Οι ηγέτες των «27» της Ευρωπαϊκής Ένωσης μεταβαίνουν σήμερα στις Βρυξέλλες αναζητώντας λύση στο ακανθώδες πρόβλημα του νέου επταετούς προϋπολογισμού της ΕΕ για την περίοδο 2021-'27. Θα καταφέρουν, άραγε, με τις προσθαφαιρέσεις που θα κάνουν οι ίδιοι, οι υπουργοί Οικονομικών τους και η ομάδα των τεχνοκρατών που θα τους συνοδεύει, να καταλήξουν σε ένα κοινά αποδεκτό αποτέλεσμα, που θα καλύπτει και το ύψος του προϋπολογισμού και τον καταμερισμό των κονδυλίων του στους διάφορους τομείς; Αν κρίνουμε από τα όσα έχουν προηγηθεί, σε λόγια και σε πράξεις, αυτό μοιάζει εξαιρετικά δύσκολο.
Οι Ευρωπαίοι σε στρατόπεδα
Η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ έχει δημιουργήσει ένα «κενό» στα έσοδα (υπολογίζεται σε περίπου 13 δισ. ετησίως ή πάνω από 90 δισ. σε βάθος επταετίας), το οποίο αποτελεί και τη ρίζα των διαφωνιών. Κι αυτό διότι κάποιοι από τους εταίρους υποστηρίζουν πως αφού έχει μειωθεί ο αριθμός των μελών πρέπει να μειωθεί και ο προϋπολογισμός – και μάλιστα σε ποσοστό που να αντιστοιχεί το ειδικό βάρος της χώρας που αποχώρησε – ενώ άλλοι επιμένουν πως δεν νοείται σχέδιο για «περισσότερη Ευρώπη» εάν δεν αυξηθούν και τα κονδύλια που αυτή θα έχουν στη διάθεσή τους οι Βρυξέλλες για να ασκήσουν ευρωπαϊκή πολιτική.
Παράλληλα, όπως είναι προφανές, κάθε ηγέτης από όσους καθίσουν σήμερα γύρω από το ίδιο τραπέζι προκρίνει τα συμφέροντα και τις προτεραιότητες της χώρας του όσον αφορά την κατανομή των δαπανών. Έτσι, άλλοι έχουν ως πρώτο μέλημα να μην μειωθούν και, ει δυνατόν, να αυξηθούν τα κονδύλια των διαρθρωτικών ταμείων για τη σύγκλιση, άλλοι βάζουν στην πρώτη γραμμή την Κοινή Αγροτική Πολιτική και κάποιοι θέλουν να πέσει το βάρος – και τα λεφτά – σε τομείς όπως η καινοτομία, η ψηφιοποίηση, η «πράσινη οικονομία».
Η αλήθεια είναι, βεβαίως, ότι μπροστά στο διαφαινόμενο αδιέξοδο, τόσο η Φινλανδία, η οποία ασκεί την περιοδική προεδρία της ΕΕ για το τρέχον εξάμηνο, όσο και ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και πρώην πρωθυπουργός του Βελγίου, Σαρλ Μισέλ, έχουν καταβάλει προσπάθεια να επιτευχθεί συμβιβασμός. Έτσι, οι προτάσεις τις οποίες έχουν καταθέσει είναι σχεδόν ταυτόσημες, τουλάχιστον όσον αφορά στο συνολικό ύψος των δαπανών – 1,087 τρισ. ευρώ προτείνουν οι Φινλανδοί και 1,095 τρισ. ο Μισέλ – ενώ οι διαφορές που υπάρχουν στη διάθεση των κονδυλίων προφανώς έχει στόχο να αφήσει περιθώριο για παζάρια και αμοιβαία πάρε-δώσε μεταξύ των κρατών-μελών.
Αναζητώντας... γέφυρες
Για την ώρα, πάντως, η απόσταση που χωρίζει τα διάφορα στρατόπεδα φαντάζει αγεφύρωτη. Για του λόγου το αληθές, η διαφορά ανάμεσα στο 1% του συνολικού ΑΕΠ των «27» που υποστηρίζει το κλαμπ των πλουσίων του Βορρά (Γερμανία, Ολλανδία, Αυστρία, Σουηδία, Δανία) και το 1,3% που ζητά – μάλλον μαξιμαλιστικά... – το Ευρωκοινοβούλιο μεταφράζεται σε πάνω από 300 δισ. ευρώ στην επταετία. Ακόμη, όμως, και σε σύγκριση με τις πιο μετριοπαθείς προτάσεις της Κομισιόν και της προεδρίας, η απόσταση είναι μεγάλη, καθώς φτάνει στα 135 και 90 δισ. ευρώ αντιστοίχως.
Φυσικά, μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι τα παραπάνω ποσά αποτελούν ένα κλάσμα μόνο της κεφαλαιοποίησης των αμερικανικών Apple, Amazon, Alphabet και της κινεζικής Alibaba ή συγκρίσιμα με την χρηματιστηριακή αποτίμηση της ελβετικής Nestle, της γαλλικής LVMH και της γερμανικής SAP. Και να ρωτήσει: Μα δεν αξίζει κάτι περισσότερο η «ενωμένη Ευρώπη»;
Έχουν, άραγε, απάντηση οι ηγέτες της;