Όταν ανακοινώνεται από τον Λευκό Οίκο ότι σύμφωνα με τις Αμερικανικές Υπηρεσίες Πληροφοριών, η στρατιωτική εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία είναι πλέον επικείμενη και δίνεται μάλιστα ως πιθανός χρόνος η Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου, εύλογη είναι η δημιουργία μεγάλης ανησυχίας σε διεθνές και ιδιαίτερα σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Έστω και αν υπάρχει ο προβληματισμός αν αυτές οι εκτιμήσεις είναι το ίδιο «αξιόπιστες» σαν αυτές πριν από οκτώ μήνες οι οποίες έλεγαν ότι ο Αφγανικός Στρατός θα μπορούσε να κρατήσει απέναντι στους Ταλιμπάν για τουλάχιστον 6 μήνες μετά την αποχώρηση των Αμερικανών ενώ δεν κράτησε ούτε 6 εβδομάδες. Το αξιοσημείωτο βέβαια είναι ότι πριν παρέλθουν 12 ώρες από αυτά που δήλωσαν η Εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου και ο ίδιος ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας του Αμερικανού Προέδρου Τζέικ Σάλιβαν, ανακοινώθηκε ότι το Σάββατο θα πραγματοποιούταν τηλεφωνική συνομιλία Μπάιντεν-Πούτιν κάτι που μας κάνει σκεπτικούς για τη συνοχή της Αμερικανική Στρατηγικής.
Αν κρίνουμε από τη μέχρι ανάπτυξη των ρωσικών δυνάμεων εγγύς της Ουκρανίας στη ρωσική επικράτεια και στη Μαύρη Θάλασσα σύμφωνα με τις υφιστάμενες πληροφορίες εκτιμάται με απλά λόγια (όχι με στρατιωτική ορολογία εκτίμησης πληροφοριών) ότι η Ρωσία δύναται να προχωρήσει σε στρατιωτική ενέργεια κατά της Ουκρανίας.
Το ερώτημα όμως που αναμφίλεκτα τίθεται είναι πόσες πιθανότητες συγκεντρώνει αυτή η εκτίμηση η οποία αμφισβητείται τόσο για την ακρίβεια και την ορθότητα της όσο και το αν εντάσσεται στο πλαίσιο των πληροφοριακών επιχειρήσεων που γίνονται και από την Ουάσιγκτον και τη Μόσχα. Η αλήθεια όμως είναι ότι αυτή η ρητορική δυσκολεύσει την κατάσταση μέσα στην ίδια την Ουκρανία δημιουργώντας προβλήματα συνοχής και οικονομίας, κάτι για το οποίο ο Ουκρανός Πρόεδρος Ζελένσκι εξέφρασε εμμέσως και πάλι τη δυσφορία του καλώντας μάλιστα τις ΗΠΑ να του δώσουν αποδείξεις
Τολμώ σήμερα να εμμένω στις εκτιμήσεις που έχουν δημοσιευτεί τη 26 Ιανουαρίου σε άρθρο μου στο Liberal με τίτλο «Πόσο πιθανή είναι μία ρωσική εισβολή στην Ουκρανία» παρά το ότι οι ΗΠΑ, το ΗΒ και άλλες Δυτικές Χώρες συστήνουν στους πολίτες τους να αποχωρήσουν από την Ουκρανία μέσα στο Σαββατοκύριακο. Παρενθετικά, κρίνεται σκόπιμο να επισημανθεί η εξαιρετικά προσεκτική προσέγγιση της Ελληνικής Κυβέρνησης στην κρίση αυτή, σεβόμενη και τη Συμμαχία στην οποία είναι η χώρα μας αλλά και αποβλέποντας στη διαφύλαξη των εθνικών συμφερόντων μας με τη στάση μας απέναντι στη Ρωσία. Για να αντιληφθεί λοιπόν ο αναγνώστης μας κατά πόσο πιθανή ή όχι είναι τελικά μία στρατιωτική εισβολή της Ρωσίας θέτουμε τρία βασικά ερωτήματα:
Πρώτον. Ποιος είναι ο πολιτικός σκοπός μίας τέτοιας στρατιωτικής εισβολής, όταν μάλιστα η Ρωσία έχει ήδη κερδίσει τόσα πολλά και το μόνο που την ενδιαφέρει τώρα είναι να νομιμοποιήσει τα τετελεσμένα. Όταν μάλιστα έχει εξαλειφτεί στην πράξη το ενδεχόμενο ένταξης της Ουκρανίας (και φυσικά της Γεωργίας) στο ΝΑΤΟ (ότι και αν λέγεται) και όταν έχει αποτραπεί οποιαδήποτε ουκρανική στρατιωτική ενέργεια για επανάκτηση των αποσχισθεισών περιοχών στο Ντονέτσκ και στο Λούγκανσκ. Όταν επίσης έχει πλέον σύρει τη «Δύση» σε συζήτηση σχετικά με τις αρχές μία νέας αρχιτεκτονική ασφαλείας.
