Η ψυχρότητα της συνομιλίας μεταξύ του Βλαντιμίρ Πούτιν και του Γερμανού καγκελάριου Όλαφ Σολτς είναι ενδεικτική των νέων δεδομένων μεταξύ Βερολίνου και Μόσχας. Από την εταιρική σχέση των προηγούμενων δύο σχεδόν δεκαετιών, οι δηλώσεις του Κρεμλίνου περί σκληρής και δύσκολης επαφής δείχνουν τη νέα πραγματικότητα, μετά από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Η ενίσχυση της ρωσικής εταιρικής σχέσης με τη Γερμανία ξεκίνησε από την περίοδο του πρώην Γερμανού καγκελάριου Γκέρχαρντ Σρέντερ στις αρχές του 2000, ο οποίος βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα για την ταύτιση του με το καθεστώς Πούτιν στην ουκρανική κρίση. Ο Σρέντερ ακολούθησε μία πολυετή επαγγελματική πορεία σε ρωσικούς ενεργειακούς κολοσσούς, μετά την αποχώρησή από την ενεργό πολιτική στη Γερμανία. Ωστόσο, η γερμανορωσική σχέση δεν ήταν φυσικά απλά μία προσωπική επιλογή του Σρέντερ. Η δεκαεξαετής θητεία της διαδόχου του, Άνγκελα Μέρκελ το αποδεικνύει άλλωστε.
Στα χρόνια των Χριστιανοδημοκρατών οι ρωσογερμανικές σχέσεις γιγαντώθηκαν, με επίκεντρο τη δημιουργία της ενεργειακής εξάρτησης της Γερμανίας από τη Ρωσία. Ταυτόχρονα, οι εμπορικές σχέσεις αναπτύχθηκαν σε σημαντικό βαθμό, με πολλές γερμανικές επιχειρήσεις να εξαπλώνονται στη Ρωσία. Η Μέρκελ πάτησε στην κληρονομία της νέας «Οστπολιτικ», της εξομάλυνσης των σχέσεων μεταξύ της Δυτικής Γερμανίας και της Ανατολικής Ευρώπης, που είχε ξεκινήσει στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου. Θεωρήθηκε πως η Ρωσία του Βλαντιμίρ Πούτιν θα μπορούσε να αποτελέσει έναν αξιόπιστο εταίρο για τη Γερμανία που όφειλε να μην κοιτάζει μόνο στα δυτικά, ώστε να αυξήσει την επιρροή στην Ανατολική Ευρώπη.
Σε σχέση με τη Ρωσία, ο Σολτς ξεκίνησε στα χνάρια της Μέρκελ την καγκελαρία του, παρά τη συγκρότηση ενός κυβερνητικού συνασπισμού με τους πιο Πράσινους και τους Ελεύθερους Δημοκράτες, που δεν έβλεπαν θετικά τις σχέσεις με μία Ρωσία, που ολίσθαινε επικίνδυνα στον αυταρχισμό, επί Βλαντιμίρ Πούτιν. Ακόμα και όταν το Κρεμλίνο είχε διατάξει τη συγκέντρωση των ρωσικών στρατευμάτων στα σύνορα με την Ουκρανία, που οδήγησαν στην εισβολή της 24ης Ιανουαρίου, το Βερολίνο κρατούσε μία ισορροπημένη στάση σε σχέση με τις ΗΠΑ, απειλώντας μεν με κυρώσεις τη Μόσχα, αλλά δεν ανέφερε δε, ούτε το όνομα του εμβληματικού αγωγού Nord Stream 2, ως μέρος τους.
Η ολομέτωπη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία ωστόσο έγειρε σαφώς την πλάστιγγα προς την αμερικανική θέση, όπου το Βερολίνο προχώρησε σε εκτεταμένες κυρώσεις εναντίον της Μόσχας, ξεκινώντας από τον Nord Stream 2, αλλά και ανακοινώνοντας σχέδια για ενεργειακή απεξάρτηση από τη Ρωσία. Καθώς οι κυρώσεις, αναμενόμενα, δεν συμπεριλαμβάνουν τον πλήρη αποκλεισμό προμήθειας πετρελαίου και φυσικού αερίου της Ευρώπης από τη Ρωσία, είναι ξεκάθαρες οι δυσκολίες για να συμβεί μία τέτοια απεξάρτηση. Αν όντως πραγματοποιούνταν, οι σημερινές αυξήσεις στο πετρέλαιο μάλλον θα ωχριούσαν μπροστά στο ράλι των τιμών.
Ακόμα και η μελλοντική απεξάρτηση φυσικά είναι μία δύσβατη πορεία. Ο Τζο Μπάιντεν χρησιμοποίησε όλη την επιρροή του στον Όλαφ Σολτς για να τον τραβήξει μακριά από τη Ρωσία, διαβεβαιώνοντας τον για τη βοήθεια των Αμερικανών και των συμμάχων τους σε μία πορεία ενεργειακής απεξάρτησης. Ωστόσο, όπως διαφαίνεται από τη στάση της Σαουδικής Αραβίας, για παράδειγμα, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα συμπορευτούν σε μία απομόνωση της Ρωσίας, μέσω της αύξησης της παραγωγής του πετρελαίου, για τη χειραγώγηση των τιμών προς τα κάτω. Προς το παρόν, το Βερολίνο φαίνεται αποφασισμένο να διατηρήσει τη σκληρή στάση αρχών, απέναντι στις κατάφορες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και διεθνούς δικαίου από το Κρεμλίνο. Ωστόσο, εάν επιμείνει στη διάρρηξη της εταιρικής του σχέσης με τη Ρωσία, η Γερμανία μπορεί να αναγκαστεί σε δύσκολες αποφάσεις, σε εσωτερικό επίπεδο. Με βάση τις αναμενόμενες οικονομικές επιπτώσεις, το πρώτα απ’ όλα είναι η αμφισβήτηση της μετάβασης σε μία «πράσινη» οικονομία με την απολιγνιτοποίηση που επιχειρείται και την απαγόρευση της πυρηνικής ενέργειας.