Εν τέλει, ο πρόεδρος Μακρόν, στις εκλογές της 19ης Ιουνίου, απώλεσε την απόλυτη πλειοψηφία στο κοινοβούλιο η οποία και θα του επέτρεπε να κυβερνήσει σχετικά απερίσπαστος. Η κεντρώα συμμαχία που είχε συγκροτήσει το «Μαζί» εξασφαλίζει 245 βουλευτές, έναντι της Αριστερής Συμμαχίας με ηγέτη τον Μελανσόν, που αποσπά 131 έδρες, της Εθνικής Συσπείρωσης της Μαρίν Λεπέν, που εισέρχεται θριαμβευτικά στο γαλλικό κοινοβούλιο με 89 έδρες, ενώ και η παραδοσιακή Δεξιά διατηρεί 64 έδρες από τις 112 που κατείχε στις προηγούμενες εκλογές.
Στο εξής, ανοίγεται μία περίοδος υψηλής αβεβαιότητας, ακόμα και πιθανής ακυβερνησίας στη γαλλική δημοκρατία, που ήδη δοκιμαζόταν τα προηγούμενα χρόνια από ισχυρές και μακρόχρονες κινητοποιήσεις - όπως τα «κίτρινα γιλέκα». Παράλληλα, αυτή η ήττα υπονομεύει τον ηγετικό ρόλο του Μακρόν στην Ευρώπη, σε μια στιγμή που αυτή δοκιμάζεται από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και απειλείται από μια επερχόμενη μείζονα οικονομική κρίση. Και σε ό,τι αφορά εμάς πιο άμεσα, η αποδυνάμωση της θέσης της Γαλλίας και η αύξηση των εσωτερικών περισπασμών του προέδρου Μακρόν, προσφέρει «αέρα» στον Ερντογάν, τόσο στην αντιγαλλική του πολιτική στην Αφρική όσο και έναντι της Ελλάδας.
Πώς όμως φθάσαμε σε αυτό το αποτέλεσμα; Οι αιτίες είναι πολλές. Δύο από αυτές είναι οι σημαντικότερες:
Η ενίσχυση της κοινωνικής και πολιτικής πόλωσης, που διαπιστώθηκε τόσο στην παρούσα αναμέτρηση όσο και στις προεδρικές εκλογές, αποτελεί συνέπεια της συνύπαρξης δύο αξόνων αντιπαράθεσης, του παραδοσιακού άξονα «Αριστεράς-Δεξιάς», αλλά και εκείνου που αντιπαραθέτει τις ελίτ και τα λαϊκά στρώματα. Αυτοί οι άξονες δεν είναι ταυτόσημοι, όπως ίσως ήταν κάποτε.
Πράγματι, στο παρελθόν, η γαλλική πολιτική οριζόταν κατ’ εξοχήν από την ύπαρξη ενός άξονα Αριστεράς-Δεξιάς ή καλύτερα Κεντροαριστεράς-Κεντροδεξιάς. Μιτεράν έναντι Ζισκάρ ντ' Εσταίν και Σιράκ ή πιο πρόσφατα Σαρκοζί και Ολάντ. Ο Εμμανουέλ Μακρόν, στις προεδρικές εκλογές του 2017, έσπασε το πρώτο δίπολο υποσχόμενος μια υπέρβαση των στρατοπέδων της Αριστεράς και της Δεξιάς. Όχι όμως και το δεύτερο, εξ ου και φαινόμενα όπως τα «κίτρινα γιλέκα» στο κοινωνικό πεδίο και η Λεπέν, και εν μέρει ο Ζεμούρ, στο πολιτικό.
Έτσι στις πρόσφατες εκλογές, ο Μελανσόν , ένα είδος Τραμπ της Αριστεράς, κατόρθωσε να καταλάβει τον αριστερό πόλο του παραδοσιακού άξονα Αριστερά-Δεξιά και η Μαρίν Λεπέν να εμφανιστεί ως η εκπρόσωπος των λαϊκών στρωμάτων έναντι των ελίτ. Το αποτέλεσμα ήταν να συμπιεστεί και από τις δύο πλευρές η μακρονική πλειοψηφία που πλήττονταν τόσο από τη μεσοστρωματική, φιλομεταναστευτική και δικαιωματιστική Αριστερά όσο και από την λαϊκή Ακροδεξιά.
Τελικώς, ο Μελανσόν κυριάρχησε στους εκπαιδευτικούς, τη διανόηση τους δημοσίους υπαλλήλους και κατ’ εξοχήν τους μεταναστευτικής προέλευσης πληθυσμούς, ειδικά τους μουσουλμάνους που τον είχαν ήδη ψηφίσει σε ποσοστό 70% στις προεδρικές εκλογές.
Αντίστοιχα, η Μαρίν Λεπέν ηγεμονεύει στα λαϊκά στρώματα γαλλικής καταγωγής. Ήδη, στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών το 67% των εργατών και το 57% των υπαλλήλων είχαν επιλέξει την ακροδεξιά υποψήφια. Μάλιστα, θα βρισκόταν ακόμα υψηλότερα εάν οι εργάτες και οι υπάλληλοι δεν απείχαν σε ποσοστά που προσεγγίζουν το 65%!
Το κεντρώο μπλοκ εκπροσωπεί κυρίως τους πολυάριθμους και ενεργούς πολιτικά συνταξιούχους καθώς και τα στελέχη που στήριξαν τον Μακρόν στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών, με 68% και 77% αντίστοιχα. Άλλωστε, οι συνταξιούχοι και τα στελέχη έχουν και το υψηλότερο ποσοστό συμμετοχής στις εκλογές, πολύ πάνω από 50%, ενώ αντίθετα οι νέοι 18-34 ετών απείχαν κατά 70% στον πρώτο γύρο των βουλευτικών εκλογών!