Δεύτερον. Ποιο θα είναι το κόστος για τη Ρωσία μίας τέτοιας ενέργειας σε σχέση με το επιδιωκόμενο όφελος τόσο βραχυπρόθεσμα, όσο κυρίως μακροπρόθεσμα. Τρίτον. Έχει νόημα να εισβάλει ακόμα και στις αποσχισθείσες περιοχές της Ανατολικής Ουκρανίας από τη στιγμή που είναι ήδη εκεί.
Η Ρωσία είναι μία αναθεωρητική μεγάλη δύναμη με παγκόσμιες φιλοδοξίες αλλά δεν είναι ανορθολογική. Συνεχίζει να ασκεί εξαναγκαστική πολιτική για να «νομιμοποιήσει» με την απειλή χρήσεως στρατιωτικής βίας τα όποια πολιτικά κέρδη έχει αποκοιμίσει και επιχειρεί να διασπάσει την ενότητα της Δύσης. Ήδη η Δύση συζητάει μαζί της.
Μπορεί κάποιοι να εντυπωσιάζονται από τα «βελάκια» πάνω στους χάρτες στο έδαφος που συμβολίζουν τους πιθανούς άξονες προελάσεως και επιθέσεως των ρωσικών στρατιωτικών δυνάμεων. Ξεχνούν ότι ακόμα και οι siloviki, οι σκληροπυρηνικές Υπηρεσίες Ασφαλείας που μετά το 2014 παίζουν σημαντικό ρόλο στις αποφάσεις του Κρεμλίνου υπολογίζουν ότι οποιαδήποτε επιχείρηση μέσα στην Ουκρανία δεν θα είναι περίπατος και η εισβολή θα ενώσει την ομολογουμένως διαρρηγμένη «Δύση, απέναντι της σε μία εξαντλητική μακρά αντιπαράθεση που δεν θα την ωφελήσει.
Πάντως, είναι άλλο η στρατιωτική εισβολή και άλλο ο υβριδικός πόλεμος που έχει σκοπό την περαιτέρω εξασθένηση και αποσταθεροποίηση του Κιέβου προκειμένου στο τέλος να επιβληθεί η πλήρης θέληση της Μόσχας σε αυτό αν και πάνω από τη μισή δουλειά την έχουν κάνει οι Αμερικανοί αλλά και οι Βρετανοί με τις υπερβολές τους.
Το γεγονός ότι αυτήν την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές πραγματοποιήθηκε ωριαία τηλεφωνική συνομιλία μεταξύ του Αμερικανού Προέδρου Τζο Μπάιντεν και του Ρώσου Προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν, ενώ λίγες ώρες νωρίτερα είχε προηγηθεί αυτή των δύο ΥΠΕΞ Άντονυ Μπλίνκεν και Σεργκέι Λαβρώφ και μία ημέρα πριν η αντίστοιχη των δύο ΑΓΕΕΘΑ, δείχνει ότι πέρα από τις «κορώνες» και τις υπερβολές και οι δύο πλευρές αποβλέπουν σε πολιτική διευθέτηση της κρίσης, που από ουκρανική μετατράπηκε σε αμερικανό-ρωσική. Και από δίπλα φυσικά οι Βρετανοί για να μην χάσουν και να επαναβεβαιώσουν την ειδική τους σχέση με την Ουάσιγκτον.
Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ δυστυχώς δεν ήταν ειλικρινείς απέναντι στις φιλοδοξίες της Ουκρανίας να ενταχθεί στη Συμμαχία. Σήμερα αποφεύγουν τη στρατιωτική αναμέτρηση και έχουν δηλώσει ότι σε περίπτωση στρατιωτικής εισβολής της Ρωσίας δεν θα υπάρξει στρατιωτική αντίδραση και ότι η «απάντηση» τους θα εστιαστούν σε αυστηρές κυρώσεις. Από την πλευρά της και η Ρωσία δεν επιθυμεί τον πόλεμο αλλά και δεν αποκλιμακώνει με σκοπό να «φοβίσει» και άλλο και να σταθεροποιήσει τα μέχρι τώρα πολιτικά της κέρδη κάνοντας τη Δύση να λάβει σοβαρά τις ανησυχίες ασφαλείας που έχει.
Ίσως μία κορύφωση της κρίσης χωρίς στρατιωτική εμπλοκή και έναρξη ουσιαστικής διαπραγμάτευσης για «όλο το πακέτο» να επιτρέψει στον Μπάιντεν να πανηγυρίσει ότι εμπόδισε τον Πούτιν να εισβάλει και τον Πούτιν ότι επέβαλε τελικά την ατζέντα στην Αμερική και στο ΝΑΤΟ.
* Ο Αντιστράτηγος ε.α. Κωνσταντίνος Λουκόπουλος είναι Γεωστρατηγικός Αναλυτής και Εκτελεστικός Διευθυντής στο «Παρατηρητήριο Ευρωμεσογειακής Ασφάλειας και Συνεργασίας»