσε ότι ο καλύτερος τρόπος για να αποφευχθεί μία παρατεταμένη νομική διαμάχη θα είναι να κερδίσει ο Μπάιντεν με μεγάλη διαφορά.