Οι σχέσεις Τουρκίας με τη Ρωσία, με φόντο τον πόλεμο στην Ουκρανία, φαίνεται να ακροβατούν σε ένα λεπτό τεντωμένο σχοινί και διαρκώς έρχεται στην επιφάνεια το ερώτημα αν είναι δυνατόν η υποστήριξη που προσφέρει η Τουρκία στην Ουκρανία να οδηγήσει σε κατάρρευσή τους. Η Τουρκία τήρησε από την αρχή επικριτική στάση έναντι της ρωσικής εισβολής.
Ο πρόεδρος Ερντογάν χαρακτήρισε την εισβολή ως απαράδεκτη, ενώ η τουρκική κρατική τηλεόραση σχολιάζει αρνητικά τις ρωσικές ενέργειες, ενώ αναδεικνύει την ηγετική συμπεριφορά του Ουκρανού προέδρου. Επίσης, η Τουρκία τάχθηκε θετικά στη γενική συνέλευση του ΟΗΕ υπέρ του ψηφίσματος καταδίκης της ρωσικής εισβολής. Προχώρησε στον χαρακτηρισμό της «ειδικής επιχειρήσεως» των Ρώσων σε πόλεμο, πράγμα που της έδωσε τη δυνατότητα να κλείσει τα στενά των Δαρδανελίων και του Βοσπόρου, στα ρωσικά πολεμικά πλοία, εφαρμόζοντας τις προβλέψεις της Συνθήκης του Μοντρέ, για πρώτη φορά μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η πράξη αυτή η οποία έλαβε χώρα μια εβδομάδα μετά την έναρξη των επιχειρήσεων, ικανοποίησε την Ουκρανία και τη Δύση, στην ουσία όμως επρόκειτο περί συμβολικού χαρακτήρα ενεργείας, καθώς ο ρωσικός στόλος της Μαύρης Θάλασσας ήταν ήδη ανεπτυγμένος, ενώ τα εκτός περιοχής πλοία μπορούσαν να επιστρέψουν στη βάση τους, οπότε αυτό δεν ενόχλησε Ρωσία.
Το βασικό σημείο τριβής με τη Ρωσία είναι η πώληση στην Ουκρανία των τουρκικών drones Μπαϊρακτάρ τα οποία είναι σχετικά φθηνά, αλλά και έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικά στο πεδίο της μάχης εναντίον ρωσικών στόχων, ενώ οι δυνατότητες τους έχουν επιβεβαιωθεί στη Συρία, στη Λιβύη και στο Ναγκόρνο Καραμπάχ. Η πρώτη σύμβαση υπεγράφη το 2019, για προμήθεια των 6 συστημάτων, ενώ επεκτάθηκε στα πλαίσια στρατιωτικής και εμπορικής συμφωνίας (2020 και 2022 αντίστοιχα) μεταξύ των δύο χωρών, με την κατασκευή εργοστασίου συναρμολόγησης στην Ουκρανία και με την πώληση αδιευκρίνιστου αριθμού drones, ακόμη και μετά την έναρξή των επιχειρήσεων.
Η Ρωσία διαμαρτυρήθηκε εντόνως και επανειλημμένως, ωστόσο η Τουρκία αντέτεινε ότι αυτά είναι εμπορικά συμβόλαια και δεν μπορεί να επέμβει, ενώ όλοι γνωρίζουν ότι το κράτος παραγωγής οπλικών συστημάτων έχει τη δυνατότητα να παρέμβει και να διακόψει την εξαγωγή τους. Για το κλείσιμο των Στενών και την πώληση των drones, η Τουρκία δέχθηκε δημόσιες ευχαριστίες από την Ουκρανία.
Η Τουρκία δεν προχώρησε σε οικονομικές κυρώσεις, εις βάρος της Ρωσίας, τις οποίες επέβαλε η ΕΕ, παρότι είναι υποψήφια προς ένταξη χώρα, όπως και άλλοι διεθνείς οργανισμοί. Επίσης, δεν έκλεισε τον τουρκικό εναέριο χώρο στα αεροσκάφη της Ρωσίας και δεν απέστειλε άλλα όπλα, στην Ουκρανία, πλην των drones, όπως άλλες χώρες του ΝΑΤΟ. Η γραμμή της ήταν ότι έχει πολύ σοβαρές εμπορικές συναλλαγές με τη Ρωσία στα πεδία του φυσικού αερίου, του τουρισμού και της γεωργίας και η επιβολή οικονομικών κυρώσεων θα προκαλούσε τεράστια ζημιά στην οικονομία της, η οποία βιώνει σημαντική ύφεση και υψηλότατο πληθωρισμό, ενώ πρέπει να αφεθεί και ένας δίαυλος ανοικτός για συνομιλίες με τη Ρωσία.
Επομένως η στρατηγική της Τουρκίας είναι ενίσχυση της Ουκρανίας σε βαθμό που να μην προκαλεί ρήξη με τη Ρωσία, συνέχιση των οικονομικών συναλλαγών με τη Ρωσία, διατήρηση για τον εαυτό της του ρόλου του παράγοντα σταθερότητας και έντιμης διαμεσολάβησης στην περιοχή. Με την εφαρμογή της η Τουρκία αποκομίζει σημαντικά οφέλη, παράλληλα όμως παρέχει και τεράστια πλεονεκτήματα στις εμπορικές συναλλαγές της Ρωσίας. Στο ρόλο του διαμεσολαβητού, φιλοξένησε στο έδαφός σχετικές συναντήσεις οι οποίες αποδείχθηκαν ατελέσφορες και δεν είχαν συνέχεια.
