Η κρίση στην Ουκρανία έδωσε για άλλη μια φορά την ευκαιρία στους «συνήθεις υπόπτους» να επιδοθούν στο αγαπημένο τους άθλημα, των επικρίσεων εναντίον της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και της, υποτιθέμενης, αδυναμίας της να λάβει άμεσες και στιβαρές αποφάσεις. Αυτή τη φορά, φυσικά, ο θρήνος και ο οδυρμός διήρκεσαν μόνο για 3 μέρες γιατί η ΕΕ προχώρησε αποφασιστικά σε συντριπτικές κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας λίγο μετά την έναρξη του βομβαρδισμού του Χαρκόβου και της Μαριούπολης.
Όμως, μόλις προκύψει η επόμενη κρίση, ή «κρίση», είναι βέβαιο ότι οι θιασώτες «στιβαρών λύσεων» και γεωπολιτικών ακροβατισμών θα εμφανιστούν και πάλι. Οι ίδιοι αυτοί «συνήθεις ύποπτοι» είναι που δεν κουράζονται να κατηγορούν επίσης την ΕΕ ότι πάσχει από «έλλειμμα δημοκρατίας» και ότι κυβερνάται από ένα «μη εκλεγμένο διευθυντήριο πλουσιοπάροχα αμειβόμενων γραφειοκρατών» που «αγνοούν τη βούληση των Ευρωπαϊκών λαών».
Όμως, στην πραγματικότητα, η ΕΕ είναι ένα αναπάντεχα επιτυχημένο πείραμα συνομοσπονδίας και αποτελεί σήμερα την πιο ελεύθερη και δημοκρατική περιοχή του πλανήτη, όπου τα ανθρώπινα δικαιώματα και η λαϊκή βούληση γίνονται περισσότερα σεβαστά από σχεδόν οπουδήποτε αλλού στον κόσμο. Για να αντιληφθεί κάποιος την ουσία και τη μέχρι τούδε επιτυχία της ΕΕ πρέπει να τη συγκρίνει με την άλλη μεγάλη συνομοσπονδία του κόσμου μας, τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (ΗΠΑ).
Φανταστείτε πως θα ήταν οι ΗΠΑ εάν:
- Η εκτελεστική εξουσία ανήκε στους κυβερνήτες των 50 πολιτειών και δεν υπήρχε εκλεγμένος πρόεδρος.
- Στην Ουάσιγκτον υπήρχε μια σχετικά μικρή και ευέλικτη κεντρική γραφειοκρατία που (α) διαχειριζόταν έναν μικρό κεντρικό προϋπολογισμό (2% του ΑΕΠ), (β) συνέτασσε τα νομοσχέδια με βάση τις αποφάσεις και οδηγίες των 50 πολιτειών, και (γ) επιτηρούσε την εφαρμογή των νόμων από τις πολιτείες.
- Η νομοθετική εξουσία ασκείτο από ένα Κογκρέσο που συζητούσε και επικύρωνε νόμους σε συνδυασμό με τα νομοθετικά σώματα των πολιτειών, τα οποία είχαν επίσης ευθύνη να επικυρώνουν την εθνική, ομοσπονδιακή νομοθεσία, αλλά ήταν ελεύθερα να νομοθετούν κατά το δοκούν σε όλα τα υπόλοιπα ζητήματα.
Αυτή είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση: μια αποκεντρωμένη εκδοχή των Ηνωμένων Πολιτειών, χωρίς ισχυρή εκτελεστική εξουσία, όπου η νομοθετική εξουσία ασκείται συλλογικά από ένα πανευρωπαϊκό νομοθετικό σώμα και τα κοινοβούλια των κρατών-μελών.
Εάν ρωτήσετε τον μέσο Αμερικανό πως θα του φαινόταν μια μεταρρύθμιση που θα έκανε την Αμερικανική ομοσπονδιακή κυβέρνηση να λειτουργεί με τον τρόπο αυτό (χωρίς, φυσικά, να του πείτε ότι αυτό είναι το σύστημα της Ευρώπης), βάζω στοίχημα ότι 7 στους 10 θα απαντούσαν ότι θα υποστήριζαν ένα τέτοιο σύστημα γιατί θα το έβρισκαν πιο δημοκρατικό και πιο ευαίσθητο στη θέληση του μέσου πολίτη σε μια τεράστια χώρα όπως οι ΗΠΑ (ή η Ευρώπη).
