Λέξεις και φράσεις όπως «πρωτοφανές στα χρονικά», «αδιανόητο» και «άνευ προηγουμένου» έχουν σχεδόν χάσει το νόημά τους όταν ακολουθεί το όνομα του Ντόναλντ Τραμπ, όμως οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται πράγματι σε σημείο ιστορικής καμπής με έναν πρώην πρόεδρο να οδηγείται για πρώτη φορά στο εδώλιο για απόπειρα διάβρωσης της ίδιας της αμερικανικής Δημοκρατίας τη στιγμή κατά την οποία επιχειρεί την επάνοδό του -και είναι αβέβαιο εάν οι δίκες, ή ακόμη και οι καταδίκες, θα του φράξουν το δρόμο.
Μέσα σε δύο λεπτά και 30 δευτερόλεπτα ο ειδικός εισαγγελέας Τζακ Σμιθ, ο οποίος ανέλαβε την εξίσου ιστορική ευθύνη της σύνταξης του κατηγορητηρίου στην υπόθεση «Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής εναντίον Ντόναλντ Τζ. Τραμπ», ήλθε να συμπυκνώσει την κρισιμότητα των στιγμών και τον κίνδυνο που διέτρεξε η αμερικανική Δημοκρατία από μία εκστρατεία ψεύδους του Ντόναλντ Τραμπ για τα περί νοθευμένης κάλπης του 2020, η οποία και υποδαύλισε την εισβολή της 6ης Ιανουαρίου 2021 στο Καπιτώλιο.
«Η επίθεση στην πρωτεύουσα του έθνους μας στις 6 Ιανουαρίου 2021, ήταν μια άνευ προηγουμένου επίθεση στην έδρα της αμερικανικής Δημοκρατίας. Όπως περιγράφεται στο κατηγορητήριο, τροφοδοτήθηκε από ψέματα. Ψέματα από τον κατηγορούμενο που στόχευαν στην παρεμπόδιση μιας θεμελιώδους λειτουργίας της κυβέρνησης των ΗΠΑ, τη διαδικασία συλλογής, καταμέτρησης και πιστοποίησης των αποτελεσμάτων των προεδρικών εκλογών» δήλωσε ο Τζακ Σμιθ κατόπιν της δημοσιοποίησης του κατηγορητηρίου.
«Οι άνδρες και οι γυναίκες της επιβολής του νόμου που υπερασπίστηκαν το Καπιτώλιο των ΗΠΑ στις 6 Ιανουαρίου είναι ήρωες. Είναι πατριώτες και είναι οι καλύτεροι εξ ημών. Δεν υπερασπίστηκαν απλώς ένα κτήριο ή τους ανθρώπους μέσα σε αυτό. Διακινδύνευσαν τη ζωή τους για να υπερασπιστούν αυτό που είμαστε ως χώρα και ως λαός. Υπερασπίστηκαν τους ίδιους τους θεσμούς και τις αρχές που καθορίζουν τις Ηνωμένες Πολιτείες», επισήμανε απευθυνόμενος στον Τύπο.
Ένα λεπτομερές, «καθαρό» και «δεμένο», κατά γενική ομολογία νομικών εμπειρογνωμόνων, κατηγορητήριο 45 σελίδων παραθέτει στοιχεία και καταθέσεις μαρτύρων (με πλέον καθοριστική αυτή του τέως αντιπροέδρου Μάικ Πενς) για έναν πρόεδρο που εν γνώσει του συνέχισε να ψεύδεται για τα περί εκλογικής απάτης παρόλο που συνεργάτες του, στελέχη της κυβέρνησης, του υπουργείου Δικαιοσύνης, και ο ίδιος ο Πενς, ο ένας μετά τον άλλον του έλεγαν πως νοθεία δεν υφίσταται.
Συνωμοτώντας και λέγοντας ψέματα ο Τραμπ επιχείρησε κατά το κατηγορητήριο να ανατρέψει την εκλογική θέληση των ψηφοφόρων εκμεταλλευόμενος την εξουσία του· ήταν ένα σχέδιο εξαπάτησης και εκφοβισμού που εκδηλώθηκε σε πολλά επίπεδα με στόχο την παραμονή του στον Λευκό Οίκο, και το οποίο τελικά οδήγησε στη βία της 6ης Ιανουαρίου και τις δυστοπικές εικόνες με το αμερικανικό Κογκρέσο να δέχεται επίθεση σε απευθείας τηλεοπτική μετάδοση. Ένα βαθύ τραύμα για τις Ηνωμένες Πολιτείες που δεν έχει επουλωθεί αλλά εξακολουθεί να αιμορραγεί.
