Τη «μητέρα των μαχών» δίνουν οι ενώσεις εργαζομένων της Γαλλίας κόντρα στην προωθούμενη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση που οδηγεί τον Εμανουέλ Μακρόν στη σφοδρότερη μετωπική σύγκρουση με την κοινωνία αφότου πέρασε τις πύλες του Μεγάρου των Ηλυσίων το 2017.
Αιχμή του δόρατος της μεταρρύθμισης, που ο Εμανουέλ Μακρόν έχει καταστήσει «σημαία» της προεδρίας του, είναι η αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης από τα 62 στα 64 έτη.
Ο Γάλλος πρόεδρος έχει δαπανήσει τόσο μεγάλο πολιτικό κεφάλαιο στην προωθούμενη μεταρρύθμιση που επί της ουσίας δεν έχει αφήσει στον εαυτό του περιθώρια υπαναχώρησης· ενδεχόμενη αποτυχία να «περάσει» τις αλλαγές, που ελάχιστοι θέλουν και θεωρούν πραγματικά επείγουσες, θα τον αποδυναμώσει σε τέτοιο βαθμό που πρακτικά «η δεύτερη θητεία του θα έχει τελειώσει», όπως αναγνωρίζουν πολιτικοί κύκλοι στο Παρίσι.
Η αλλαγή του περίπλοκου συστήματος συνταξιοδότησης της Γαλλίας, που θεωρείται ένα από τα πιο γενναιόδωρα στην Ευρώπη, παραδοσιακά αποτελεί «casus belli» για το εργατικό κίνημα και την Αριστερά και είναι ίσως το πλέον δύσκολο εγχείρημα που μπορεί να αναλάβει πρόεδρος. Η Γαλλία είχε σειστεί από διαδηλώσεις το 2010 όταν ο τότε πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί «ανέβασε» το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης από τα 60 στα 62 έτη, και το σημερινό κύμα αντίστασης, που ήδη «παραλύει» όλες τις εκφάνσεις της οικονομικής ζωής στη χώρα, ενδέχεται να αποδειχθεί ακόμη ισχυρότερο.
Το συνταξιοδοτικό «είναι αρκετό για να ανατραπούν πολλές κυβερνήσεις», είναι η γνωστή δήλωση του πρώην Σοσιαλιστή πρωθυπουργού Μισέλ Ροκάρ που αποτυπώνει καθαρά πόσο ζωτικής σημασίας είναι για τους Γάλλους τα κεκτημένα στον εργασιακό τομέα.
Ο Εμανουέλ Μακρόν επέμεινε, ωστόσο, στην επαναφορά τις μεταρρύθμισης παρά τις προειδοποιήσεις εταίρων του ότι η τρέχουσα χρονική στιγμή δεν είναι κατάλληλη -τόσο σύντομα μετά την άρση των περιορισμών προς ανάσχεση της πανδημίας Covid-19 και εν μέσω της κρίσης ακρίβειας- ερχόμενος αντιμέτωπος όχι μόνο με την κοινωνία, αλλά και μία «εχθρική» Εθνοσυνέλευση.
Το φιλελεύθερο Κέντρο έχασε την πλειοψηφία των εδρών κατά τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές, ενώ και αυτή καθαυτή η εντολή του Μακρόν είναι αδύναμη, καθώς η επανεκλογή του στην προεδρία τον Απρίλιο του 2022 ουσιαστικά ήλθε υπό το φόβο του εκλογικού σώματος να περάσει η Γαλλική Δημοκρατία στα ηνία της Άκρας Δεξιάς της Μαρίν Λεπέν. Και αυτό είναι κάτι που εμμέσως πλην σαφώς έχει αναγνωρίσει και ο ίδιος.
Για την έγκριση του επίμαχου νομοσχεδίου, ο Μακρόν προσβλέπει στην ψήφο των συντηρητικών Ρεπουμπλικανών στην Εθνοσυνέλευση και η σχετική διαπραγμάτευση είναι έντονη· δίχως τη στήριξη της Δεξιάς, η κυβέρνηση θα μπορούσε θεωρητικά να καταφύγει σε αμφιλεγόμενες εκτελεστικές εξουσίες για να περάσει τη μεταρρύθμιση δίχως ψηφοφορία (γεγονός που συνεπάγεται ψήφο εμπιστοσύνης), όμως αυτό είναι το τελευταίο που θα ήθελε η πρωθυπουργός Ελιζαμπέτ Μπορν έχοντας επίγνωση του «σεισμού» που θα προκαλούσε.
Την παρούσα στιγμή το νομοσχέδιο συζητείται στη Γερουσία και ζητούμενο της κυβέρνησης είναι να έχει εξασφαλίσει την έγκριση της Εθνοσυνέλευσης έως τα μέσα του μήνα ή το αργότερο την 26η Μαρτίου.
Η επίμαχη μεταρρύθμιση Μακρόν
(Stephane Mahe/Pool via AP)
Η γαλλική κυβέρνηση προτάσσει για τις αλλαγές τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του συνταξιοδοτικού συστήματος στη δεύτερη οικονομία της Ευρωζώνης και την ευθυγράμμισή του με τις διατάξεις που ισχύουν στα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη, καθώς το προσδόκιμο ηλικίας στη χώρα αυξάνεται και η αναλογία εργαζομένων προς συνταξιούχους μειώνεται. Οι επίσημες προβλέψεις καταδεικνύουν πως βραχυπρόθεσμα το γαλλικό συνταξιοδοτικό σύστημα δεν αντιμετωπίζει ζήτημα βιωσιμότητας, όμως εκτιμάται ότι θα παρουσιάσει έλλειμμα μακροπρόθεσμα.
