Είναι ευρέως διαδεδομένη – και ιστορικά αποδεδειγμένη, επί της ουσίας – η άποψη ότι οι συσχετισμοί ανάμεσα στις παγκόσμιες υπερδυνάμεις κρίνονται, σε τελική ανάλυση, στρατιωτικά. Είτε μέσω ενός πολέμου, όπως συνέβη στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο με τις αυτοκρατορίες της εποχής και στον Δεύτερο με τη Χιτλερική Γερμανία, είτε μέσω της απειλής ενός πολέμου ή, έστω, κάποιων χαμηλής έντασης περιφερειακών συγκρούσεων μέσω αντιπροσώπων.
Η δεύτερη εκδοχή μοιάζει και είναι η κυρίαρχη τις τελευταίες δεκαετίες, για έναν απλό λόγο: Διότι η ισχύς πυρός που διαθέτουν αυτές ακριβώς οι υπερδυνάμεις, με τις χιλιάδες πυρηνικές κεφαλές στο οπλοστάσιό τους, επαρκούν για να αφανίσουν ολόκληρο τον πλανήτη και να τον καταστήσουν ακατοίκητο εις τον αιώνα τον άπαντα.
Αυτός, ακριβώς, είναι ο λόγος για τον οποίο Ηνωμένες Πολιτείες και Σοβιετική Ένωση δεν σήκωσαν ποτέ τα όπλα η μία ενάντια στην άλλη στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Περιορίστηκαν δε στον εμφύλιο διαρκείας στο Αφγανιστάν (κάτι αντίστοιχο με τα όσα συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια στη Συρία), του οποίου είχε προηγηθεί η περίφημη «Κρίση των Πυραύλων» στην Κούβα, το 1962. Μια κρίση η οποία διήρκεσε 13 ημέρες και έμεινε στην ιστορία και ως η «Κρίση του Οκτώβρη».
Τότε, όπως ίσως θα θυμούνται αρκετοί, αφορμή ήταν η απόφαση για μεταφορά σοβιετικών βαλλιστικών στο έδαφος της Κούβας που έλαβε ο ηγέτης της ΕΣΣΔ εκείνη την περίοδο, Nikita Khrushchev, ως απάντηση στην εγκατάσταση αμερικανικών πυραύλων με δυνατότητα να μεταφέρουν πυρηνικές κεφαλές στην Τουρκία και την Ιταλία.
Ωστόσο, η αντίδραση του John Kennedy, τότε προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, υπήρξε σφοδρή και αποφασιστική. Η Κούβα τέθηκε σε πλήρη αποκλεισμό από τις αμερικανικές δυνάμεις, ενώ η Ουάσινγκτον απαίτησε να απομακρυνθούν άμεσα όλες οι συστοιχίες και οι πυρηνικές κεφαλές που είχαν ήδη μεταφερθεί στο νησί, λίγες δεκάδες μίλια μακριά από τη Φλόριντα.
Η σφοδρότητα των δηλώσεων και της διπλωματικής αντιπαράθεσης ήταν τέτοια ώστε, σε συνδυασμό με τη φημολογία, ο κόσμος κυριολεκτικά κρατούσε την ανάσα του για το ενδεχόμενο κάποια από τις δύο πλευρές να αποφασίσει να «πατήσει το κουμπί», προκαλώντας πυρηνικό ολοκαύτωμα. Τελικώς, ο κίνδυνος αποφεύχθηκε με συμφωνία Kennedy και Khrushchev, η οποία – επισήμως τουλάχιστον – περιείχε αμοιβαίες υποχωρήσεις.
Σήμερα, 55 χρόνια αργότερα και παρά τη διαφαινόμενη -και προσωρινή- εκτόνωση της κρίσης, αρκετοί κάνουν λόγο για επανάληψη της ιστορίας, αυτή τη φορά στον Ειρηνικό και με διαφορετικούς τους δύο στους τρεις πρωταγωνιστές: Αντί της Κούβας στο «κάδρο» υπάρχει η Βόρειος Κορέα, ενώ την ΕΣΣΔ έχει αντικαταστήσει η ανερχόμενη υπερδύναμη του 21ου αιώνα, η Κίνα.
Με τι θα ισοδυναμεί, όμως, αυτή η επανάληψη – με τραγωδία ή με φάρσα;
Η αλήθεια είναι, δυστυχώς, ότι εάν κρίνουμε από το πρόσωπο που κρατά το τιμόνι της μοναδικής σταθεράς στη νέα γεωπολιτική εξίσωση, των ΗΠΑ, είναι πιθανά και τα δύο ενδεχόμενα. Διότι ο Donald Trump όχι απλώς δεν είναι John Kennedy, αλλά από πολλούς, ακόμη και συνεργάτες του, θεωρείται απρόβλεπτος και ικανός για όλα. Πολύ περισσότερο δε καθώς απέναντί του δεν έχει έναν Fidel Castro – την αξία του οποίου αναγνώρισαν πρόσφατα, μετά τον θάνατό του, φίλοι και αντίπαλοι – αλλά έναν κατά τα φαινόμενα παρανοϊκό δικτάτορα, τον Kim Yong-un.
Το κλειδί σε αυτές τις περιπτώσεις – όπως έχει αναλύσει ο μεγάλος κινέζος φιλόσοφος Sun Tzu – είναι να γνωρίζει κανείς τα όρια της ισχύος του, ποιο μπορεί να είναι το πιθανό όφελος σε σύγκριση με το κόστος, να έχει συνείδηση μέχρι ποιου σημείου έχει τη δυνατότητα να μπλοφάρει και, φυσικά, να μην ανατινάζει όλες τις γέφυρες, αφήνοντας πάντοτε στον αντίπαλό του περιθώρια συμβιβασμού ή αξιοπρεπούς υποχώρησης.
Πάνω από όλα, όμως, πρέπει κάθε ηγέτης να γνωρίζει ποιος είναι ο αντίπαλός του και τι δυνατότητες έχει. Προφανώς, τόσο ο Trump όσο και οι σύμβουλοί του οφείλουν να γνωρίζουν καλά ότι απέναντί τους δεν έχουν την Πιονγιάνγκ, αλλά το Πεκίνο. Και γι' αυτό, ένας πόλεμος με την Κίνα σήμερα θα είναι εξίσου, αν όχι περισσότερο ολέθριος από ένα πόλεμο ΗΠΑ-ΕΣΣΔ πριν μισό και πλέον αιώνα.
Εξάλλου, η οριοθέτηση των συμφερόντων και των ζωνών επιρροής μπορεί να γίνει χωρίς άμεση πολεμική αντιπαράθεση, όπως επίσης έχει αποδείξει η ιστορία – συμπεριλαμβανομένης της «Κρίσης των Πυραύλων» του 1962.
Ακόμη, λοιπόν, κι αν δεν το καταλάβει τελικά ο Trump από μόνος του, θα του το επιβάλλει το επιτελείο του – σε μια αντιστροφή των όσων είχαν συμβεί το 1962, όταν ήταν οι δύο Kennedy, o πρόεδρος John και ο αδελφός του Robert (αμφότεροι δολοφονημένοι…), αυτοί που τόλμησαν και πήγαν κόντρα στις εισηγήσεις επιτελών και «γερακιών».
Σε κάθε περίπτωση, εφόσον συμβεί κάτι τέτοιο, θα αποδειχθεί μοιραίο για τον πρόεδρο των έξι μηνών, ο οποίος αμφισβητείται ήδη έντονα, για πολλούς ακόμη λόγους.
Επιμέλεια: Γιώργος Παυλόπουλος