Βάσει απόφασης σώματος ενόρκων στην περιφέρεια της Κολούμπια, ο 45ος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, και νυν φαβορί για την κατάκτηση του ρεπουμπλικανικού χρίσματος, παραπέμπεται σε δίκη με τις κατηγορίες της συνωμοσίας για εξαπάτηση των Ηνωμένων Πολιτειών, συνωμοσίας για παρακώλυση και απόπειρα παρακώλυσης επίσημης διαδικασίας (σ.σ. η διαδικασία επικύρωσης της εκλογής του Τζο Μπάιντεν από το Κογκρέσο την 6η Ιανουαρίου 2021), καθώς και συνωμοσίας προς στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων των ψηφοφόρων και της βούλησης του εκλογικού σώματος στις κάλπες του 2020.
«Παρότι έχασε, ο Ντόναλντ Τραμπ ήταν αποφασισμένος να παραμείνει στην εξουσία» αναφέρει ξεκάθαρα το σώμα των ενόρκων στην απόφαση με την οποία ο Τραμπ παραπέμπεται σε δίκη.
Ο Ντόναλντ Τραμπ καλείται στις 11.00 το βράδυ (ώρα Ελλάδας) την Πέμπτη ενώπιον ομοσπονδιακού δικαστηρίου στην Ουάσινγκτον για την απαγγελία του κατηγορητηρίου· έχει τη δυνατότητα να παραστεί μέσω βιντεοσύνδεσης, ωστόσο δεν είναι σαφές εάν το επιτελείο του θα επιλέξει να εκμεταλλευθεί και αυτή τη διαδικασία για να τη μετατρέψει σε πολιτικό θέαμα, όπως είχε πράξει με τις προγενέστερες προσαγωγές πρώτα ενώπιον των δικαστικών αρχών του Μανχάταν για την ελάσσονος σημασίας υπόθεση παραποίησης επιχειρηματικών αρχείων προς συγκάλυψη μυστικών πληρωμών για να «σιγήσει» την Στόρμι Ντάνιελς, και εν συνεχεία στη Φλόριντα για τα άκρως απόρρητα έγγραφα που διατηρούσε στο θέρετρο Μαρ-α-Λάγκο.
Σημείο-κλειδί στο τελευταίο κατηγορητήριο αποτελεί (πέραν των μαρτυριών ότι οι ίδιοι οι Ρεπουμπλικανοί του έλεγαν πως νοθεία δεν υπάρχει) το γεγονός ότι προκαταβολικά αποκρούεται απόπειρα να υποστηρίξει ο Ντόναλντ Τραμπ πως πράγματι πίστευε όσα έλεγε. Σε συνάντηση που είχε με συμβούλους του επί αδιευκρίνιστου ζητήματος εθνικής ασφαλείας, συναίνεσε να αφήσει το θέμα για τον επόμενο πρόεδρο, λέγοντας: «Ναι, έχετε δίκιο. Παραείναι αργά για εμάς. Θα το αφήσουμε στον επόμενο». Στο κατηγορητήριο γίνεται επίσης αναφορά σε έξι πρόσωπα που συνωμότησαν μαζί του επιδιώκοντας την ανατροπή της εκλογικής έκβασης του 2020, τα ονόματα των οποίων δεν έχουν δοθεί στη δημοσιότητα, ούτε και έχουν κατηγορηθεί μέχρι στιγμής επίσημα, αλλά έχει γίνει γνωστό πως ανάμεσά τους βρίσκεται ο Ρούντι Τζουλιάνι, πρώην δήμαρχος της Νέας Υόρκης και δικηγόρος του Τραμπ μετά την προεδρική ήττα.
Πολιτικό «ηφαίστειο» οι ΗΠΑ
Η μία «επίσημη πρώτη» δίωξη για πρώην πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών διαδέχεται την άλλη, με τις Ηνωμένες Πολιτείες να μετατρέπονται πλέον σε πολιτικό «ηφαίστειο» καθ’ οδόν προς τις προεδρικές εκλογές του 2024.