Υπάρχει μια σοβαρή παρανόηση στην από εδώ πλευρά του Ατλαντικού σχετικά με το πόσο ευέλικτο είναι το Αμερικανικό σύστημα διακυβέρνησης και πόσο ταχείς είναι οι χρόνοι ανταπόκρισης σε κρίσεις.
Όταν ο Τόμας Τζέφερσον γύρισε στην Αμερική το 1789, για να αναλάβει το αξίωμα του Υπουργού Εξωτερικών στην πρώτη Αμερικανική κυβέρνηση, ύστερα από 4 χρόνια θητείας ως πρέσβης στη Γαλλία, ρώτησε τον Πρόεδρο Τζορτζ Ουάσιγκτον γιατί η συνταγματική συνέλευση του 1787 αποφάσισε να δημιουργήσει τον θεσμό της Γερουσίας. «Γιατί βάζεις γάλα στο τσάι σου;», τον ρώτησε ο στρατηγός Ουάσιγκτον. «Για να πέφτει η θερμοκρασία και να μπορώ να το πιώ», απάντησε ο Τζέφερσον. «Αυτός είναι ο σκοπός της Γερουσίας», αντέτεινε ο Ουάσιγκτον. «Να ρίχνει τη ‘θερμοκρασία’ των νόμων και να τους κάνει πιο μετριοπαθείς».
Είναι μύθος ότι η κυβερνητική μηχανή των ΗΠΑ αντιδρά άμεσα σε κρίσεις και λαμβάνει αποφάσεις σε ελάχιστο χρόνο:
- Το Κογκρέσο, το οποίο πρέπει να εγκρίνει όλες τις πρωτοβουλίες του Λευκού Οίκου - γιατί μόνο το Κογκρέσο μπορεί να εγκρίνει δαπάνες - είναι παραδοσιακά και ιστορικά βραδυκίνητο και σχεδόν αδύνατον να λάβει αποφάσεις. Η λέξη που έρχεται στο μυαλό του μέσου Αμερικανού όταν σκέφτεται την Ουάσιγκτον είναι “gridlock”, δηλαδή «κυκλοφοριακό κομφούζιο και αδιέξοδο» και αυτό οφείλεται στην μνημειώδη αδυναμία του Κογκρέσου να συντάξει και να εγκρίνει νέους νόμους, ακόμη και για θέματα που απασχολούν έντονα τη χώρα και απολαμβάνουν την έγκριση της πλειοψηφίας του εκλογικού σώματος.
- Ο, δε, πρόεδρος αντιδρά σε εσωτερικές και εξωτερικές κρίσεις με τον ίδιο τρόπο και την ίδια ταχύτητα με τα οποία αντιδρά σε αντίστοιχες περιπτώσεις η καγκελάριος της Γερμανίας ή ο Έλληνας πρωθυπουργός. Με μια σημαντική διαφορά: ενώ οι ηγέτες των κοινοβουλευτικών δημοκρατιών της Ευρώπης μπορούν να πετύχουν άμεση έγκριση από τα κοινοβούλια τους πιστώσεων για την αντιμετώπιση σοβαρών κρίσεων, ο Αμερικανός πρόεδρος δεν έχει τέτοια δυνατότητα σε πάρα πολλές περιπτώσεις.
Θυμηθείτε τον Σεπτέμβριο του 2008, όταν κατέρρεε το Αμερικανικό και το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, η κυβέρνηση Μπους ζήτησε από το Κογκρέσο άμεση έγκριση δαπάνης $700 δισ. για τη στήριξη των μεγαλύτερων τραπεζών και της ασφαλιστικής εταιρίας AIG. Συντάχθηκε ο νόμος, πήγε στην ολομέλεια της Βουλής των Αντιπροσώπων και αυτή τον απέρριψε! Το χρηματιστήριο βυθίσθηκε ακόμη περισσότερο. Χρειάσθηκαν ολονύχτιες διαπραγματεύσεις και ατελείωτες κατ’ ιδίαν διαπραγματεύσεις του Υπ. Οικονομικών Πόλσον και Προέδρου της Fed Μπερνάνκι για να πειστούν οι φανατικοί ιδεολόγοι βουλευτές των Ρεπουμπλικανών ότι εάν δεν στηριχθούν οι τράπεζες θα καταρρεύσει η Αμερικανική οικονομία.
