του Γιώργου Παυλόπουλου
Κόκκινος συναγερμός έχει σημάνει στις Βρυξέλλες και τη Φρανκφούρτη, στο Βερολίνο και το Παρίσι, για τον επικείμενο σχηματισμό της νέας ιταλικής κυβέρνησης, ανάμεσα στο αριστερο-δεξιό μόρφωμα του Κινήματος των Πέντε Αστέρων και την ακροδεξιά εθνικιστική Λίγκα του Βορρά. Αυτό μπορεί να είναι το τέλος της ευρωζώνης, προειδοποιούν πολλοί, ενώ πολιτικοί ηγέτες και κομισάριοι στέλνουν αυστηρό μήνυμα προς τη Ρώμη να μην παρεκτραπεί από τον δρόμο του πολιτικώς ορθού. Ο δε απερχόμενος υπουργός Οικονομικών της Ιταλίας καταγγέλλει μυστικό σχέδιο για εισαγωγή ενός συγκαλυμμένου παράλληλου νομίσματος, με τη μορφή των IOU.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, επιστρέφουν στο προσκήνιο οι βαθυστόχαστες αναλύσεις περί των λαϊκιστών, που παρασέρνουν εκατομμύρια αφελείς πολίτες προς την καταστροφή. Μαζί και οι εκκλήσεις προς όσους διατηρούν ακόμη σώας τας (πολιτικάς και οικονομικάς) φρένας τους να κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους προκειμένου να τους σταματήσουν. Σε πρώτο πλάνο βρίσκεται ξανά η κινδυνολογία για την Ευρώπη που απειλείται με καταστροφή εάν τα δύο κόμματα της Ιταλίας επιχειρήσουν να εφαρμόσουν το πρόγραμμα στο οποίο έχουν συμφωνήσει. Και ως κερασάκι στην τούρτα, αναβιώνουν οι θεωρίες ότι οι πολίτες (της Ευρώπης και όχι μόνο) δεν ξέρουν τι και πώς ψηφίζουν.
Ωραία είναι ασφαλώς όλα αυτά για να βγάζουν εντυπωσιακούς τίτλους. Πετυχημένα και για να δίνουν «χτυπήματα» στο αδηφάγο Διαδίκτυο. Αλλά μέχρι εκεί. Διότι για την ταμπακιέρα, τίποτα απολύτως.
Έχουν μυστικό οι λαϊκιστές;
Αλήθεια, πώς κατάφεραν και ξεφύτρωσαν όλοι αυτοί οι λαϊκιστές; Γιατί δεν πρωταγωνιστούσαν πριν από δέκα ή είκοσι χρόνια; Τι είναι αυτό που λένε και κάνει εκατομμύρια να τους ακούν και να τους στηρίζουν; Μήπως απευθύνονται σε μάζες ηλιθίων, τις οποίες κάνουν ό,τι θέλουν; Μήπως μας ψεκάζουν μαζικά και μας κάνουν να μην καταλαβαίνουμε τι ψηφίζουμε; Ή μήπως, αντιθέτως, «υπάρχει κάτι σάπιο στο βασίλειο της Δανιμαρκίας» και πρέπει αυτοί που κουνούν το δάχτυλο να είναι περισσότερο σεμνοί και αυτοκριτικοί, καθώς φέρουν τη βασική ευθύνη για την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί;
Αν θέλουμε να είμαστε σοβαροί, τότε πρέπει πρώτα από όλα να διαπιστώσουμε το πρόβλημα και να το διατυπώσουμε ορθά. Με αυτό τον τρόπο, στη συνέχεια, ο καθένας θα έχει τη δυνατότητα να δώσει τις δικές του απαντήσεις, καλώντας τον «κυρίαρχο λαό» να κρίνει ποια από αυτές προτιμά. Έτσι, ντόμπρα και ξεκάθαρα, χωρίς ντρίμπλες και απάτες, χωρίς μισόλογα και κούφιες υποσχέσεις, χωρίς «όχι» που γίνονται πραξικοπηματικά «ναι» και τανάπαλιν, από ανεύθυνους και αναλώσιμους πολιτικούς μιας χρήσης.