Τρεις ποινικές διώξεις σε διάστημα τεσσάρων μηνών «μετρά» μέχρι στιγμής ο Ντόναλντ Τραμπ, με το τελευταίο ομοσπονδιακό κατηγορητήριο να είναι και το βαρύτερο καθώς αγγίζει την «καρδιά» της αμερικανικής Δημοκρατίας που τα συνειδητά ψεύδη και η δίψα του για εξουσία απείλησαν. Ο Τραμπ δεν είναι «απλά» πρώην πρόεδρος, αλλά και επικρατέστερος υποψήφιος για το ρεπουμπλικανικό χρίσμα με μία ακλόνητη κομματική βάση, γεγονός που πέραν του γεγονότος ότι αυτή καθαυτή η επικείμενη δίκη είναι ιστορικής σημασίας, ρίχνει την ίδια την προεκλογική εκστρατεία και συνολικά το πολιτικό και δικαστικό σύστημα των ΗΠΑ σε αχαρτογράφητα νερά.
Αδιανόητα για τα δεδομένα των ΗΠΑ ερωτήματα για το εάν καταδικασθείς για πολιτειακά και ομοσπονδιακά εγκλήματα μπορεί να αναλάβει την προεδρία ή ακόμη και να ασκεί καθήκοντα μέσα από τη φυλακή έρχονται στο προσκήνιο, ενώ αρκετές πλευρές διερωτώνται επίσης εάν ο Ασκός του Αιόλου που ανοίγει τελικά θα ευνοήσει ή τραυματίσει περαιτέρω το αμερικανικό έθνος δεδομένου ότι ο Τραμπ είναι τόσο τοξικός και διχαστικός παράγοντας, όπως και αποδείχθηκε όταν η χώρα βρέθηκε επί της ουσίας στα πρόθυρα πραξικοπήματος.
Η απάντηση επ’ αυτού είναι ότι όποιο και αν είναι τελικά το κόστος και σε όποια συνταγματική κρίση και αν οδηγήσει, εάν δεν υπήρχε καμία λογοδοσία για την απόπειρα ανατροπής της ψήφου του εκλογικού σώματος σε μία χώρα-συνώνυμο της ειρηνικής μεταβίβασης της εξουσίας, το πολιτικό προηγούμενο και το πλήγμα για τη Δημοκρατία θα ήταν τελικά τέτοιο που θα οδηγούσε σε δρόμους σκοτεινούς που ουδείς θέλει να διανύσει -ούτε και οι ίδιοι οι Ρεπουμπλικανοί παρόλο που συντεταγμένα ως κόμμα δεν σηκώνουν το ιστορικό βάρος που τους αναλογεί και δεν είναι άλλο από το να πουν δυνατά, καθαρά και δημόσια ότι κανένας δεν «έκλεψε» από τον Τραμπ τις εκλογές το 2020.
Είναι μία στάση εκ μέρους της συντηρητικής παράταξης την οποία εν τέλει θα κρίνει η Ιστορία. Υψηλόβαθμα στελέχη του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, βουλευτές και γερουσιαστές έχουν σταθεί ενάντια στον Τραμπ στηλιτεύοντας τα όσα διαδραματίστηκαν την «μαύρη» ημέρα της 6ης Ιανουαρίου στο Καπιτώλιο και χαρακτηρίζοντας καταστροφική την υποψηφιότητά του για το χρίσμα. Όμως τη φωνή τους υπερκαλύπτουν όσοι στους κόλπους του κόμματος -και είναι πολλοί- εξακολουθούν να στηρίζουν τον Τραμπ, ενώ ούτε καν συνυποψήφιοί του για το χρίσμα (περιλαμβανομένου του Ρον Ντε Σάντις) «αγγίζουν» τις νομικές του υποθέσεις σαν να πιστεύουν ότι ο Τραμπ θα εξαφανιστεί διά μαγείας από το «χάρτη» και εκείνοι δεν θέλουν να χάσουν μερίδιο από τη βάση του κινήματος MAGA. Μάλλον όμως αυταπατώνται.
Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν θα πάει πουθενά. Δεν είναι πλέον μόνο η δίψα εκδίκησης για το 2020 που τον καθοδηγεί, ούτε και το αφήγημα της «σωτηρίας» της Αμερικής, αλλά με μία προεδρική νίκη ουσιαστικά θα σώσει τον εαυτό του, καθώς η φυλάκιση παύει να είναι ένα απομακρυσμένο ενδεχόμενο. Οι τελευταίες μετρήσεις (πριν την ανακοίνωση της νέας δίωξης) του δίνουν συντριπτικό προβάδισμα για το χρίσμα, ενώ τον εμφανίζουν στήθος με στήθος σε μία ενδεχόμενη ρεβάνς με τον Τζο Μπάιντεν. Μένει να αποδειχθεί εάν η τάση αυτή θα διατηρηθεί καθώς θα πρέπει να… μοιράσει το χρόνο του ανάμεσα στην εκστρατεία και τις δικαστικές αίθουσες, όμως μέχρι στιγμής κάθε ποινική δίωξη αντί να τον αποδυναμώνει, τον ενισχύει. Σημειωτέον, δεν έχει ανακαλέσει τα περί νοθείας το 2020.
Επικίνδυνη διαίρεση
Η τακτική με την οποία θα κινηθεί στο εξής δεν διαφέρει από τη δοκιμασμένη συνταγή του διχασμού και της διαίρεσης. Όμως, κλιμακώνει ακόμη περισσότερο τη ρητορική. Το επιτελείο του εξέδωσε άμεσα μετά το νέο κατηγορητήριο ανακοίνωση με ακραίους ιστορικούς παραλληλισμούς: «Ο παράνομος χαρακτήρας των διώξεων κατά του προέδρου Τραμπ και των υποστηρικτών του θυμίζει τη ναζιστική Γερμανία τη δεκαετία του 1930, την πρώην Σοβιετική Ένωση, και άλλα αυταρχικά, δικτατορικά καθεστώτα».
Μόνιμη επωδός του Τραμπ είναι ότι είναι θύμα πολιτικού διωγμού από την κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν και τους υποτελείς της στο δικαστικό σώμα, ένα διεφθαρμένο πολιτικό-δικαστικό σύστημα, ένα βαθύ κράτος που αναμεινύεται στην προεκλογική εκστρατεία και κατά δήλωσή του θα επιστρέψει για να ξεριζώσει. Τα ίδια λέει όμως και ο εσωκομματικός του αντίπαλος, κυβερνήτης της Φλόριντα Ρον Ντε Σάντις, στην ανακοίνωση που εξέδωσε σε χρόνο-ρεκόρ μετά τη δημοσιοποίηση του κατηγορητηρίου (που αριθμεί 45 σελίδες και είναι άκρως αμφίβολο εάν είχε προλάβει καν να το διαβάσει).
Σπεύδοντας προς υπεράσπιση του Τραμπ, χωρίς να αναφέρει το όνομά του, ο Ντε Σάντις ανέφερε ότι «ως πρόεδρος θα τερματίσει την εργαλειοποίηση της κυβέρνησης, θα αντικαταστήσει τον επικεφαλής του FBI και θα διασφαλίσει πως η Δικαιοσύνη θα είναι ίση για όλους τους Αμερικανούς». Ο Ρεπουμπλικανός πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων, Κέβιν Μακάρθι, έσπευσε να αποκρούσει τις κατηγορίες ως τίποτα παραπάνω από επίθεση στο φαβορί για το ρεπουμπλικανικό χρίσμα που ξεπερνά στις δημοσκοπήσεις τον Τζο Μπάιντεν.
Όσο για τη χρονική στιγμή της δίκης, ο εισαγγελέας Τζακ Σμιθ έχει δηλώσει ότι επιδιώκει ταχείες διαδικασίες, τις οποίες ως είθισται η νομική ομάδα Τραμπ θα επιχειρήσει να καθυστερήσει. Αναλυτές υπογραμμίζουν ότι η υπόθεση έχει τέτοια βαρύτητα που οι Αμερικανοί πολίτες δικαιούνται να γνωρίζουν την έκβασή της πριν ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα το Νοέμβριο του 2024. Πάντως, ακόμη και μία καταδίκη δεν φράσσει αυτόματα το δρόμο του Τραμπ, ο οποίος προσεχώς θα προσθέσει στους «σταθμούς» του και τη Τζόρτζια, όπου επίκειται η απαγγελία νέου κατηγορητηρίου εις βάρος του για απόπειρα ανατροπής της εκλογικής έκβασης του 2020 στην αμερικανική πολιτεία.