Η «αποφασιστικότητα» και «ευελιξία» της Αμερικανικής κυβέρνησης, κυρίως όσον αφορά στην αντίληψη που έχει ο υπόλοιπος κόσμος για την ισχύ της Αμερικανικής προεδρίας, αφορά μόνο στην εξωτερική πολιτική και αποτελεί, κατά μεγάλο μέρος, παραβίαση του συντάγματος της χώρας.
Το σύνταγμα του 1787, στο Άρθρο 1, εδάφιο 8 (Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών) προβλέπει ότι το Κογκρέσο είναι το μόνο κυβερνητικό όργανο αρμόδιο να κηρύσσει πόλεμο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής είναι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο σε εμπόλεμη κατάσταση και οι ένοπλες δυνάμεις της μάχονται στο εξωτερικό για περίπου 220 από τα τελευταία 230 χρόνια. Η μόνη φορά που ζητήθηκε από το Κογκρέσο να κηρύξει πόλεμο ήταν στις 7 Δεκεμβρίου 1941, την ημέρα μετά την επίθεση στο Περλ Χάρμπορ. Οι πόλεμοι στην Κορέα, στο Βιετνάμ, Ιράκ 1, Αφγανιστάν, Ιράκ 2 διεξήχθησαν χωρίς κοινοβουλευτική έγκριση, κατά παράβαση του συντάγματος.
Η κατάσταση αυτή, σε συνδυασμό με έναν αριθμό άλλων ατελειών του συντάγματος που δημιουργούν διαρκείς δυσλειτουργίες, έχει οδηγήσει στην αποκαλούμενη «αυτοκρατορική προεδρία» και, από το 1965 μέχρι σήμερα, με εξαίρεση την προεδρία Ομπάμα, σε διαρκή σκάνδαλα, σε διαρκείς εξεταστικές επιτροπές του Κογκρέσου, σε εκατοντάδες αξιωματούχους να έχουν παραπεμφθεί σε δίκες και να έχουν καταδικασθεί σε ποινές φυλάκισης και σε ένα κλίμα διαρκούς έντασης και σκανδάλων στην Ουάσιγκτον. Στην συντριπτική τους πλειοψηφία οι παράνομες ενέργειες για τις οποίες παραπέμφθηκαν και φυλακίσθηκαν αξιωματούχοι της κυβέρνησης αφορούσαν σε «στιβαρές αντιδράσεις» της εκτελεστικής εξουσίας σε κρίσεις ή «κρίσεις».
Συγκρίνετε με τις Βρυξέλλες και το Στρασβούργο, όπου οι εργασίες των σωμάτων και των θεσμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης γίνονται σε 24 επίσημες γλώσσες, από αξιωματούχους και μόνιμους υπαλλήλους από 26 χώρες, με σημαντικά διαφορετικά συμφέροντα, επιδιώξεις, παραστάσεις και ιστορικές καταβολές από ό,τι έχουν οι βουλευτές της Καλιφόρνιας από αυτούς της Γιούτα και από αυτούς του Οχάιο.