To πλαίσιο, βάσει του οποίου εργαζόμενοι και εργοδότες καταβάλλουν υποχρεωτικές εισφορές για τη χρηματοδότηση των συντάξεων, και το οποίο έδωσε τη δυνατότητα σε σε γενεές να συνταξιοδοτηθούν με εγγυημένη, κρατική σύνταξη, δεν πρόκειται να αλλάξει.
Η Γαλλία διαθέτει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά συνταξιούχων που διατρέχουν κίνδυνο φτώχειας στην Ευρώπη. Εντούτοις, η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η αύξηση του προσδόκιμου ζωής έχει οδηγήσει το σύστημα σε μια ολοένα και πιο επισφαλή κατάσταση. Το 2000, υπήρχαν 2,1 εργαζόμενοι που κατέβαλαν εισφορές στο σύστημα για κάθε έναν συνταξιούχο. Το 2020 η αναλογία είχε πέσει στο 1,7 και το 2070 αναμένεται να πέσει στο 1,2, σύμφωνα με επίσημες προβλέψεις.
Για να διατηρήσει το σύστημα οικονομικά βιώσιμο χωρίς να διοχετεύει περισσότερα χρήματα από τους φορολογούμενους -κάτι που κάνει ήδη η κυβέρνηση- ο Μακρόν επιδιώκει να αυξάνεται σταδιακά η νόμιμη ηλικία συνταξιοδότησης κατά τρεις μήνες ετησίως μέχρι να φτάσει τα 64 έτη το 2030. Παράλληλα, μέσω του νόμου αυξάνονται τα απαιτούμενα έτη καταβολής εισφορών για τη θεμελίωση δικαιώματος για πλήρη σύνταξη (φθάνοντας τα 43 έτη αρχής γενομένης από το 2027), ενώ καταργούνται ορισμένα προνόμια που απολαμβάνουν εργαζόμενοι του δημόσιου τομέα.
Εκ μέρους της κυβέρνησης έχουν υπάρξει ορισμένες μικρές παραχωρήσεις, όπως η επέκταση των απαλλαγών για όσους άρχισαν να εργάζονται σε μικρή ηλικία (αφορά τα έτη εισφορών και κυρίως τους ανειδίκευτους εργαζόμενους), ωστόσο έγιναν κυρίως με στόχευση να εξασφαλιστεί η στήριξη του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος στο νομοσχέδιο.
Τα συνδικάτα εν χορώ καταγγέλλουν πως δεδομένου ότο συνταξιοδοτικό σύστημα δεν αντιμετωπίζει άμεση απειλή χρεοκοπίας, ο Εμανουέλ Μακρόν συνειδητά και αδίκως -ως «πρόεδρος των πλουσίων»- στοχεύει τους εργαζόμενους αρνούμενος να εξετάσει άλλους τρόπους χρηματοδότησης του συστήματος, συμπεριλαμβανομένης της φορολόγησης στα υψηλά εισοδήματα, της αποσύνδεσης των συντάξεων από τον πληθωρισμό ή της αύξησης των εισφορών των μισθωτών.
Ο ίδιος αυτή τη φορά έχει πει ελάχιστα δημοσίως αναφορικά με τη μεταρρύθμιση, αφήνοντας την κυβέρνηση στην πρώτη γραμμή της υπεράσπισης των δρομολογούμενων αλλαγών. Το 2019, κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του, η απόπειρα Μακρόν να αναθεωρήσει το γενναιόδωρο συνταξιοδοτικό σύστημα της Γαλλίας οδήγησε σε τεράστιες διαμαρτυρίες, συμπεριλαμβανομένης μιας από τις μεγαλύτερες απεργίες στα μέσα μεταφοράς στην ιστορία της χώρας. Η κυβέρνηση «πάγωσε» τα σχέδια μετά το ξέσπασμα της πανδημίας του κορωνοϊού.
Οι δημοσκοπήσεις καταδεικνύουν πως ο Εμανουέλ Μακρόν έχει απέναντί του την πλειονότητα των Γάλλων -τα δύο τρίτα των πολιτών αντιδρούν στις σχεδιαζόμενες αλλαγές, ενώ η πλειοψηφία στηρίζει τις απεργίες. Πάντως, οι ανησυχίες ότι θα μπορούσε να ανοίξει ο δρόμος για την «αναβίωση» των «Κίτρινων Γιλέκων», το αντικυβερνητικό κίνημα του 2018, έχουν αποδειχθεί μέχρι στιγμής αβάσιμες, ενώ παρά το γεγονός ότι ολόκληρη η χώρα «βράζει» και στους δρόμους ξεχύθηκαν την Τρίτη ένα εκατομμύριο πολίτες, οι έρευνες δείχνουν ότι δύο στους τρεις ερωτηθέντες εκτιμούν πως στο τέλος οι μεταρρυθμίσεις θα εγκριθούν.