Η απαξίωση της πολιτικής και η κρίση της ευρωπαϊκής «ιδέας» οφείλονται ακριβώς στο γεγονός ότι αυτό δεν γίνεται πια εδώ και πολλά-πολλά χρόνια. Είναι συμπτώματα της βαθύτερης κρίσης που έχει γνωρίσει το εγχείρημα της ΕΟΚ, της ΕΕ και του ευρώ από τη γέννησή του, καθώς και της αποτυχίας των κυβερνώντων και των ελίτ να δώσουν πειστικές και αποτελεσματικές απαντήσεις και λύσεις. Είναι συνέπειες της κατάφωρης και πασιφανούς αντίφασης που υπάρχει ανάμεσα στα τζάμπα λόγια και την αμείλικτη πραγματικότητα.
Για ποια Ευρώπη;
Σε ποια Ευρώπη, για παράδειγμα, να πιστέψει ο πολίτης και ο ψηφοφόρος και να εναποθέσει πάνω της τη ζωή και το μέλλον του; Στην Ευρώπη της Μέρκελ ή του Μακρόν, που αδυνατούν να συμφωνήσουν προς τα πού να οδηγήσουν το καράβι; Στην Ευρώπη του Νότου ή του Όρμπαν και του Κουρτς, που δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα από την Λεπέν και τον Σαλβίνι; Στην Ευρώπη των χωρών με φόρο 15% ή εκείνων στις οποίες ο συντελεστής είναι 35%. Στην Ευρώπη που στρέφεται προς την «πράσινη οικονομία» ή εκείνη που θέλει να εκμεταλλευτεί τα πλεονεκτήματα του λιγνίτη; Στην Ευρώπη που απαιτεί να μπει φρένο στις φιλοδοξίες και τα σχέδια του Πούτιν ή εκείνη που επιδιώκει στενότερες σχέσεις μαζί του; Στην Ευρώπη που θέλει ευρωστρατό ή εκείνη η οποία απαντά ότι δεν υφίσταται τέτοια ανάγκη από τη στιγμή που υπάρχουν το ΝΑΤΟ και οι Αμερικανοί;
Θα ρωτήσει, φυσικά, κανείς: Μήπως σε εθνικό επίπεδο τα πράγματα είναι καλύτερα; Μήπως η επιστροφή στην δήθεν ασφάλεια των συνόρων εξασφαλίζει ότι η κρίση θα ξεπεραστεί ή, έστω, δεν θα μας πλήξει τόσο οδυνηρά;
Ασφαλώς και όχι! Εξάλλου, αυτό δεν το υποστηρίζουν ούτε καν οι λεγόμενοι ευρωσκεπτικιστές. Στην Ιταλία, για παράδειγμα, Σαλβίνι και ντι Μάγιο δεν θέλουν να διαλύσουν την ΕΕ και το ευρώ, αλλά να διεκδικήσουν μια καλύτερη θέση για τη χώρα τους, θεωρώντας ότι μέχρι σήμερα είναι ριγμένη. Αν το πετύχουν, έστω και εν μέρει, τότε θα γίνουν, εν μία νυκτί, οι πιο φανατικοί ευρωπαϊστές.
Θα το πετύχουν, όμως; Το σίγουρο είναι πως εκτιμούν ότι εάν δεν τα καταφέρουν τώρα, που όλα είναι κυριολεκτικά στον αέρα στην Ευρώπη, τότε δεν θα τα καταφέρουν ποτέ. Γιατί αν η Ιταλία (και άλλες χώρες) παραπαίει, η Ευρώπη τρίζει ολόκληρη.
AP Photo/Antonio Calanni