Είναι πάντα λιγότερο άνετο να πρέπει να τιμωρήσεις τον γείτονά σου απ' ό,τι έναν αντίπαλο που βρίσκεται στην άλλη άκρη του κόσμου και στο παιγνίδι αυτό η Ευρώπη έχει περισσότερα να χάσει απ' ό,τι ο αμερικανός σύμμαχός της εναντίον της Ρωσίας στην υπόθεση της Ουκρανίας.
«Είναι προφανές ότι η Ευρώπη είναι εκτεθειμένη πολύ περισσότερο από τις ΗΠΑ, επειδή η γεωγραφική εγγύτητα συμβαδίζει με στενούς οικονομικούς δεσμούς και δεσμούς ασφαλείας», σχολιάζει στο Γαλλικό Πρακτορείο ο Γκούντραμ Βολφ, ο διευθυντής του ινστιτούτου Bruegel των Βρυξελλών.
Παρά την επιβολή ευρωπαϊκών κυρώσεων μετά την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014, η Μόσχα παραμένει η πέμπτη αγορά εξαγωγών για την Ευρωπαϊκή Ένωση, με 81,5 δισεκατομμύρια ευρώ από τον Ιανουάριο ως τον Νοέμβριο 2021.
Είναι επίσης ο τρίτος μεγαλύτερος προμηθευτής της ηπείρου πίσω από την Κίνα και τις ΗΠΑ, σύμφωνα με τη Eurostat, με 142 δισεκ. ευρώ εμπορευμάτων κατά τους 11 πρώτους μήνες της περυσινής χρονιάς.
«Αυτή η εμπορική σχέση μετράει για εμάς», παραδέχθηκε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν στις 20 Ιανουαρίου στη διάρκεια του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ του Νταβός, σ' ένα πλαίσιο κλιμάκωσης των εντάσεων ανάμεσα στη Δύση και τη Ρωσία και τη στιγμή που η Μόσχα είχε αρχίσει στρατιωτικά γυμνάσια στις πύλες της Ουκρανίας.
Η φον ντερ Λάινεν πρόσθεσε πάντως ότι αυτή η σχέση «μετράει ακόμη περισσότερο για τη Ρωσία», διευκρινίζοντας πως η ΕΕ είναι ο πρώτος εταίρος και ο πρώτος επενδυτής της χώρας.
Κίνδυνος «να αυτοτιμωρηθείς»
«Το περιθώριο ελιγμών δεν είναι διόλου το ίδιο για την Ευρώπη» σε σχέση με τις ΗΠΑ, παρατηρεί ο εξειδικευμένος στις οικονομικές κυρώσεις δικηγόρος Ολιβιέ Ντοργκάν, επισημαίνοντας το κίνδυνο «να αυτοτιμωρηθείς» τιμωρώντας τον άλλον σ' αυτού του τύπου τη σύγκρουση.
Το πιο εύγλωττο παράδειγμα είναι αυτό των υδρογονανθράκων, οι οποίοι θα αποτελούσαν εν δυνάμει στόχο στο οπλοστάσιο των κυρώσεων εναντίον της Μόσχας, σ' ένα πλαίσιο μεγάλης ανόδου των τιμών στη Γηραιά Ήπειρο και στην καρδιά του χειμώνα, σε περίπτωση που ο πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν καταλάμβανε την Ουκρανία.
Από τη Μόσχα προέρχεται περισσότερο από το 40% των ευρωπαϊκών εισαγωγών αερίου, και αν κλείσει η ρωσική στρόφιγγα λόγω δυτικών κυρώσεων ή ρωσικών μέτρων αντιποίνων, υπάρχει κίνδυνος να επιβαρυνθεί ακόμη περισσότερο ο λογαριασμός εκατομμυρίων νοικοκυριών για την ενέργεια.