Κι όμως, σχεδόν ποτέ δεν ξεσπάνε σκάνδαλα στις Βρυξέλλες και δεν οδηγούνται σε φυλακές Ευρωπαίοι πολιτικοί ή δημόσιοι αξιωματούχοι. Ο λόγος δεν είναι ούτε ότι οι Ευρωπαίοι είμαστε από του φυσικού μας πιο νομοταγείς από τους Αμερικανούς, ούτε ότι οι κοινοβουλευτικοί ερευνητές και οι εισαγγελείς των Αμερικανών είναι περισσότερο αυστηροί ή επιμελείς από τους Ευρωπαίους συναδέλφους τους. Ο λόγος είναι ότι το θεσμικό πλαίσιο της Αμερικανικής δημοκρατίας συντάχθηκε τον 18ο αιώνα, για μια αγροτική κοινωνία, από μια ομάδα Αγγλοσαξόνων γαιοκτημόνων οι περισσότεροι εκ των οποίων βάσιζαν την ευημερία και περιουσία τους στην δωρεάν εργασία σκλάβων. Το θεσμικό πλαίσιο αυτό είναι σε ασυμφωνία με τις ανάγκες μιας πολυεθνικής, μετα-βιομηχανικής κοινωνίας που λειτουργεί ως αυτοκρατορία και αποτελεί βασικό κόμβο του διαδικτύου.
Αντίθετα, οι Ευρωπαϊκοί θεσμοί χτίσθηκαν σιγά σιγά τα τελευταία 60 χρόνια, από επαγγελματίες νομικούς και πολιτικούς από όλη την Ευρώπη, από διαφορετικά πολιτικά ρεύματα, σε μια βαθμιαία διαδικασία ενοποίησης. Από αυτήν την άποψη - και πολλές άλλες, όμως - το θεσμικό οικοδόμημα της ΕΕ, το 2022, είναι πολύ πιο στέρεο και ανθεκτικό από αυτό των ΗΠΑ.
Ένα άλλο πολύ σημαντικό στοιχείο που είχε, μέχρι την περασμένη εβδομάδα, ως αποτέλεσμα τη μη ανάληψη πρωτοβουλιών, κυρίως όσον αφορά σε στρατιωτικές επιχειρήσεις και επεμβάσεις, από την ΕΕ είναι η ύπαρξη του ΝΑΤΟ. Η Βορειοατλαντική Συμμαχία αποτελείται από 28 Ευρωπαϊκές χώρες, τον Καναδά και τις ΗΠΑ. Εκτός της Σουηδίας και της Φινλανδίας, όλες οι άλλες χώρες-μέλη της ΕΕ είναι και μέλη του ΝΑΤΟ. Η de facto ηγέτιδα χώρα του ΝΑΤΟ, είναι οι ΗΠΑ λόγω του μεγέθους του αμυντικού προϋπολογισμού τους και της στρατιωτικής ισχύος τους. Οι Ευρωπαϊκές χώρες, επί 70 χρόνια, δεν είχαν τη δυνατότητα να αναλάβουν στρατιωτικές πρωτοβουλίες ανεξάρτητα από το ΝΑΤΟ.
Ακόμη πιο σημαντικό όμως: δεν είχαν λόγο. Μέχρι την περασμένη εβδομάδα, όλες οι μεταπολεμικές διεθνείς συγκρούσεις και εντάσεις σημειώθηκαν εκτός του Ευρωπαϊκού χώρου. Ακόμη και οι πόλεμοι της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας, ήταν εμφύλιοι πόλεμοι και θεωρήθηκαν ως ανθρωπιστικές κρίσεις από την Ευρώπη – όχι ως απειλή για την ασφάλεια της Ευρώπης. Η Ευρώπη δεν αναμίχθηκε σε σημαντικό βαθμό σε στρατιωτικές περιπέτειες εκτός των συνόρων της, παρά μόνο με συμβολικές συμμετοχές που είχαν σαν στόχο να δώσουν ηθική στήριξη στον μεγάλο υπερατλαντικό σύμμαχο.
Αυτό άλλαξε την περασμένη εβδομάδα. Γιατί η ασφάλεια της Ευρώπης τέθηκε με επιτακτικό τρόπο υπό αμφισβήτηση. Και η Ευρώπη ανταποκρίθηκε: άμεσα, ενωμένη και συντριπτικά. Και έδωσε την καλύτερη απάντηση σε όσους δεν έχουν κουραστεί να την κατηγορούν, από ιδρύσεως της, για αναποφασιστικότητα και δειλία.