Μπορεί ο Ερντογάν να διεκδικεί το ρόλο του ειρηνοποιού, ωστόσο δεν έχει τη δυνατότητα να ανακόψει ή να επηρεάσει τις ρωσικές στρατιωτικές επιχειρήσεις, ενώ όλοι γνωρίζουν ότι στα αιτήματα της Ρωσίας απάντηση μπορούν να δώσουν μόνο οι ΗΠΑ. Η πρωτοβουλία όμως αυτή έδωσε την ευκαιρία στη Ρωσία να δείξει ότι επιθυμεί να είναι μέρος της «λύσεως» και να προβάλει στο διεθνές ακροατήριο τη «διαλλακτική» της όψη, χωρίς βέβαια να επηρεάζονται καθ’ οιονδήποτε τρόπο οι στρατηγικές της επιδιώξεις.
Τέλος, πλέον προσφάτως θέτει προβληματισμούς για την είσοδο της Σουηδίας και Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ προβάλλοντας ζητήματα εθνικής ασφάλειας. Είτε είναι ειλικρινής αυτή η θέση, είτε κομμάτι του προσφιλούς στην Τουρκία «ανατολίτικου παζαριού», αυτομάτως παρέχεται στη Ρωσία η ευκαιρία να ενισχύσει τη θέση της ότι δεν είναι η μόνη που έχει αντιρρήσεις για την διεύρυνση του ΝΑΤΟ στη Σκανδιναβία, αλλά και μέλη του ιδίου του ΝΑΤΟ.
Αναντίρρητα, οι σχέσεις Τουρκίας, Ρωσίας είναι εξαιρετικά πολύπλοκες, άλλοτε ανταγωνισμού και άλλοτε συνεργασίας, φθάνοντας σε κάποιες περιπτώσεις στα όρια της κατάρρευσης. Σε αδρές γραμμές, η Τουρκία δεν αναγνώρισε την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014, ήλθε ή είναι σε αντιπαράθεση με τη Ρωσία στη Συρία, στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ και στη Λιβύη, προμηθεύτηκε το αντιαεροπορικό σύστημα S-400 οδηγώντας τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ στο χειρότερο δυνατό επίπεδο (αποβολή από το πρόγραμμα των F-35, κυρώσεις κτλ).
Επίσης, κατέρριψε ρωσικό πολεμικό αεροσκάφος τον Νοέμβριο 2015, με αποτέλεσμα να παγώσουν οι σχέσεις των δύο χωρών, οι οποίες αναθερμάνθηκαν μετά το πραξικόπημα του Ιουλίου 2016 (φήμες φέρουν ότι η Ρωσία ενημέρωσε τον πρόεδρο Ερντογάν για αυτό), ενώ η δολοφονία του Ρώσου πρεσβευτή στην Άγκυρα και ρωσικές αεροπορικές επιθέσεις στη Συρία, με αποτέλεσμα τον θάνατο Τούρκων στρατιωτικών, έφεραν τις χώρες σε αμηχανία η οποία ξεπεράσθηκε λόγω της προσωπικής σχέσεως μεταξύ Πούτιν και Ερντογάν και την Τουρκία κατά βάση να κάνει ένα μικρό βήμα πίσω. Τέλος η ενεργειακή εξάρτηση της Τουρκίας από τη Ρωσία είναι σημαντική, καθώς εισάγει περίπου το 1/3 του φυσικού αερίου που καταναλώνει, ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη η κατασκευή του πυρηνικού σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενεργείας στο Ακουγιού.
Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, στον ουκρανικό πόλεμο, αν εξαιρέσουμε το ζήτημα των drones Μπαϊρακτάρ, το οποίο είναι μεν ενοχλητικό για τη Ρωσία δεν φαίνεται όμως να το αξιολογεί ως καθοριστικό αρνητικό παράγοντα για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις της, σε όλα τα υπόλοιπα πεδία η Τουρκία έχει τηρήσει σε κάθε περίπτωση τη ρητορική και τις ενέργειές της, κάτω από το επίπεδο της ρήξεως και έχει δημιουργήσει προϋποθέσεις οι οποίες διευκολύνουν μάλλον τις στρατηγικές επιδιώξεις της Ρωσίας.
Είναι σχεδόν βέβαιο, ότι οι δύο χώρες με επαφές και διαπραγματεύσεις «κάτω από το τραπέζι» συντονίζουν τις ενέργειές τους και ακολουθούν μια στρατηγική αμοιβαίου οφέλους και αποφυγής ρήξεως. Επομένως, η πράξη επιβεβαιώνει ότι οι θέσεις αλλά και οι σχέσεις μεταξύ των κρατών, ακόμη και σε ακραίες συνθήκες, όπως ο πόλεμος, δεν καθορίζονται μονοσήμαντα (π.χ. φίλος ή εχθρός), ούτε επηρεάζονται μόνο από μεμονωμένα περιστατικά ή συγκεκριμένα πεδία, όσο προβεβλημένα και αν είναι αυτά, αλλά μπορεί να κινηθούν σε ένα ευρύ φάσμα, με βάση μια ολιστική προσέγγιση εθνικού οφέλους - ζημίας, προς υποστήριξη των εθνικών τους συμφερόντων.