«Υπάρχουν αποθέματα, αλλά μιλάμε για μερικές εβδομάδες κατανάλωσης», αναλύει ο Γκούντραμ Βολφ. «Τα αποθέματα θα έφθαναν στο μηδέν και θα ήταν τότε πολύ περίπλοκο να αντισταθμιστούν στο 100% οι εισαγωγές ρωσικού αερίου με αέριο του Κατάρ ή άλλων παραγωγών», εκτιμά προειδοποιώντας για τον κίνδυνο ελλείψεων.
Γι' αυτό το πολύ ακανθώδες ζήτημα, ένας υψηλόβαθμος αξιωματούχος του Λευκού Οίκου δήλωσε χθες, Τρίτη, πως οι Δυτικοί έχουν λάβει μέτρα για να προστατεύσουν τις προμήθειες φυσικού αερίου της Ευρώπης.
Swift
Το άλλο μεγάλο ζήτημα είναι αυτό του ρωσικού χρηματοοικονομικού τομέα.
Οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να απαγορεύσουν τις συναλλαγές σε δολάρια, το νόμισμα-βασιλιά των διεθνών ανταλλαγών, ή να αποκλείσουν τη Μόσχα από τον οργανισμό Swift, ένα ουσιώδους σημασίας σύστημα διεθνών τραπεζικών συναλλαγών που ιδρύθηκε το 1973 και στους κόλπους του οποίου βρίσκονται 300 τράπεζες και χρηματοοικονομικοί θεσμοί της Ρωσίας.
Ανάλογα με την περίπτωση, οι επιχειρήσεις που κάνουν δουλειές με τη Ρωσία θα πλήττονταν πολύ. Η Γερμανία, η οποία έχει ισχυρούς οικονομικούς δεσμούς με τη Ρωσία, έδειξε πως είναι εχθρική στην ιδέα οι κυρώσεις να αφορούν το Swift, σύμφωνα με μια ευρωπαϊκή διπλωματική πηγή.
Μια πιο λεπτή προσέγγιση θα μπορούσε να επιλεγεί στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων μεταξύ των Δυτικών, εκτιμά ο δικηγόρος Ολιβιέ Ντοργκάν, ώστε να μην υποστούν οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις πολύ μεγάλες οικονομικές αναταράξεις.
«Αντί να τιμωρήσουμε όλες τις ρωσικές τράπεζες, θα μπορούσαμε ίσως να αρχίσουμε από αυτές που βρίσκονται πιο κοντά στους κύκλους που συνδέονται με τον Βλαντίμιρ Πούτιν, να μην αγγίξουμε ίσως τον τομέα του αερίου, που είναι υπερβολικά σημαντικός για την Ευρώπη, αλλά να αρχίσουμε από τον πετρελαϊκό τομέα», λέει ο Ντοργκάν, ο οποίος προσθέτει ωστόσο ότι είναι ανάγκη να υιοθετηθούν κυρώσεις πιο σκληρές απ' ό,τι το 2014.
Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με το δικηγόρο, «αν οι Ηνωμένες Πολιτείες αποφάσιζαν να προχωρήσουν μόνες, η επίπτωση των αμερικανικών οικονομικών κυρώσεων πέρα από τα σύνορά τους είναι τόσο ισχυρή ώστε οι μείζονες παίκτες της ΕΕ, τραπεζικοί ή ενεργειακοί, θα ήταν υποχρεωμένοι να συμμορφωθούν».
Εντούτοις δεν είναι κάτι που θα υπήρχε κίνδυνος να αποσταθεροποιήσει την ευρωπαϊκή οικονομία, πιστεύει ο αρμόδιος για την Ευρώπη οικονομολόγος της εταιρείας αναλύσεων Capital Economics Άντριου Κένιγχαμ, χαρακτηρίζοντας «σχετικά ασθενή και σύντομο» τον αντίκτυπο των κυρώσεων στην οικονομία της Ευρωζώνης, σε σύγκριση με τους κινδύνους που συνδέονται με την πανδημία.