Στο μνημειώδες βιβλίο του «Η Καταιγίδα του Πολέμου: Μια Νέα Ιστορία του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου» (Allen Lane, Λονδίνο, 2009) ο Άγγλος ιστορικός και δημοσιογράφος Άντριου Ρόμπερτς καταλήγει ότι οι Σύμμαχοι νίκησαν τις στρατιές του Χίτλερ επειδή οι στρατηγικές και τακτικές αποφάσεις τους λαμβάνονταν συλλογικά και ύστερα από σχετικά μακρά περίοδο διαλόγου και ωρίμανσης. Γράφει:
«Δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι ο Χίτλερ άλλαξε ποτέ τη γνώμη του για θέματα στρατηγικής ύστερα από εισήγηση είτε των στελεχών του Κόμματος ή των ανώτατων αξιωματικών του στρατού. Εάν ο Χίτλερ και κάποιοι εκ των στρατηγών του συμφωνούσαν σε κάτι, ήταν σχεδόν πάντα επειδή συμφωνούσαν μαζί του και όχι το αντίθετο. Με τον πόλεμο επί της ουσίας χαμένο μετά τη μάχη του Κουρσκ, ευτυχώς ο Χίτλερ άκουγε τόσο λίγους από τους άξιους στρατηγούς του, και σχεδόν πάντα αγνοούσε τους αξιότερους εξ αυτών, γιατί αλλιώς ο πόλεμος θα είχε συνεχιστεί μέχρι το 1946 ή και αργότερα. [...]
Σε αντίθεση, οι Σύμμαχοι ουσιαστικά διεξήγαγαν τον πόλεμο μέσω επιτροπών, με το Αμερικανικό Γενικό Επιτελείο και την Επιτροπή του Βρετανικού Γενικού Επιτελείου να χαράσσουν στρατηγική σε συνδυασμό με τις εισηγήσεις των πολιτικών ηγετών. Το σύστημα αυτό είχε σαν αποτέλεσμα σκληρές συγκρούσεις μεταξύ των πολιτικών και των στρατιωτικών και μεταξύ των Αμερικανών και των Βρετανών, όμως οι παραδόσεις του πολιτισμένου διαλόγου, ο ανοιχτός διάλογος, η απουσία φόβου γραφειοκρατικών αντιποίνων και η παραδοχή ότι η σύνθεση των απόψεων είχε μεγαλύτερες πιθανότητες να οδηγήσει σε καλύτερα αποτελέσματα σήμαναν ότι οι εντάσεις που αναμφισβήτητα δημιουργήθηκαν είχαν σε γενικές γραμμές δημιουργικό αποτέλεσμα.
Ακόμη και στη Στάβκα (το Σοβιετικό Γενικό Επιτελείο), όπου οι παραπάνω παραδοχές δεν ίσχυαν, ο Στάλιν επέτρεπε ένα εύλογο εύρος ελεύθερου διαλόγου για στρατιωτικά ζητήματα, εφόσον δεν αφορούσε και σε πολιτικά ζητήματα, τα οποία ήταν αποκλειστικά δικιά του ευθύνη».
Ο Ρόμπερτς συμπυκνώνει σε δύο παραγράφους ένα διαχρονικό μάθημα της ιστορίας: ceteris paribus, οι συλλογικές αποφάσεις πάντα οδηγούν σε καλύτερα αποτελέσματα. Κανείς δεν είναι αλάνθαστος και η διύλιση των απόψεων των ηγετών μέσα από το φίλτρο των απόψεων συλλογικών οργάνων πάντα λειαίνει τις γωνίες και παράγει καλύτερες αποφάσεις που σχεδόν πάντα αποδεικνύονται πιο ανθεκτικές στον χρόνο.
Γι’ αυτό η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει διαρκέσει επτά δεκαετίες και το μέλλον της διαγράφεται λαμπρό. Μακάρι να το καταλάβουν αυτό όσοι ονειρεύονται μια ΕΕ που θα λειτουργεί όπως οι ΗΠΑ ή, αλίμονο, η Ρωσία.
* Ο Περικλής Κωνσταντινίδης είναι ο ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της επενδυτικής εταιρίας Syracuse Main, Inc. Έχει διδακτορικό στη χρηματοοικονομική από το University of Southern California.