Ο δεύτερος σημαντικός λόγος της ήττας του Μακρόν ήταν μάλλον η προσωπική του κατάρρευση, σχεδόν όλους τους τελευταίους μήνες και κατ’ εξοχήν στη διάρκεια των βουλευτικών εκλογών.
Στη διάρκεια της μακράς προεκλογικής εκστρατείας, διέπραξε μεγάλο αριθμό λαθών. Επί παραδείγματι, στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών, επειδή προσδοκούσε ψήφους από την «Ανυπότακτη Γαλλία» του Μελανσόν, έκανε ανοίγματα προς τους δικαιωματιστές και τους φιλοϊσλαμιστές, με συνέπεια να αποξενώσει ένα σημαντικό μέρος σοβαρών Γάλλων ψηφοφόρων που απορρίπτουν μια τέτοια «πολιτική ορθότητα». Δυστυχώς, όντας και ο ίδιος μέλος της ελίτ, υποτιμά το βαθύτατο ρήγμα που έχει προκαλέσει στη γαλλική κοινωνία η αυξανόμενη παρουσία μουσουλμανικών κοινοτήτων η οποία και στέλνει ένα σημαντικό μέρος των Γάλλων ψηφοφόρων προς την Ακροδεξιά.
Στη συνέχεια δε, επέτρεψε σε έναν πολιτικό θεατρίνο όπως ο Μελανσόν να κυριαρχήσει στο μηντιακό επίπεδο ενώ το κόμμα του και ίδιος εξαφανίστηκαν κυριολεκτικά στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας.
Όπως γράφει ο Alexis Brézet, αρχισυντάκτης του Figaro στο κύριο άρθρο της εφημερίδας: «Πώς μπόρεσε ο πολιτικός μάγος, ο ίδιος ο άνθρωπος του οποίου οι αντίπαλοι δεν μπορούσαν παρά να θαυμάσουν την ανθεκτικότητα και τη διορατικότητα, να χάσει την επαφή του με την πραγματικότητα; Καθ' όλη τη διάρκεια αυτής της μη-προεκλογικής εκστρατείας, τον είδαμε αμήχανο, διστακτικό - γιατί λοιπόν οι ψηφοφόροι να του έδιναν την πλειοψηφία όταν ποτέ δεν τους είπε τι θα την έκανε; Ήταν σαν να τον είχε χτυπήσει μια παράξενη κατάρα το βράδυ της επανεκλογής του, σαν να είχε σπάσει ξαφνικά ένα ελατήριο, αμβλύνοντας τη φυσικότητά του, τα αντανακλαστικά του και τη φαντασία του. Υπάρχει ένα προσωπικό μυστήριο εδώ που μένει να εξηγηθεί...».
Και το ίδιο συνέβη και με τις κάτω του αναμενομένου επιδόσεις του στην προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τις τουλάχιστον αμφιλεγόμενες θέσεις του για την Ουκρανία και τη στάση του απέναντι στον Πούτιν, καθώς και με τη σχετική αφωνία του απέναντι στον Ερντογάν. Πάντως, μετά τη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και την εξαπάτησή του από τον Πούτιν, δεν ήταν πλέον ο Μακρόν που γνωρίζαμε.
Αν και το χαστούκι ήταν βαρύ, είναι υποχρεωμένος να ξαναπάρει τα πράγματα στα χέρια του, να διασφαλίσει μια κυβερνητική σταθερότητα, ίσως σε συμμαχία με τους Ρεπουμπλικάνους, και προπαντός να σπάσει το δίπολο ελίτ-λαϊκό σώμα, η διαιώνιση του οποίου απαγορεύει στην πραγματικότητα την υπέρβαση που ευαγγελιζόταν.
Σε αυτή την κατεύθυνση, την Τετάρτη 22 Ιουνίου, θα εγκαινιάσει ένα «Εθνικό Συμβούλιο Επανίδρυσης», με τη διπλή φιλοδοξία να μειώσει το δημοκρατικό χάσμα, εμπλέκοντας περισσότερο τους πολίτες στις αποφάσεις και αναδεικνύοντας νέες δομές για τον 21ο αιώνα. Αν το επιτύχει, έστω και εν μέρει, θα δείξει πως μπορεί να ανταποκριθεί θετικά στη ήττα της 19ης Ιουνίου.
Και πάντως δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε πως η εσωτερική αποσταθεροποίηση της Γαλλίας απειλεί την ευρωπαϊκή πολιτική και συνοχή, τη στιγμή που θα έπρεπε να γίνουν μείζονες επιλογές στην ενίσχυση της οικονομικής και αμυντικής της συνοχής και επομένως η σταθερότητα της μας αφορά όλους, πρωτίστως τους Έλληνες.
Υ.Γ. Ένα ακόμα χαστούκι, αλλά στον Μελανσόν αυτή τη φορά, έδωσαν οι 27 βουλευτές των Σοσιαλιστών, οι 23 των Οικολόγων και οι 12 των Κομμουνιστών απορρίπτοντας τη πρότασή του για ενιαία κοινοβουλευτική ομάδα στη γαλλική Εθνοσυνέλευση. Έτσι, ο Μελανσόν θα σχηματίσει την κοινοβουλευτική του ομάδα με τους 69 βουλευτές της Ανυπότακτης Γαλλίας, επιστρέφοντας στα «κιλά» του.
* Ο Γιώργος Καραμπελιάς είναι συγγραφέας και πολιτικός αναλυτής